Θα επανέλθουν ως αγοραστές οι πωλητές στο Χρηματιστήριο Αθηνών
Τα αχαρτογράφητα νερά του κόστους και οι ξένοι που αποχωρούν για να επανέλθουν… σε χαμηλότερες τιμές - Μικρή η έκθεση των Τραπεζών σε ρωσικά ομόλογα και καταθέσεις – Ανησυχία για πληθωρισμό, δυνατότητα αποπληρωμών.
Άλλαξε άρδην το σκηνικό και της ελληνικής οικονομίας μετά την εισβολή της Ρωσίας στο έδαφος της Ουκρανίας, έτσι η βίαιη υποχώρηση του ελληνικού χρηματιστηρίου προς τις 850 μονάδες και η εξαΰλωση πάνω από 6 δισεκατομμυρίων μέσα σε πέντε συνεδριάσεις προκαλεί δέος ακόμα και στους Έλληνες επενδυτές, οι οποίοι από το 2010 είναι εθισμένοι τόσο τις συχνές αναταράξεις, όσο και την επενδυτική απραξία.
Η ελληνική αγορά, πριν τον πόλεμο, εμφάνιζε προκλητικά μια καλύτερη συμπεριφορά έναντι των διεθνών αγορών, ωστόσο το γεγονός του πολέμου επανέφερε την Αθήνα στο γνωστό μοτίβο, αν και σε μακροοικονομικό επίπεδο δεν έχουν αλλάξει πολλά.
Το καλό σενάριο για τις αγορές είναι να ανακοινωθεί μια εκεχειρία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και οι δύο πλευρές γυρίσουν σε διαπραγματεύσεις. Το κακό σενάριο είναι οι συγκρούσεις να παραταθούν πέραν του μηνός, το οποίο όπως υπολογίζουν οι στρατιωτικοί, αποτελεί και το όριο που έχει η Ρωσία από πλευράς κόστους πριν αποφασίσει αυτή την δραματική εισβολή στην Ουκρανία.
Η συμπεριφορά, όμως, των ξένων επενδυτών είναι εν πολλοίς γνωστή στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει ένα χείριστο γεγονός – όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία. Σε άλλες αναταραχές με μικρότερες επιπτώσεις η ελληνική αγορά κατέγραφε την ίδια ακριβώς κακή συμπεριφορά.
Οι ξένοι επενδυτές εγκαταλείπουν τις μετοχές ωσάν να μην υπάρχει αύριο; Είναι, όμως, έτσι; Διότι ακόμα και οι πολεμικές συγκρούσεις έχουν κάποια όρια από πλευράς απωλειών, κόστους και κυρίως συνεπειών ειδικά για μια χώρα, όπως η Ρωσία.
Κανείς δεν πρέπει να παραγνωρίζει το γεγονός της πτώσης του ρωσικού νομίσματος και του υψηλού πληθωρισμού που θα προκληθεί εσωτερικά στην αχανή χώρα – ακόμα κι αν πρόκειται για μη Δημοκρατικό καθεστώς.
Η επίθεση, συνεπώς, για λόγους εσωτερικής συνοχής δεν μπορεί να συνεχίζεται εσαεί ακόμα κι αν ο Πούτιν θέλει να εκδικηθεί την Δύση, διότι η Ρωσία ήταν ταπεινωμένη επί χρόνια όπως αναφέρουν και οι εγχώριοι φιλορώσοι.
Σε έξι μήνες η αποτίμηση
Για να επιστρέψουμε στην Αθήνα, είναι σχεδόν βέβαιο λοιπόν όπως αναφέρουν έμπειροι χρηματιστές ότι, οι ίδιοι που πωλούν τις τραπεζικές μετοχές -και υψηλής κεφαλαιοποίησης- θα επανέλθουν ως αγοραστές σε χαμηλότερες τιμές.
Βεβαίως και η κατάσταση της οικονομίας δεν μπορεί να αποτιμηθεί σήμερα. Κανείς δεν γνωρίζει το τέλος της συγκρούσεων στην Ουκρανία, ενώ τα αποτελέσματα της στις τράπεζες θα υπολογιστούν συνολικά σε έξι μήνες. Η έκθεση, πάντως, των ελληνικών τραπεζών σε ρωσικά ομόλογα είναι χαμηλή περί τα 80-100 εκατ. ευρώ ενώ η Gasprom δήλωσε ότι θα πληρώσει το κουπόνι, ενώ τα κουπόνια της VTB είναι Σεπτέμβριο-Οκτώβριο.
Οι δε συνολικές καταθέσεις Ρώσων κινούνται είναι επίσης χαμηλές στα 160 εκατ. ευρώ και δεν υπάρχουν κυρώσεις καθώς δεν πρόκειται για ολιγάρχες. Το κόστος, όμως, των ελληνικών τραπεζών θα προέλθει από νέα πιθανά μη εξυπηρετούμενα δάνεια εταιρειών που είναι εκτεθειμένες στην Ρωσία (εισηγμένες, τουριστικές επιχειρήσεις), αλλά και το εκρηκτικό κοκτέιλ του πληθωρισμού που βαραίνει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Αυτά είναι τα νέα αχαρτογράφητα νερά για τον κλάδο.
Η στρέβλωση του Δείκτη
Επιπρόσθετα, η βαρύτητα της συμμετοχής της Coca-Cola και των τραπεζών στον Γενικό Δείκτη αποτελούσε ούτως ή άλλως στρέβλωση ανεξάρτητα από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Με τις πιέσεις, όμως, στην Coca-Cola να είναι μεγαλύτερες λόγω της έκθεσης σε Ρωσίας-Ουκρανία και το εκρηκτικό κοκτέιλ σε οικονομία, λόγω της ενέργειας και του συνεπακόλουθου πληθωρισμού μετέτρεψε τις τράπεζες στον αδύνατο "κρίκο" την ώρα ακριβώς που ετοιμάζονταν να κάνουν την δουλειά τους, ύστερα από ένα “πάγωμα” χρόνων λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η εικόνα, όμως, των τραπεζών δεν είναι φαινόμενο ελληνικό. Οι τραπεζικές μετοχές ως κυκλικές αντικατοπτρίζουν την οικονομία και παρασύρθηκαν σε πτώση τόσο στις ΗΠΑ, όπως και στην Ευρώπη. Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά παραμένει από τις φθηνότερες στην Ευρώπη και τα κέρδη ανά μετοχή είναι τα υψηλότερα. Οι συνέπειες της ενέργειας, όμως, στην οικονομία μέσα κατέστησαν όλες τις προβλέψεις άχρηστες τόσο σε επίπεδο προϋπολογισμού, όσο τραπεζών και εταιρειών.