Η ελληνική οικονομία μετά τα Μνημόνια
Η χώρα μας και επισήμως μετά την 21η Αυγούστου πορεύεται πλέον μόνη της, χωρίς τη χρηματοδοτική στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων και του ΔΝΤ. Και η κυβέρνηση, επικοινωνιακά τουλάχιστον, συνοδεύει το αφήγημα της «καθαρής εξόδου» με το επιχείρημα της δημιουργίας βαθμών ελευθερίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής και αντιστροφής της λιτότητας στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας της χώρας. Όμως τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά. Και αυτό γιατί η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μια «ειδική περίπτωση»!
Μπορεί λοιπόν το τρίτο πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης να ολοκληρώθηκε με επιτυχία, όπως τουλάχιστον έκριναν οι δανειστές, γεγονός που σημαίνει την έξοδο από την εποχή των μνημονίων, ωστόσο τώρα ξεκινάει ένας άλλος μεγάλος «αγώνας». Αυτός της απρόσκοπτης πρόσβασης στις διεθνείς αγορές. Κοινή συνισταμένη όλων σχεδόν των οικονομικών αναλύσεων που βλέπουν το φως της δημοσιότητας είναι ότι η Ελλάδα θα πρέπει να πορευθεί προς το παρόν με τα χρήματα του κεφαλαιακού αποθέματος που έχει δημιουργήσει, καθώς είναι ακόμη αρκετά μακριά από την προσδοκώμενη επιστροφή στις κεφαλαιαγορές.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει σε σχετική ανάλυση και η έγκριτη γερμανική εφημερίδα «Handelsblatt», η Ελλάδα θα πρέπει να περιμένει ακόμη μέχρι να λάβει «άφεση αμαρτιών» από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Για τους οικονομικούς αναλυτές, τους διεθνούς επενδυτές, αλλά και τους επισήμους πιστωτές, η χώρα μας παραμένει μια «ειδική περίπτωση». Οι λόγοι είναι πολλοί. Η Ελλάδα έμεινε στον μηχανισμό διάσωσης πάνω από οκτώ χρόνια ενώ οι υπόλοιπες χώρες το πολύ τρία. Η ελληνική διάσωση απορρόφησε περισσότερα κεφάλαια από ό,τι το σύνολο των προγραμμάτων των υπόλοιπων χωρών μαζί. Και κανένα κράτος της Ευρωζώνης δεν έχει υψηλότερο χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.
Ο δρόμος για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές θα είναι ακόμη πιο μακρύς σε σχέση, για παράδειγμα, με την Κύπρο και την Πορτογαλία. Άλλωστε, παρά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις, τα ελληνικά ομόλογα απέχουν ακόμη από την «επενδυτική βαθμίδα». Βεβαίως, η Ελλάδα θα πρέπει το συντομότερο δυνατόν να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών με δοκιμαστική έκδοση ομολόγων, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για διαρκή επιστροφή της στις κεφαλαιαγορές. Το αν θα επιτευχθεί αυτό όμως εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες, που η Αθήνα αδυνατεί να επηρεάσει, αλλά και από τη μελλοντική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Ποιες είναι, λοιπόν, οι προϋποθέσεις για την πρόσβαση σε χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές με λογικούς όρους τα επόμενα χρόνια; Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, πρώτον και σημαντικότερον: πρέπει να αποδείξουμε ότι δεν θα διολισθήσουμε στα λάθη οικονομικής πολιτικής του παρελθόντος και δεν θα ανατρέψουμε πολιτικές που έχουν συμφωνηθεί. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει, επίσης, να προχωρήσουν ακόμα περισσότερο η αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης και η προώθηση της αριστείας και της αξιολόγησης σε όλες τις πτυχές της δημόσιας δραστηριότητας. Δεύτερον, ότι θα εφαρμόσουμε πολιτικές που προσελκύουν άμεσες ξένες επενδύσεις, καθώς και πολιτικές που ευνοούν υψηλούς ρυθμούς ανόδου της «ολικής» παραγωγικότητας. Τρίτον, ότι θα βελτιώσουμε το κλίμα εμπιστοσύνης, θωρακίζοντας τους ανεξάρτητους θεσμούς. Τέταρτον, ότι θα βελτιώσουμε περαιτέρω την εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών, συστημικών και μη, αλλά και των επιχειρήσεων, ιδιωτικών και δημόσιων.
Κίνδυνοι και προκλήσεις
Γιά να δούμε, όμως, τι λέει σε ανάλυσή του και ο οίκος αξιολόγησης Moody’s για τη μεταμνημονιακή εποχή στη χώρα μας, η οποία κρύβει και ευκαιρίες αλλά και κινδύνους. Κατ’ αρχάς, ο οίκος εκτιμά ότι η οικονομική ανάπτυξη θα συνεχισθεί τα επόμενα χρόνια. Η κατανάλωση θα συμβάλει περισσότερο στην παραγωγή, καθώς η αγορά εργασίας βελτιώνεται, ωθώντας σε ισχυρότερα μισθολογικά κέρδη και ενισχύοντας τα εισοδήματα και τις δαπάνες που τελικά θα διοχετευθούν στην αγορά κατοικιών.
Αναλυτικότερα, ο Moody’s σημειώνει στα θετικά, μεταξύ άλλων, ότι ο πληθωρισμός, ο οποίος παραμένει συγκρατημένος από την αρχή του 2017, θα κλείσει σταδιακά την απόσταση της μιας ποσοστιαίας μονάδας από την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Από ’κεί και πέρα, η ισχυρότερη παγκόσμια ανάπτυξη είναι καλός οιωνός για τη χώρα, τόσο αναφορικά με την αύξηση των εξαγωγών όσο και με τη μεγαλύτερη εισροή τουριστών στη Μεσόγειο. Επιπλέον, η βελτιούμενη αγορά εργασίας και τα εισοδηματικά κέρδη θα αναζωογονήσουν σταδιακά τη ζήτηση κατοικιών και με τη σειρά τους θα ενισχύσουν τη στεγαστική αγορά.
Υπάρχουν, όμως, και δύο σημαντικοί κίνδυνοι, όπως τους καταγράφει ο οίκος αξιολόγησης. Η μη τήρηση από τις ελληνικές αρχές των συμφωνηθέντων με τους δανειστές, και η πολιτική αβεβαιότητα. Υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι να χάσουν οι Έλληνες το έδαφος που έχουν κερδίσει, όπως ο μυθικός Σίσυφος, σημειώνει χαρακτηριστικά ο Moody’s. Αν και υπάρχουν πολλές εξωτερικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να διακόψουν την οικονομική ανάκαμψη (όπως οι αυξανόμενες προστατευτικές πολιτικές και οι συνεχιζόμενοι εμπορικοί πόλεμοι), η Ελλάδα αντιμετωπίζει δύο βασικούς εγχώριους κινδύνους για διατηρήσιμη επάνοδο στις διεθνείς αγορές.
Πρώτον, οι ελληνικές Αρχές θα πρέπει να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους στους πιστωτές, εφαρμόζοντας όσα έχουν συμφωνηθεί, ώστε η χώρα να μη χάσει την αξιοπιστία που δημιούργησε η ολοκλήρωση του προγράμματος βοήθειας. Δεύτερον, η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολιτικούς κινδύνους. Κυρίως, η κυβέρνηση είναι πιθανόν να αντιμετωπίσει αλλαγή εξουσίας στις επόμενες εκλογές στις αρχές του 2019, που θα μπορούσε να ενισχύει την αβεβαιότητα όσον αφορά στο αν η χώρα θα θεσπίσει τις αναγκαίες πολιτικές για να διασφαλίσει ότι θα παραμείνει βιώσιμο το κρατικό χρέος.
Σε ό,τι αφορά την πολυπόθητη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, στην ανάλυση του οίκου αξιολόγησης επισημαίνεται ότι οκτώ χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης κρατικού χρέους η Ελλάδα έχει κάνει επαρκή πρόοδο για να χαλαρώσουν οι πιστωτές της τους περιορισμούς και να επιτρέψουν στους Έλληνες να επανέλθουν στις διεθνείς αγορές ομολόγων. Η ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος αποτελεί το συμβολικό τέλος στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης, η οποία έθεσε εν αμφιβόλω την επιβίωση του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος στις αρχές της δεκαετίας.
Με την ολοκλήρωση του προγράμματος –οκτώ ολόκληρα χρόνια εξάρτησης από δάνεια διάσωσης από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ– η Ελλάδα θα πρέπει τώρα να αυτοχρηματοδοτείται μόνο από τις κεφαλαιαγορές και από το απόθεμά της. Αυτό θα εξαλείψει, επίσης, την ανάγκη της Ελλάδας να υφίσταται πλέον δημοσιονομική λιτότητα και οικονομικές αναδιαρθρώσεις κατ’ απαίτηση των διεθνών πιστωτών της, που αποτελούσαν όρους για τη διάσωση.
Τα «απόνερα» της κρίσης που πρέπει ν’ αντιμετωπιστούν
Την ίδια στιγμή, η οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται στο στάδιο της «ανάρρωσης». Διορθώθηκαν πολλές αδυναμίες, αλλά παραμένουν ακόμη αρκετές. Διορθώθηκαν τα πολύ μεγάλα δίδυμα ελλείμματα (γενικής κυβέρνησης και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), βελτιώθηκε η ανταγωνιστικότητα σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας, βελτιώθηκε η κεφαλαιακή δομή των τραπεζών και η εταιρική τους διακυβέρνηση, απελευθερώθηκε η αγορά εργασίας, απελευθερώθηκε σε σημαντικό βαθμό η αγορά προϊόντων, υπηρεσιών και επαγγελμάτων, ελήφθησαν μέτρα για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Παραμένουν, όμως, τα προβλήματα του υψηλού δημόσιου χρέους, των μη εξυπηρετούμενων δανείων, της υψηλής ανεργίας, της φυγής εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού, του μεγάλου επενδυτικού κενού, του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής που μεροληπτεί υπέρ της φορολογίας και των υψηλών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, της φτώχειας σχετικά υψηλής μερίδας του πληθυσμού. Ειδικότερα, χρέος άνω των 240 δισ. ευρώ προς τον επίσημο τομέα, που συνδυαζόμενο με το ιδιωτικό χρέος φθάνει το 180% του ΑΕΠ. Οι Ευρωπαίοι πιστωτές επιμένουν πως το χρέος είναι διαχειρίσιμο. Έχουν μειώσει τις αποπληρωμές των τόκων και έχουν παράσχει στην Ελλάδα περισσότερο χρόνο για να αποπληρώσει τα δάνεια, επιμηκύνοντας κάποιες ωριμάνσεις μέχρι το 2060.
Μείωση χρέους
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των δανειστών, το χρέος θα μειωθεί στο 100% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, παραμένοντας μεν πολύ υψηλό, αλλά τουλάχιστον με σωστές προοπτικές. Οι προβλέψεις της Ε.Ε. εμπεριέχουν, δυστυχώς, ευσεβείς πόθους. Η Ελλάδα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,4% κατά μέσον όρο για μία δεκαετία και κατόπιν 2,2% μέχρι το 2060, κάτι που καμμία χώρα της Ευρωζώνης δεν έχει κατορθώσει. Επίσης, για τις προσεχείς δεκαετίες, ακόμη και σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο, η Ελλάδα θα πρέπει να δανειστεί εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ από τις αγορές για να αποπληρώσει τους επίσημους δανειστές.
Συν τοις άλλοις, οι επίσημοι πιστωτές θα συνεχίσουν να επιβλέπουν την Ελλάδα εντατικά τέσσερεις φορές ετησίως την πρώτη περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος. Θα ελέγχουν, επιπλέον, τις ελληνικές εγγυήσεις για τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής πορείας. Μέχρι το 2022 η Ελλάδα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ και κατόπιν να τηρεί τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Αναλυτικότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεργασία με τους εμπλεκόμενους ευρωπαϊκούς θεσμούς, και ενδεχομένως το ΔΝΤ, θα διενεργεί τριμηνιαίο έλεγχο και θα συντάσσει αντίστοιχες εκθέσεις για την πορεία προόδου της ελληνικής οικονομίας τις οποίες θα κοινοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Eurogroup.
Το «μαξιλάρι»
Το ενισχυμένο καθεστώς εποπτείας αναμένεται να αποτελέσει ένα πρόσθετο εχέγγυο για τους διεθνείς επενδυτές όσον αφορά στη δέσμευση της ελληνικής πλευράς να υλοποιήσει τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις και να συνεχίσει τη δημοσιονομική προσπάθεια. Πάντως, η ενισχυμένη εποπτεία σε συνδυασμό με τα μέτρα ελάφρυνσης χρέους και το κεφαλαιακό μαξιλάρι των 24,1 δισ. ευρώ που θα προκύψει μετά την εκταμίευση της τελευταίας δόσης από τον ESM καθώς και η συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας αναμένεται να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μελλοντικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να διασφαλίσουν τη χρηματοδότηση του Δημόσιου και των ελληνικών επιχειρήσεων από τις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους.
Σύμφωνα και με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, η τελική συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές εμπεριέχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας όσον αφορά στη διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του χρέους, καθώς αναφέρει ρητά ότι θα ληφθούν πρόσθετα μέτρα εφόσον χρειαστούν μετά το 2032. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, η ανάλυση βιωσιμότητας που εμπεριέχεται στην πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ χαρακτηρίζει το χρέος βιώσιμο μέχρι το 2038 στο βασικό σενάριο, έναν μάλλον εκτεταμένο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα είκοσι χρόνων.
Το διάστημα αυτό είναι αρκετά μεγάλο, διπλάσιο από εκείνο που καλύπτουν παραδοσιακά οι ασκήσεις βιωσιμότητας χρέους. Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες αμφιβολίες που εκφράζονται στην έκθεση του ΔΝΤ ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις αγορές και να καθυστερήσουν την αναβάθμιση των ελληνικών τίτλων από τους οίκους αξιολόγησης.
Τι φέρνει η έξοδος από το πρόγραμμα
Από ’κεί και πέρα, βραχυπρόθεσμα, οι πρώτοι μήνες που θα ακολουθήσουν την έξοδο από το πρόγραμμα θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι, καθώς τα μηνύματα που θα στείλει η κυβέρνηση θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της εγχώριας οικονομικής πολιτικής και κατά συνέπεια το ύψος των επιτοκίων της αγοράς. Συνεπώς θα πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι που προέρχονται από τις πολιτικές πιέσεις που θα ασκηθούν για περισσότερο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και επιβράδυνση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος.
Ειδικά όσον αφορά στη δημοσιονομική πολιτική, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής υπενθυμίζει ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι από φέτος μέχρι και το 2022 είναι διπλάσιοι από τον περσινό στόχο, καθώς και ότι οι στόχοι αυτοί ορίζονται σε όρους πρωτογενούς πλεονάσματος και συνεπώς δεν επηρεάζονται από την ελάφρυνση των χρηματοδοτικών αναγκών που εξασφάλισε η απόφαση ρύθμισης του χρέους. Επίσης, οι όποιες κινήσεις εξόδου στις αγορές θα πρέπει να είναι καλοσχεδιασμένες και προσεκτικές, δεδομένων τόσο της ύπαρξης σημαντικού ύψους ταμειακών αποθεματικών ασφαλείας όσο και των κινδύνων επιδείνωσης του επενδυτικού κλίματος σε περίπτωση σχετικά υψηλών επιτοκίων λόγω αναταραχών στις διεθνείς αγορές.
Ωστόσο, το βάρος της οικονομικής πολιτικής από εδώ και πέρα θα πρέπει να στραφεί στα ζητήματα που καθορίζουν τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελέσει η διασφάλιση της ομαλής και με χαμηλό κόστος χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας. Αυτό θα επιτρέψει τη σταδιακή αποκατάσταση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα και αναμένεται να οδηγήσει σε ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη.
Σε διαφορετική περίπτωση, όπως έχουν δείξει διεθνείς μελέτες (π.χ. ΔΝΤ), η απουσία τραπεζικής χρηματοδότησης οδηγεί σε χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης και πιο αναιμική ανάκαμψη κατά την οποία επηρεάζονται αρνητικά οι επιχειρήσεις, οι κλάδοι και οι δραστηριότητες (π.χ. επενδύσεις) που βασίζονται σε εξωτερική χρηματοδότηση. Το πλέον βασικό ζητούμενο σε αυτή την κατεύθυνση είναι η συνέχιση της αποκλιμάκωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η βελτίωση των ισολογισμών των τραπεζών που θα τους επιτρέψει να παρέχουν περισσότερη ρευστότητα στην οικονομία.
Επιπρόσθετα, πρέπει επίσης να διασφαλιστεί η πλήρης αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών κονδυλίων, η συνέχιση του προγράμματος αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, η διαμόρφωση ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις εγχώριες και ξένες επενδύσεις και η πλήρης άρση των κεφαλαιακών περιορισμών. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στις επενδύσεις και ιδιωτικοποιήσεις στις οποίες υπάρχει δέσμευση των επενδυτών για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου που εκτείνεται σε βάθος χρόνου.