Βήμα-βήμα προς την τελική συμφωνία
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Αυτό αναμφισβήτητα είναι ένα θετικό βήμα προς την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και την επίτευξη στο κρίσιμο Eurogroup στις 21 Ιουνίου της τελικής συμφωνίας ανάμεσα στην κυβέρνηση και στους δανειστές, για όλα τα κρίσιμα ζητήματα (μέτρα ελάφρυνσης χρέους, πολυετείς δημοσιονομικές δεσμεύσεις, ολιστικό αναπτυξιακό σχέδιο, μεταμνημονιακό πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας). Φυσικά το ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν αρχίσει και παίρνουν ομαλή τροχιά δεν σημαίνει ότι έπαψαν να υπάρχουν οι δυσκολίες, τα σοβαρά εμπόδια, αλλά και οι αντιθέσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών σε πολλά θέματα που αφορούν στην ελληνική υπόθεση.
Αυτό φάνηκε, άλλωστε, από τη διαφορά ύφους στις σχετικές ανακοινώσεις που εκδόθηκαν μετά το κλείσιμο της τεχνικής συμφωνίας. Κατά την κυβέρνηση, και συγκεκριμένα τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο, ένα κομμάτι του παζλ έχει πάρει τον δρόμο του. Για τα ζητήματα που είχαν θεωρηθεί αγκάθια, σύμφωνα με τον ΥΠ.ΟΙΚ. λύθηκαν με τρόπο ικανοποιητικό για την ελληνική πλευρά. Προφανώς σε μερικά πράγματα έπρεπε και η κυβέρνηση να βάλει λίγο νερό στο κρασί της, αλλά γενικά ο κ. Τσακαλώτος θεωρεί ότι η συζήτηση έγινε πολύ δημιουργικά και επί της ουσίας. Ο υπουργός Οικονομικών πάντως παραδέχεται ότι απομένουν και κάποια δύσκολα τεχνικά ζητήματα και η κυβέρνηση θα πρέπει να τρέξει, αλλά κυρίως να είναι οργανωμένη.
Διαφοροποίηση του Ταμείου
Από την πλευρά τους οι «θεσμοί» σε κοινή δήλωσή τους τόνισαν ότι οι ελληνικές αρχές σκοπεύουν να προχωρήσουν στην ταχύτερη δυνατή υλοποίηση των μνημονιακών προαπαιτούμενων, προκειμένου να ολοκληρωθεί επιτυχώς η 4η αξιολόγηση του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας πριν από τη σύνοδο του Eurogroup στις 21 Ιουνίου 2018. Ζήτημα τώρα είναι να οριστικοποιηθούν οι συζητήσεις για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, αλλά και η μεταμνημονιακή εποπτεία. Και εδώ έρχεται η διαφοροποίηση του ΔΝΤ, το οποίο στη δική του ξεχωριστή ανακοίνωση προτιμά να εστιαστεί στις σημαντικές, όπως τις χαρακτηρίζει, εκκρεμότητες του προγράμματος.
Ειδικότερα, αν και η αποστολή του ΔΝΤ στην Αθήνα πραγματοποίησε ικανοποιητική πρόοδο και θα συνεχίσει τις συζητήσεις με τις αρχές από τα κεντρικά γραφεία του Ταμείου τις προσεχείς ημέρες, υπάρχουν ακόμη ορισμένα ανοικτά ζητήματα στους τομείς των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα, θα πρέπει να εντατικοποιηθούν οι διαπραγματεύσεις, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι εγγυήσεις για την ελάφρυνση του χρέους, η οποία είναι απαραίτητη για ένα πρόγραμμα του ΔΝΤ. Άρα βλέπουμε ότι το Ταμείο, παρά την πρόοδο που υπήρξε στο μέτωπο της τέταρτης αξιολόγησης, κλιμακώνει τις πιέσεις του προς πάσα κατεύθυνση στο ζήτημα του χρέους.
Εδώ εντοπίζονται τα σημαντικότερα εμπόδια στον δρόμο για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων μέχρι το Eurogroup της 21ης Ιουνίου. Πρόκειται για τις τελικές αποφάσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους και τη συμμετοχή του ΔΝΤ, έστω και με ένα συμβολικό ποσό, κυρίως για λόγους αξιοπιστίας, στη χρηματοδότηση του προγράμματος. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Κατ’ αρχάς, η τελευταία δέσμη μεταρρυθμίσεων που αφορούν στην τέταρτη αξιολόγηση θα πρέπει να ψηφισθούν και να εφαρμοσθούν τις επόμενες εβδομάδες.
Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα της οικονομικής εφημερίδας «Les Echos» πρόκειται για ένα πακέτο 88 μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της επικαιροποίησης του φόρου ακίνητης περιουσίας, της καταβολής καθυστερημένων οφειλών στο κράτος και της κατάργησης των απαλλαγών από τον ΦΠΑ που εξακολουθούν να απολαμβάνουν ορισμένα νησιά στο Αιγαίο. Θα πρέπει αναγκαστικά να επικυρωθούν από το ελληνικό κοινοβούλιο έως τις 21 Ιουνίου. Σε αντάλλαγμα, η χώρα θα λάβει μια τελική δόση ενίσχυσης ύψους 86 δισ. ευρώ που συμφωνήθηκε τον Αύγουστο του 2015, εκ των οποίων 10 περίπου δισ. θα προστεθούν στο οικονομικό στρώμα που έχει συσσωρεύσει η ελληνική κυβέρνηση επί μήνες για την αντιμετώπιση μιας πιθανής υποτροπής των χρηματοπιστωτικών αγορών, μόλις η Ελλάδα στερηθεί χρηματοοικονομικής έγχυσης.
Ειδικότερα, η κυβέρνηση θα πρέπει να προωθήσει προς ψήφιση στη Βουλή, μεταξύ άλλων:
- Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής για την περίοδο 2019-2022, στο οποίο θα επιβεβαιώνεται η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Στο πλαίσιο αυτό ισχύουν κανονικά, όπως γράφαμε και την προηγούμενη εβδομάδα, η περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις κύριες και επικουρικές συντάξεις από 1/1/2019 και η μείωση του αφορολόγητου ορίου από 1/1/2020.
- Η κατάργηση της έκπτωσης 30% στον ΦΠΑ σε Χίο, Λέσβο, Κω, Σάμο, Λέρο στο τέλος Ιουνίου.
- Η έκδοση υπουργικής απόφασης τον Ιούνιο για την πλήρη κατάργηση του ΕΚΑΣ από την 1η Ιανουαρίου 2019.
- Η σταδιακή αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, καθώς και ο υπολογισμός και του ΕΝΦΙΑ του 2018 με τις νέες τιμές, με στόχο την είσπραξη 2,65 δισ. ευρώ.
- Οι αλλαγές στην αγορά εργασίας ( κλαδικές συμβάσεις, διαιτησία).
- Οι ανατροπές στον νόμο Κατσέλη για τους δανειολήπτες και η επιτάχυνση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών από τράπεζες και Δημόσιο.
- Η ολοκλήρωση της πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ.
- Η επιτάχυνση αποκρατικοποιήσεων ( 17% των μετοχών της ΔΕΗ, πώληση μέρους της συμμετοχής του δημοσίου σε Ελ. Βενιζέλος, ΔΕΠΑ, ΕΛ.ΠΕ., σύμβαση παραχώρησης της Εγνατίας Οδού).
Στο Eurogroup οι αποφάσεις
Ανώτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος εμφανίστηκε βέβαιος ότι όλες οι αποφάσεις για την έξοδο της Ελλάδας από το μνημόνιο, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, θα ληφθούν στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, ανεξάρτητα από το αν θα συμμετάσχει τελικά το ΔΝΤ με χρηματοδότηση ή όχι. Επίσης εξέφρασε την ικανοποίησή του για την επίτευξη τεχνικής συμφωνίας μεταξύ των θεσμών και των ελληνικών αρχών.
Σχετικά με το φλέγον ζήτημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, ο ίδιος Ευρωπαίος αξιωματούχος υποστήριξε ότι οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε κρίσιμο στάδιο καθώς τα χρονικά περιθώρια για τη λήψη της απόφασης για την ενεργοποίηση του προγράμματός του με την Ελλάδα είναι στενά. Στόχος να καταστεί η ενεργοποίηση του προγράμματος εφικτή. Και όπως είναι γνωστό, αυτό εξαρτάται από τα μέτρα για το χρέος. Εξήγησε μάλιστα τη σημασία της ενεργοποίησης του προγράμματος του ΔΝΤ για την Ελλάδα που επί της αρχής έχει εγκριθεί από το Ταμείο, τονίζοντας πως η συμμετοχή του ΔΝΤ με χρηματοδότηση παραμένει σημαντική για την αξιοπιστία της εξόδου της Ελλάδας από το πρόγραμμα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το Ταμείο θα συνεχίσει να συμμετέχει και στη μεταμνημονιακή περίοδο.
Καταλύτης οι αποφάσεις για το χρέος
Πώς αναμένεται, λοιπόν, να κυλήσουν το αμέσως χρονικό διάστημα οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και στους δανειστές; Σύμφωνα με τα απανωτά δημοσιεύματα των διεθνών ΜΜΕ, οι Ευρωπαίοι έχουν βάλει στόχο έως τις 21 Ιουνίου για να δοθεί μια λύση για την ελάφρυνση του χρέους και τις λεπτομέρειες παρακολούθησης μετά το πρόγραμμα. Για την ώρα, παραμένουν άλυτα τα ζητήματα σχετικά με την έκταση της μείωσης του χρέους, το είδος του χρέους που μπορεί να αναδιαρθρωθεί, η ανάγκη ή μη να δοθεί μια προληπτική γραμμή στήριξης, σε περίπτωση που η έξοδος της Ελλάδας θα συμβεί λιγότερο καλά από το αναμενόμενο.
Στα θετικά, ωστόσο, θα πρέπει να συμπεριληφθεί και το γεγονός ότι τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ, στις αρχές Μαΐου, έδειξαν ότι δεν υπήρχε ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης, ενώ παράλληλα απελευθέρωσαν τα 20 δισ. που θα μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν για την ελάφρυνση του χρέους με την αγορά χρεολυσίων που κρατούνται από την ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Από κει και πέρα, οι προτάσεις για την ελάφρυνση του χρέους αφορούν στα δάνεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), ύψους 130,9 δισ. ευρώ, που δόθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου προγράμματος στήριξης. Για το τρίτο πρόγραμμα, ύψους 45,9 δισ. ευρώ, προσθέτει, έχουν συμφωνηθεί ήδη πολύ χαμηλά επιτόκια και πολύ μεγάλες περίοδοι ωρίμανσης.
Σχετικά με τη σύνδεση της ελάφρυνσης του χρέους με την ανάπτυξη, βρίσκεται στην παρούσα φάση στο επίκεντρο των συζητήσεων. Αναλυτικότερα, η Ελλάδα θα πληρώνει περισσότερα αν η οικονομία αναπτύσσεται καλά και λιγότερα αν είναι σε στασιμότητα ή ύφεση. Φυσικά, υπάρχουν και σκέψεις για το πώς θα μπορούσε να συνδεθεί ένας τέτοιος μηχανισμός με την τήρηση των ελληνικών δημοσιονομικών στόχων. Και στο πλαίσιο αυτό η γαλλική πρόταση για μια αυτόματη σύνδεση της αποπληρωμής του χρέους με την οικονομική ανάπτυξη, ως γνωστόν, δεν έγινε αποδεκτή από τους Γερμανούς, οι οποίοι ήθελαν να την συνδυάσουν με πολλές προϋποθέσεις.
Γιαυτό η κυρίαρχη άποψη το τελευταίο διάστημα είναι ότι, τελικά, το ΔΝΤ ίσως να μη συμμετάσχει. Το Ταμείο εκτιμά πως ο ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τις επόμενες δεκαετίες θα είναι χαμηλότεροι από αυτούς που προβλέπει η Ε.Ε. Για να είναι, συνεπώς, η Ελλάδα μακροπρόθεσμα σε θέση να εξοφλήσει τα χρέη της θα πρέπει, σύμφωνα με το Ταμείο, οι Ευρωπαίοι να δεχτούν μεγαλύτερες ελαφρύνσεις από αυτές που προβλέπονται μέχρι στιγμής.
Το ΔΝΤ επίσης ζητά εκτός αυτού στις ελαφρύνσεις να μη συμπεριληφθούν μόνο τα δάνεια από τον ΕΜΣ αλλά και τα διμερή δάνεια που παρείχαν στην πρώτη φάση της κρίσης τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης στην Ελλάδα. Οι Ευρωπαίοι απορρίπτουν αυτήν την πρόταση για νομικούς λόγους, καθώς το μέτρο θα επιβάρυνε άμεσα τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών. Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση που το ΔΝΤ αποφασίσει να μην ενεργοποιήσει το δάνειο ύψους 1,6 δισ. ευρώ, το οποίο έχει ήδη εγκρίνει επί της αρχής τον Ιούλιο του 2017, οι Βρυξέλλες θα ήθελαν την παραμονή του στο ελληνικό δανειακό πρόγραμμα.
Η συμμετοχή του Ταμείου θεωρείται σημαντική για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης στους επενδυτές εν όψει της επιστροφής της Ελλάδας στις χρηματαγορές. Σε διαφορετική περίπτωση, θα είναι ένα κακό μήνυμα προς τους επενδυτές, αφού η Ελλάδα θα έχει ανάγκη την πλήρη εμπιστοσύνη όταν θα στραφεί στις αγορές. Ήδη, μάλιστα, πληροφορίες αναφέρουν ότι έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια προσέγγισης μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ, προκειμένου να υπάρξει ένας αμοιβαίος συμβιβασμός στο ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους. Υπάρχει επίσης αντιπαράθεση μεταξύ των «θεσμών» σχετικά με την αναγκαιότητα η έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα να συνοδεύεται από προληπτική γραμμή στήριξης από τον ESM.
Το μαξιλάρι ρευστότητας
Η κυβέρνηση έχει επανειλημμένα απορρίψει αυτή την πρόταση, αξιωματούχοι της ΕΚΤ και του ΔΝΤ έχουν δηλώσει ότι θα παρέχει μια ισχυρή στήριξη για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος που η Ελλάδα χρειάζεται. Και αυτό γιατί ήδη έχει διαθέσιμο προστατευτικό απόθεμα κεφαλαίων, με στόχο να έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετεί το χρέος της, στρεφόμενη απευθείας στις αγορές. Πράγματι, η κυβέρνηση χτίζει σημαντικό μαξιλάρι ρευστότητας, περί τα 20 δισ. ευρώ, περισσότερα απ’ όσα προέβλεπε αρχικά η Κομισιόν (10 δισ. ευρώ).
Τα κεφάλαια θα προέλθουν από πόρους του ESM (η τελευταία δόση αναμένεται στα 11 δισ.), το ΔΝΤ (αν συμφωνηθούν μέτρα για το χρέος), τις αγορές (μπορεί να γίνει μια έκδοση πριν τη λήξη του προγράμματος), από επιπλέον αποκρατικοποιήσεις (αναμένεται 1,1 δισ. ευρώ το 2018) και από τα υφιστάμενα αποθέματα ρευστότητας. Ένα μαξιλάρι 20 δισ. ευρώ θα μπορούσε να αρκεί, ώστε να αντιμετωπιστούν εντάσεις στις αγορές, αν υπάρξουν, για περίοδο 12-18 μηνών. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Credit Suisse, οι δύο επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι, ώστε να χτιστεί αξιοπιστία που θα δικαιολογεί και θα υπερασπίζεται την καθαρή έξοδο, καθώς αν βγεις από το πρόγραμμα, είναι πιθανό αλλά δύσκολο να ξαναμπείς.
Θα συνεχιστεί η παρακολούθηση
Οι Ευρωπαίοι επίσης προτιμούν την καθαρή έξοδο. Υπάρχει ευρεία αναγνώριση της προόδου που έγινε. Η καθαρή έξοδος όμως δεν σημαίνει απουσία παρακολούθησης. Οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα συνεχίσουν να παρακολουθούν τη χώρα και να επιβάλλουν νέες μεταρρυθμίσεις μέσα από διάφορα κανάλια. Το πιο πιθανό, κατά τον οίκο, θα είναι υποσχεθέντα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Τα τελευταία θα εξαρτώνται από όρους για νέες δομικές μεταρρυθμίσεις, οδηγώντας εντέλει σε παρόμοιο αποτέλεσμα με ένα πρόγραμμα, αλλά με το πλεονέκτημα ότι θα είναι περισσότερο αποδεκτό στο εσωτερικό. Πρόκειται για το πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας μετά το πρόγραμμα.
Για όλα αυτά, η επόμενη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους (DSA), που αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα, θα είναι το κλειδί. Τα συμπεράσματα θα εξεταστούν πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup στις 21 Ιουνίου, όπου θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για την ανασκόπηση του προγράμματος. Η βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους πιθανώς θα βοηθήσει την πρόσβαση της χώρας στις χρηματοπιστωτικές αγορές και θα επηρεάσει θετικά την πιστοληπτική της αξιολόγηση, που είναι και το πιο πιθανό. Μία χειρότερη ανάλυση σε σχέση με πέρυσι θα ήταν αρνητικό για τις αγορές, αλλά θα ενίσχυε την υπόθεση για μεγαλύτερα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, τα οποία τελικά πάλι θα βελτίωναν τη βιωσιμότητά του.