Στα άκρα πλέον η κόντα ΔΝΤ - Βερολίνου
Βρισκόμαστε πλέον σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, κατά την οποία πρέπει να παρθούν οι τελικές αποφάσεις σχετικά με το μεταμνημονιακό μέλλον της χώρας. Το θέμα ωστόσο είναι το εξής. Κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει σύγκλιση απόψεων μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις μέσα στο ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα που έχει καθοριστεί. Δηλαδή, υπό φυσιολογικές συνθήκες, όλα πρέπει να είναι έτοιμα μέχρι το Eurogroup της 21ης Ιουνίου.
Του Σπύρου Σταθάκη
Αυτό άλλωστε ξεκαθάρισε και ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις, μιλώντας στην επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου. Συγκεκριμένα, η τελική συμφωνία για την έξοδο της Ελλάδας από το μνημόνιο, η οποία θα περιλαμβάνει και το χρέος, αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το Eurogroup του Ιουνίου. Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι σαφής η δέσμευση όλων των πλευρών για την επιτυχή κατάληξη του προγράμματος και μάλιστα στην ώρα του.
Βεβαίως, υπάρχουν ακόμα ανοιχτά κάποια προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης και άλλες συζητήσεις, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για το χρέος. Στόχος της Κομισιόν πάντως παραμένει όλα αυτά να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιούνιο. Ειδικά στο ζήτημα του χρέους, ο Βάλντις Ντομπρόβσκις υποστήριξε ότι θα ακολουθηθούν οι κατευθυντήριες γραμμές που έχουν συμφωνηθεί στο Eurogroup, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν ονομαστικό κούρεμα, αλλά διευθέτηση στην εξυπηρέτησή του. Και το στοίχημα είναι να υπάρξουν εγκαίρως οι σχετικές αποφάσεις.
Αυτά σε ό,τι αφορά το χρονοδιάγραμμα των διαπραγματεύσεων. Στο ζήτημα της τέταρτης αξιολόγησης τώρα, στην κυβέρνηση υπάρχει αισιοδοξία ότι τελικά όλα θα κυλήσουν ομαλά, παρά τα πολλά ανοικτά μέτωπα και τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μνημονιακών υποχρεώσεων. Φυσικά, το θέμα είναι ότι η ολοκλήρωση των σχετικών διαπραγματεύσεων με τους δανειστές πρέπει να συνοδευτεί και με το ανάλογο νομοθετικό έργο, δηλαδή να αρχίσουν να κατατίθενται στη Βουλή οι εφαρμοστικοί νόμοι που αφορούν τα προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης.
Οι κυβερνητικές διαρροές, πάντως, επιμένουν ότι οι διαπραγματεύσεις εξελίσσονται χωρίς σοβαρά προβλήματα. Μάλιστα, φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε η συμφωνία με τους δανειστές, η οποία έγινε νόμος του κράτους το 2017, για περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις κύριες και επικουρικές συντάξεις από 1/1/2019 και για τη μείωση του αφορολόγητου ορίου από το 2020. Ειδικότερα, υπήρχε το ενδεχόμενο, το ΔΝΤ να ζητούσε, στο πλαίσιο της τέταρτης αξιολόγησης, η μείωση του αφορολόγητου ορίου να εφαρμοστεί έναν χρόνο νωρίτερα, το 2019, μαζί με την περικοπή των συντάξεων προκειμένου να διασφαλιστεί η επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Τώρα, όμως, κυβερνητικός αξιωματούχος, μετά την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές για τα δημοσιονομικά θέματα, υποστήριξε διατηρώντας την ανωνυμία του ότι δεν υπάρχει καμμία πιθανότητα για πρόωρη μείωση του αφορολόγητου ορίου, δηλαδή το 2019 αντί το 2020. Ωστόσο, τα συμφωνηθέντα (μειώσεις συντάξεων και αφορολόγητου το 2019 και το 2020, αντιστοίχως) θα εφαρμοστούν, πράγμα που σημαίνει ότι οι προσδοκίες που καλλιέργησαν πρόσφατα διάφορα κυβερνητικά στελέχη και βουλευτές της συγκυβέρνησης περί αναβολής της εφαρμογής των προνομοθετημένων μέτρων για τα επόμενα χρόνια, ή και ακύρωσής τους, πάνε… περίπατο!
Νέο μεσοπρόθεσμο
Από εκεί και πέρα, ο ίδιος κυβερνητικός αξιωματούχος υποστήριξε, ότι δεν υπάρχει αμφιβολία πως πιάνονται οι στόχοι για το 2018-2019 σε ό,τι αφορά το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων και υπό συζήτηση είναι μόνον το μέγεθος της υπέρβασης που θα επιτρέψει μειώσεις φόρων και στοχευμένες παρεμβάσεις στις δαπάνες. Επεσήμανε, δε, ότι το ΔΝΤ αναθεώρησε τις προβλέψεις του για το εφετινό πλεόνασμα από 2,9% του ΑΕΠ σε 3,5% του ΑΕΠ, αποδεχόμενο έτσι πλήρως τις ελληνικές εκτιμήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό αναμένεται η κατάθεση και ψήφιση στη Βουλή του νέου μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού προγράμματος ως μέρος ενός πολυνομοσχεδίου για την υλοποίηση των προαπαιτούμενων της τέταρτης αξιολόγησης στις αρχές Ιουνίου. Το μεσοπρόθεσμο θα προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης στο 2-2,1% για εφέτος, ενώ σύμφωνα με την ίδια πηγή μετά το 2018 θα υπάρχει μόνιμη μικρή δημοσιονομική υπεραπόδοση η οποία επιχειρείται σε αυτή τη φάση να ποσοτικοποιηθεί.
Άρα, η κυβέρνηση αποδέχεται ότι η οικονομική ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί, αφού η προηγούμενη πρόβλεψη έκανε λόγο για ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ 2,5%.Και αυτός είναι ίσως και ο κύριος λόγος που η συμφωνία με τους δανειστές, για τα δημοσιονομικά μέτρα της περιόδου 2019-2020 θα τηρηθεί κανονικά προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. Όλα αυτά βεβαίως μένει να επαληθευτούν στο κείμενο της συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο (staff level agreement).
Το ζητούμενο τώρα είναι αν η σχετική αισιοδοξία που εκφράζουν τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η κυβέρνηση σε ό,τι αφορά στην επιτυχή και έγκαιρη κυρίως κατάληξη των διαπραγματεύσεων συνάδει με τις πρόσφατες εξελίξεις, που κανονικά θα πρέπει να μας προβληματίζουν. Διότι στο κρίσιμο ζήτημα της αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, τα πράγματα προς το παρόν δεν πάνε καθόλου καλά. Η διάσταση απόψεων ανάμεσα στο ΔΝΤ και στη γερμανική κυβέρνηση καλά κρατεί και πλέον το Ταμείο έχει αρχίσει και πιέζει ασφυκτικά.
«Βιώσιμο το πολύ μέχρι το 2030»
Αναλυτικότερα, ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ Μιχάλης Ψαλιδόπουλος μιλώντας στην επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής ανέφερε ότι, σύμφωνα με τους υπάρχοντες υπολογισμούς, το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο το πολύ μέχρι το 2030. Και αυτό γιατί, μετά τη χρονιά αυτή, υπερτερούν οι αρνητικοί παράγοντες και για τον λόγο αυτό το χρέος χαρακτηρίζεται ως μη βιώσιμο Αυτή η εκτίμηση του ΔΝΤ είναι από μόνη της μοχλός πίεσης προκειμένου να παρθούν οι σχετικές αποφάσεις.
Ο κ. Ψαλιδόπουλος μετέφερε τη θέση του Ταμείου, ότι παραμένει σε εκκρεμότητα η απόφαση των ευρωπαϊκών θεσμών για την έκταση στο βάθος της ελάφρυνσης του χρέους. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί καλούνται να ποσοτικοποιήσουν τα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους ώστε να γίνει μακροχρόνια βιώσιμο. Το ΔΝΤ θα επανεξετάσει την παραμονή του στο πρόγραμμα εξετάζοντας τις εξελίξεις γύρω από την ελάφρυνση του χρέους που είχε θέσει ως προϋπόθεση για την συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Αν στην επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup δοθεί θετικό σήμα, τότε θα ενεργοποιηθεί η συμμετοχή του Ταμείου ώστε να λήξει τον Αύγουστο. Αν δεν δοθούν αυτά που ζητά, τότε δεν θα ενεργοποιηθεί η συμμετοχή.
Στην ουσία ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ μετέφερε τη θέση του επικεφαλής του Ταμείου στην Ευρώπη, Πολ Τόμσεν, ότι το ΔΝΤ πρέπει να καταλήξει σε μια συμφωνία με την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους πιστωτές της ουσιαστικά ως την επόμενη εβδομάδα. Ο χρόνος τελειώνει, αλλά αν υπάρξει συμφωνία στη σύνοδο του Eurogroup του Μαΐου, θα υπάρξει αρκετός χρόνος για να ενεργοποιηθεί το πρόγραμμα του Ταμείου και να συμπέσει αυτό με το υπόλοιπο του προγράμματος του ESM. Στο επίκεντρο, δε, των συζητήσεων βρίσκεται ο μηχανισμός που θα παράσχει μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους σε περίπτωση που η ανάπτυξη είναι πιο αδύναμη από αυτήν που αναμένουν οι Ευρωπαίοι εταίροι.
Η έλλειψη σημείου σύγκλισης, φέρνει σημαντικές καθυστερήσεις
Η διάσταση απόψεων μεταξύ Ταμείου και Γερμανίας είναι και το πεδίο της σύγκρουσης που απειλεί τις διαπραγματεύσεις με εκτροχιασμό. Η κόντρα του ΔΝΤ με το Βερολίνο για το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους της χώρας μας έχει φτάσει στα άκρα και προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχει ούτε ένα σημείο σύγκλισης. Και είναι ορατό πλέον το ενδεχόμενο, ακριβώς λόγω αυτής της μεγάλης διάστασης απόψεων, να σημειωθούν σημαντικές καθυστερήσεις στη λήψη των απαραίτητων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη διαμόρφωση του μεταμνημονιακού τοπίου.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η γερμανική κυβέρνηση επιμένει στη θέση, πως μπορεί να δεχθεί μια λύση μόνο με την προϋπόθεση της αιρεσιμότητας, δηλαδή κάθε μέτρο ελάφρυνσης να συνδέεται με μεταρρυθμίσεις που αν δεν γίνονται θα «παγώνουν» οι ρυθμίσεις. Μάλιστα το Βερολίνο πήγε και ένα βήμα παραπέρα, ζητώντας πολιτική δέσμευση και ψήφιση από τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών - μελών της Ευρωζώνης κάθε απόφασης που θα ληφθεί για το ελληνικό χρέος. Το ΔΝΤ δεν μπορεί να δεχθεί ένα τέτοιο σενάριο, αφού επιμένει και αυτό στη δική του θέση, ότι ο μηχανισμός ελάφρυνσης του χρέους πρέπει να είναι αυτόματος, και κυρίως χωρίς τη δυνατότητα πολιτικών παρεμβάσεων, και απειλεί με αποχώρηση από το πρόγραμμα.
Και κάπως έτσι οι διαπραγματεύσεις μπορεί να οδηγηθούν σε αδιέξοδο. Όσοι μάλιστα ήλπιζαν ή και πίστευαν ότι ο διάδοχος του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θα είναι πιο διαλλακτικός στο ελληνικό ζήτημα δεν φαίνεται να δικαιώνονται μέχρι στιγμής. Αντιθέτως, ο Σοσιαλδημοκράτης διάδοχός του, Όλαφ Σολτς, φαίνεται να κινείται προς το παρόν στην ίδια σκληρή γραμμή. Η Γερμανία –και για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους είναι αλήθεια– έχει στυλώσει τα πόδια και δεν δέχεται καμμία χαλάρωση. Σε πρώτη φάση έχουμε το πλαίσιο μεταμνημονιακής εποπτείας και οι δεσμεύσεις που θα το συνοδεύσουν στο μέτωπο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Το Βερολίνο, λοιπόν, θέλει η εποπτεία να είναι πολύ πιο αυστηρή απ’ ό,τι υπήρξε στις υπόλοιπες χώρες που είχαν υπαχθεί σε παρόμοια προγράμματα στήριξης.
Επιπλέον για τη γερμανική κυβέρνηση η ρύθμιση του χρέους καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη αυστηρής εποπτείας, ενός «στενού κορσέ» που θα διασφαλίζει τη μεταμνημονιακή επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Στο πλαίσιο αυτό το Βερολίνο φαίνεται να απορρίπτει το ενδεχόμενο να υπάρξει κάποιος αυτοματισμός στον μηχανισμό ελάφρυνσης του χρέους. Σε αντίθεση λοιπόν με το ΔΝΤ που αξιώνει έναν αυτόματο μηχανισμό ενεργοποίησης μέτρων ελάφρυνσης, η Γερμανία φέρεται να προτείνει έναν αυτόματο μηχανισμό «αναστολής» των μέτρων ελάφρυνσης, κάθε φορά που η Ελλάδα θα αποκλίνει από το συμπεφωνημένο δημοσιονομικό και μεταρρυθμιστικό πλαίσιο. Κοινώς, όταν δεν θα προχωρούν οι μεταρρυθμίσεις ή όταν δεν θα επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι, τότε θα μπαίνει αυτομάτως φρένο και στις ελαφρύνσεις.
«Σφήνα» της ΕΚΤ για προληπτική γραμμής στήριξης
Και μέσα σε όλα αυτά η ΕΚΤ μπαίνει «σφήνα» στις διαπραγματεύσεις, αναδεικνύοντας και πάλι το ζήτημα της προληπτικής γραμμής στήριξης. Κατά την άποψη της ΕΚΤ, όπως αποτυπώνεται σε δηλώσεις του εκπροσώπου της ΕΚΤ Φρανσέσκο Ντρούντι, ένα ισχυρό προληπτικό πλαίσιο μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος θα μείωνε τους κινδύνους από απρόσμενες διαταραχές, ενώ παράλληλα θα άνοιγε τον δρόμο για ταχύτερη πλήρη άρση των capital controls, διατήρηση του waiver στα ελληνικά ομόλογα και ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Παρ’ όλα αυτά, ο Ντρούντι επαναλαμβάνει την πάγια θέση της ΕΚΤ ότι η απόφαση για την υποβολή ή μη σε πρόγραμμα προληπτικού χαρακτήρα εναπόκειται πλήρως στις ελληνικές Αρχές.
Ουσιαστικά τις θέσεις αυτές της ΕΚΤ μεταφέρει εδώ και καιρό ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας. Ειδικότερα, κύριο μέλημα της ΤτΕ, αλλά και της ΕΚΤ είναι οι όποιες αποφάσεις για το πλαίσιο εποπτείας μετά το τέλος του προγράμματος, να διασφαλίζουν την ομαλή, χαμηλού κόστους και απρόσκοπτη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα σε περίπτωση που η πιστοληπτική αξιολόγηση του ελληνικού δημοσίου παραμείνει χαμηλότερη από την επενδυτική βαθμίδα και εάν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων επιδεινωθούν.
Σε ένα τέτοιο οικονομικό περιβάλλον θα ήταν χρήσιμη τόσο η δημιουργία ενός ικανού «αποθέματος ρευστότητας» μέσω νέων ομολογιακών εκδόσεων, σε συνδυασμό με τις εκταμιεύσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, αλλά και η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος. Η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ, αλλά και μέσω των πράξεων χρηματοδότησης από τις αγορές (repos).
Θα μειώσει όμως και το κόστος δανεισμού του δημοσίου, διότι τα ελληνικά ομόλογα θα είναι αποδεκτά στις πράξεις αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο της «ποσοτικής χαλάρωσης», είτε στην κανονική χρονική περίοδο ή στην περίοδο επανεπένδυσης (reinvestment period). Όπως είναι το θεσμικό πλαίσιο σήμερα, λοιπόν, η «παρέκκλιση» (waiver) εξασφαλίζεται από μία προληπτική γραμμή στήριξης. Η προληπτική γραμμή στήριξης επ’ ουδενί ισοδυναμεί με νέο μνημόνιο.
Είναι ένα θεσμοθετημένο ήδη εργαλείο εξομάλυνσης και διασφάλισης κατά τη μεταβατική περίοδο. Παρ’ όλα αυτά, εάν για οποιοδήποτε λόγο η προληπτική γραμμή στήριξης δεν είναι επιθυμητή, θα πρέπει να διερευνηθούν άλλοι τρόποι προκειμένου να μην απολεσθεί η δυνατότητα της «παρέκκλισης» (waiver), τα πλεονεκτήματα της οποίας είναι σημαντικά για το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών, του ελληνικού δημοσίου, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και δεν θα πρέπει να αγνοηθούν.