Η κόντρα για το χρέος επισκιάζει τις διαπραγματεύσεις
Είναι κρίσιμης σημασίας θέμα αυτό; Όσο και αν υπάρχει μία προσπάθεια να υποβαθμιστεί, είναι. Κατά πάσα πιθανότητα και με βάση τις εξελίξεις μέχρι στιγμής το ΔΝΤ, εφόσον κρίνει ότι οι εγγυήσεις των Ευρωπαίων για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεν επαρκούν, δεν θα συμμετάσχει στη χρηματοδότηση του προγράμματος, και θα μείνει μόνο ως τεχνικός σύμβουλος. Και μπορεί η κυβέρνηση να υποστηρίζει σε όλους τους τόνους ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται το ΔΝΤ, ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται.
Γράφει Σπύρος Σταθάκης
Επειδή βρισκόμαστε ουσιαστικά σε μία άτυπη προεκλογική περίοδο προφανώς η κυβέρνηση θα σπεύσει να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά την ενδεχόμενη αποχώρηση του Ταμείου από τη χρηματοδότηση του προγράμματος. Μπορεί να φτάσουμε στο σημείο να ακούσουμε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό ότι επί των ημερών του το ΔΝΤ έφυγε από τη χώρα. Τι θα σημαίνει ωστόσο αυτό για την αναδιάρθρωση του χρέους, από τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι, ιδίως η Γερμανία, θέλουν να δώσουν το ελάχιστο δυνατό στην Ελλάδα και το Ταμείο αυτή τη στιγμή είναι ίσως ο μόνος μας σύμμαχος για μία σημαντική ελάφρυνση της οικονομίας από το βάρος του χρέους; Και έπειτα υπάρχει και το θέμα της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας απέναντι στις διεθνείς αγορές. Ο στόχος της κυβέρνησης παραμένει η «καθαρή» έξοδος από το πρόγραμμα. Για να υπάρξει όμως απρόσκοπτη πρόσβαση της χώρας στις αγορές ομολόγων θα πρέπει οι διεθνείς επενδυτές να έχουν πειστεί ότι το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο, προκειμένου να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα. Και ο μόνος διεθνής οργανισμός, που μπορεί να δώσει ένα αξιόπιστο «πιστοποιητικό» βιωσιμότητας του χρέους είναι το ΔΝΤ. Τι θα συμβεί λοιπόν, αν τελικά το Ταμείο αποχωρήσει, ακριβώς γιατί θα πιστεύει ότι τα προτεινόμενα από τους Ευρωπαίους μέτρα δεν διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους;
Η αισιοδοξία και η πεζή πραγματικότητα
Άρα το θέμα με το ΔΝΤ είναι περισσότερο πολύπλοκο, από όσο ενδεχομένως θα επιθυμούσαμε. Πάντως, στην κυβέρνηση εξακολουθούν να θεωρούν ότι οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, παρά τα όποια εμπόδια, τελικά θα καταλήξουν σε ένα θετικό αποτέλεσμα. Ειδικότερα και σύμφωνα με δηλώσεις κυβερνητικού αξιωματούχου η Ελλάδα είναι αισιόδοξη για τις προοπτικές μιας συμφωνίας ελάφρυνσης χρέους τον Ιούνιο που θα καταστήσουν αξιόπιστη τη μεταμνημονιακή της επιστροφή στις αγορές ομολόγων, παράλληλα με την εποπτεία της Ε.Ε. και ένα ταμειακό απόθεμα. Μάλιστα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί επιτυχώς, δηλαδή η Ελλάδα θα είναι σε θέση να ανακτήσει βιώσιμη και διαρκή πρόσβαση στις αγορές πέραν του 2018 και 2019. Από εκεί και πέρα, υπάρχει η δέσμευση για την τήρηση των υφιστάμενων δημοσιονομικών και μεταρρυθμιστικών στόχων, αν και δεν πρόκειται να υπάρξουν νέοι όροι. Ωστόσο, η επιστροφή των κερδών που είχαν οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα εξαρτάται από την επίτευξη αυτών ακριβώς των στόχων. Στο πλαίσιο τώρα των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, η κυβέρνηση προσδοκά, ότι θα παραταθούν τα δάνεια.
Σε ό,τι αφορά τη γαλλική πρόταση να συνδεθούν οι αποπληρωμές με την οικονομική ανάπτυξη, εξακολουθεί να βρίσκεται «στο τραπέζι», αλλά εξαρτάται από τον χρόνο επιμήκυνσης των υφιστάμενων δανείων στο πακέτο ελάφρυνσης χρέους. Σε κάθε περίπτωση όλα θα κριθούν στη συνεδρίασή του Eurogroup στις 21 Ιουνίου. Ένας από τους στόχους αυτής της συνεδρίασης είναι να εξασφαλιστεί η στήριξη του ΔΝΤ στην προσφορά ελάφρυνσης χρέους της Ευρωζώνης προς την Ελλάδα, προκειμένου να ενισχυθεί η αξιοπιστία της Ελλάδας στις αγορές και να φέρει πίσω στη χώρα επενδυτές μετά την έξοδό της από το πρόγραμμα στήριξης στις 20 Αυγούστου.
Χωρίς αποτέλεσμα
Και εδώ ακριβώς είναι που τα πράγματα περιπλέκονται, παρά την αισιοδοξία της κυβέρνησης. Διότι, παρά τις προσπάθειες και τις εντατικές διαβουλεύσεις, δεν έχει επιτευχθεί ακόμη κάποιος συμβιβασμός ανάμεσα στο ΔΝΤ και στους Ευρωπαίους για το ζήτημα του χρέους. Είναι άλλωστε ενδεικτικό το γεγονός ότι οι απανωτές συνεδριάσεις του Washington Group με επίκεντρο το ελληνικό χρέος δεν έχουν καταλήξει σε κάποιο αποτέλεσμα. Βεβαίως, οι συνομιλίες συνεχίζονται σε μια προσπάθεια να βρεθεί μία κοινή γραμμή για τις πολιτικές που θα μπορούσαν να στηριχθούν από ένα πρόγραμμα του ΔΝΤ και την ελάφρυνση του χρέους. Όμως, ο χρόνος που έχει απομείνει για συμφωνία είναι ελάχιστος. Και το ΔΝΤ ξεκαθαρίζει ότι βασική προτεραιότητα είναι οι εν εξελίξει συζητήσεις για την ενεργοποίηση ενός χρηματοδοτικού προγράμματος του ΔΝΤ. Επίσης, το Ταμείο σχεδιάζει άμεσα να εκπονήσει τη δική του ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, η οποία θα δημοσιοποιηθεί στο πλαίσιο της τακτικής έκθεσης του Ταμείου (Article IV) για την Ελλάδα. Για το ΔΝΤ, το πιο σημαντικό είναι να υπάρξει μία συμφωνία για το χρέος που να το καθιστά βιώσιμο. Αλλά, ακόμη και στην περίπτωση που δεν συμμετάσχει με χρηματοδότηση θα συνεχίσει να ασχολούμαστε στενά με την Ελλάδα μέσω μίας μεταμνημονιακής εποπτείας και την παροχή συμβουλών. Έτσι, θα παραμείνει δεσμευμένο και μετά τη λήξη του προγράμματος.
Το πολύπλοκο ζήτημα με τη συμμετοχή του Ταμείου
Για τις διαθέσεις του Ταμείου πάντως είχε ήδη προδιαθέσει ο εκπρόσωπος της Ελλάδας, Μιχάλης Ψαλιδόπουλος. Σε επιστολή που απέστειλε στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, ο κ Ψαλιδόπουλος είχε επισημάνει πως είναι σαφές από το τρίτο μνημόνιο ότι τα όποια μέτρα απομείωσης του χρέους θα ισχύσουν μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος. Αυτό που ζητεί το ΔΝΤ είναι να ανακοινωθούν/επισημοποιηθούν αυτά τα μέτρα νωρίτερα ώστε να χρησιμεύσουν ως δεδομένα στα μοντέλα εκτιμήσεων βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους του προσωπικού του Ταμείου. Αυτό έχει προκαλέσει αντιγνωμίες στο πλαίσιο του Eurogroup.
Τελικά στην πράξη βαδίζουμε, σύμφωνα με τον κ. Ψαλιδόπουλο, σιγά σιγά, στην ανακοίνωση των μέτρων λίγο πριν τη λήξη του προγράμματος παρά τις ενστάσεις του Ταμείου. Στο μέτρο που τελικά το χρέος θα κριθεί μετά τον Αύγουστο του 2018 βιώσιμο, θα είναι και οι επιτοκιακοί κίνδυνοι χαμηλότεροι. Αλλά και ο ίδιος τόνισε ότι το πιθανότερο σενάριο είναι το ΔΝΤ τελικά να παραμείνει σε ρόλο τεχνικού συμβούλου, δεδομένου ότι τα χρονικά περιθώρια έχουν στενέψει και οι διαφορές για το χρέος ανάμεσα στον διεθνή οργανισμό και στους Ευρωπαίους παραμένουν ανοιχτές. Ούτως ή άλλως, για να φτάσει το θέμα ενεργοποίησης του ελληνικού προγράμματος στο εκτελεστικό συμβούλιο του Ταμείου θα πρέπει να ολοκληρωθεί η έκθεση βιωσιμότητας που θα χαρακτηρίζει το χρέος ως βιώσιμο.
Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει πρώτα να υπάρξει συμφωνία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς επί των μεσοπρόθεσμων μέτρων αλλά και επί των προϋποθέσεων ενεργοποίησής τους. Επίσης, θα πρέπει να υπάρχει μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση, κάτι που αναμένεται αμέσως μετά την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου σχεδίου δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και του πολυνομοσχεδίου με τα προαπαιτούμενα. Οπότε, γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι τα χρονικά περιθώρια προκειμένου να ολοκληρωθούν όλες αυτές οι διεργασίες είναι ασφυκτικά.
Δύο λοιπόν είναι τα κύρια αλληλένδετα προβλήματα για το μέλλον της Ελλάδας: ο μελλοντικός ρόλος του ΔΝΤ και το τεράστιο χρέος που φθάνει το 178% του ΑΕΠ. Σχετικά με το ΔΝΤ, μην ξεχνάμε την επιμονή της Γερμανίας, που είναι ο πρώτος πιστωτής της Ελλάδας, για την παρουσία του ΔΝΤ και συμμετοχή του με 1,6 δισ. ευρώ, απόφαση που η Κριστίν Λαγκάρντ χρονοτριβεί να πάρει. Σύμφωνα με ανάλυση της γαλλικής εφημερίδας «Le Monde» το θέμα είναι πολιτικό γιατί η Ελλάδα δεν έχει ιδιαίτερα ανάγκη αυτά τα χρήματα. Είναι θέμα υπόσχεσης της γερμανικής κυβέρνησης στο κοινοβούλιο το 2015 για τη συμμετοχή του ΔΝΤ, στο οποίο είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ό,τι αφορά στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα.
«Ασφάλεια κινδύνου»
Παράλληλα, θεωρείται ότι η παρουσία του ΔΝΤ λειτουργεί σαν «ασφάλεια κινδύνου» γιατί καθησυχάζει τις αγορές για την ικανότητα της χώρας να αποχωρήσει από το πρόγραμμα, και να ξαναδανείζεται πάλι μέσω των εκδόσεων ομολόγων. Αυτό είναι κάτι που ήδη έχουμε τονίσει. Σε ό,τι αφορά το χρέος, εδώ και χρόνια το ΔΝΤ αμφισβητεί τη βιωσιμότητά του και απαιτεί την ελάφρυνση που έχει αρνηθεί έως σήμερα το Βερολίνο. Εδώ και μια διετία, οι παράμετροι της χαλάρωσης αυτού του χρέους βρίσκονται στο τραπέζι, αρχίζοντας από την επιμήκυνση των προθεσμιών των βασικών γραμμών πίστωσης. Θα χαλαρώσουν άραγε τη θέση τους οι Γερμανοί τις επόμενες μέρες; Δύσκολη η απάντηση, αφού μέχρι στιγμής το Βερολίνο δείχνει διστακτικό.
Τους χωρίζει χάσμα
Γενικότερα στα ξένα ΜΜΕ αλλά και στον ελληνικό Τύπο το ΔΝΤ φαίνεται σαν να βρίσκεται λίγο πριν την έξοδο από το πρόγραμμα βοήθειας για την Ελλάδα. Οικονομικά και πολιτικά αυτό θα ήταν διαχειρίσιμο. Για την κυβέρνηση ωστόσο μια συμφωνία στο ζήτημα του χρέους θα ισοδυναμούσε με σωτήρια επέμβαση, αφού από αυτήν εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και η πολιτική της επιβίωση. Είναι λοιπόν μια τελική ευθεία μετ' εμποδίων. Στις 20 Αυγούστου ολοκληρώνεται το πρόγραμμα για την Ελλάδα. Η χώρα θα κληθεί να αναχρηματοδοτηθεί μόνη της από τις χρηματαγορές. Ωστόσο σημαντικά ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά: Θα λάβει η Ελλάδα την ελάφρυνση χρέους που της έχουν υποσχεθεί επανειλημμένως; Και θα παραμείνει το ΔΝΤ στη διαδικασία διάσωσης της Ελλάδας; Στην Αθήνα, όπως ήδη αναφέραμε, ελπίζουν ότι στη συνάντηση των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών στις 21 Ιουνίου θα αποφασιστεί επιτέλους η ελάφρυνση χρέους που έχουν υποσχεθεί στην Ελλάδα εδώ και τόσο καιρό.
Προς συζήτηση βρίσκονται το πάγωμα καταβολής τόκων ή κεφαλαίων και μεγαλύτεροι χρόνοι αποπληρωμής υφιστάμενων δανείων καθώς και η εξαγορά παλαιότερων δανείων του ΔΝΤ, για τα οποία η Ελλάδα πληρώνει επιτόκια περίπου 3,5% από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ESM, ο οποίος όμως χρεώνει μόνο 0,8%. Αλλά εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Διότι μέσα στη Γερμανία ειδικά υπάρχουν φωνές, και πολιτικών αλλά και οικονομικών αναλυτών ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται τελικά αναδιάρθρωση του χρέους!
Η άποψη αυτή στηρίζεται στο σκεπτικό ότι, ανεξαρτήτως της κατάληξης των διαβουλεύσεων, η Ελλάδα δεν έχει άμεση ανάγκη περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους της. Φυσικά και ένα χρέος της τάξης του 170% επί του ΑΕΠ είναι δυσθεώρητο. Αποφασιστικής σημασίας όμως είναι κατά πόσον επιβαρύνονται τα δημόσια ταμεία από την εξυπηρέτηση του χρέους, την πληρωμή των τόκων και χρεολυσίων. Και στην προκειμένη τα μεγέθη είναι διαχειρίσιμα στην Ελλάδα, αφού είναι χαμηλότερα και από όταν ξεκίνησε η κρίση το 2008/09. Συνεπώς η Ελλάδα μπορεί να ανταποκριθεί.
Από την πλευρά του ωστόσο το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι, αν δεν υπάρξει ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, οι επενδυτές δεν θα επιστρέψουν στη χώρα διότι θα ανησυχούν για τα δημοσιονομικά της και τη βιωσιμότητα του χρέους. Από εκεί και πέρα, αν δούμε συνοπτικά το ιστορικό της όλης υπόθεσης, τον Μάιο του 2016 η Ευρωζώνη είχε υποσχεθεί να επιμηκύνει τον χρόνο αποπληρωμής των δανείων και των περιόδων χάριτος ώστε οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας για τον σκοπό αυτό να μείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ μετά το 2018 και μεσοπρόθεσμα και κάτω από το 20% κατόπιν.
Υπό ισχυρή πίεση
Έναν χρόνο μετά και συγκεκριμένα τον Ιούνιο του 2017, υπό την ισχυρή πίεση του ΔΝΤ, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης γνωστοποίησαν ότι είναι έτοιμοι να παρατείνουν τις περιόδους χάριτος και αποπληρωμής των δανείων εντός ενός φάσματος που κυμαίνεται από μηδέν έως δεκαπέντε χρόνια. Και τότε προς τι το σημερινό αδιέξοδο; Κατά πρώτον πρέπει να σημειώσουμε πως υπάρχει συμφωνία του ΔΝΤ και της Ευρωζώνης πως δεν θα υπάρξει «κούρεμα» (μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους) αλλά μόνο επιμήκυνση των περιόδων χάριτος και αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων.
Όμως, οι δανειστές διαφωνούν ως προς τον χρόνο αποπληρωμής του ελληνικού χρέους αλλά και ως προς τον μηχανισμό που θα στηθεί για να γίνει η ελάφρυνση. Η μεγαλύτερη διαφωνία εντοπίζεται ανάμεσα στο ΔΝΤ και στη Γερμανία, που επιμένει στη σκληρή γραμμή. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η στάση της Γερμανίας παραμένει αυστηρή και επιτρέπει ως τώρα τη σύγκλιση με το ΔΝΤ καθώς επιμένει στην επιμήκυνση του δανείου των 130 δισ. ευρώ περίπου από τον EFSF κατά πέντε μόλις έτη ενώ το ΔΝΤ ζητούσε δεκαπέντε και η ελληνική κυβέρνηση τουλάχιστον δέκα. Επιπλέον, το Ταμείο ζητά αυτόματο μηχανισμό και εμπροσθοβαρή μέτρα για το ελληνικό χρέος, ενώ η Γερμανία από την πλευρά της απορρίπτει τον αυτόματο μηχανισμό και προτείνει οπισθοβαρή μέτρα 20% με τη λήξη του τρίτου μνημονίου και 80% σε βάθος ετών. Κάτι που σημαίνει σκληρή εποπτεία μετά το τρίτο μνημόνιο, αλλά και σύνδεση των μέτρων με την πιστή τήρηση των μεταρρυθμίσεων που θα συμφωνηθούν.