ΤτΕ: Η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης είναι η νέα πρόκληση για τα κράτη – μέλη της ΕΕ
Οι επισημάνσεις της Υποδιοικήτριας της Τράπεζας της Ελλάδος Χ. Παπακωνσταντίνου, κατά την ομιλία της στην παρουσίαση του βιβλίου του Ορέστη Ομράν «25 +1 ερωτήσεις για την ενεργειακή κρίση»
Η ενεργειακή κρίση επιδεινώθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 και οδήγησε στην απότομη άνοδο του πληθωρισμού. Η άνοδος των τιμών των ενεργειακών αγαθών, η ανασφάλεια σχετικά με την διαθεσιμότητα ενεργειακών πόρων και η γενικότερη αβεβαιότητα για τις γεωπολιτικές εξελίξεις είχαν σημαντικές επιπτώσεις στο διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον και επιδρούν αρνητικά στις προοπτικές της οικονομίας.
Σύμφωνα με τις επισημάνσεις της Υποδιοικήτριας της Τράπεζας της Ελλάδος Χριστίνας Παπακωνσταντίνου, κατά την ομιλία της στην παρουσίαση του βιβλίου του Ορέστη Ομράν «25 +1 ερωτήσεις για την ενεργειακή κρίση», η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης είναι η νέα πρόκληση για τα κράτη-μέλη της ΕΕ που καλούνται να λάβουν μέτρα για την αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων επιπτώσεων που αυτή έχει επιφέρει στις οικονομίες τους και βέβαια να σχεδιάσουν μακροπρόθεσμη στρατηγική για την επίτευξη ενεργειακής αυτονομίας.
Η επιδίωξη αυτή δεν μπορεί να γίνει παρά ταυτόχρονα με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αξιοποιώντας πλήρως όλες τις δυνατότητες για συνέργειες πολιτικής. Για αυτό, η επιτάχυνση της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια είναι επιβεβλημένη, όπως αντίστοιχα η ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, μέσω τόσο των κατάλληλων επενδύσεων σε πράσινες τεχνολογίες, όσο και μέσω της βελτίωσης των υποδομών και των δικτύων – και βέβαια με την υιοθέτηση απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, όπως η απλοποίηση της διαδικασίας αδειοδότησης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ).
Το κόστος της αντιμετώπισης της διπλής κρίσης, ενεργειακής και κλιματικής, είναι αναμφίβολα σημαντικό. Δεδομένης της πρόκλησης αυτής, το βιβλίο πραγματεύεται το θέμα της χρηματοδότησης της ενεργειακής μετάβασης. Όπως αναφέρεται, το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από την άντληση ιδιωτικών κεφαλαίων. Για το σκοπό αυτό, είναι καθοριστική η συμβολή του χρηματοπιστωτικού συστήματος για την κινητοποίηση των διαθέσιμων ιδιωτικών κεφαλαίων και την διοχέτευσή τους για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών που συνδέονται με την ενεργειακή μετάβαση και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, η συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι σημαντική για τη χρηματοδότηση της έρευνας και της καινοτομίας στον τομέα της πράσινης ενέργειας.
Προκειμένου λοιπόν να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο, το χρηματοπιστωτικό σύστημα πρέπει να ενσωματώσει ολοένα και περισσότερο τα θέματα βιωσιμότητας στην στρατηγική του, στις πρακτικές του, στις υπηρεσίες και στα επενδυτικά ή ασφαλιστικά προϊόντα που προσφέρει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμβάλλει στην πράσινη μετάβαση και ταυτόχρονα μειώνει την έκθεσή του στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής και στους κινδύνους που συνδέονται με τη μετάβαση, γιατί επιτυγχάνεται η έγκαιρη προσαρμογή του σε αλλαγές της νομοθεσίας, σε εξελίξεις στην τεχνολογία και σε διαφοροποιημένες καταναλωτικές προτιμήσεις.
Παράλληλα, είναι απαραίτητο να εξελίσσεται και το νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο για να διευκολύνει το διαμεσολαβητικό ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος όσον αφορά την πράσινη μετάβαση. Πρωτοβουλίες πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως οι κανόνες ταξινομίας των βιώσιμων δραστηριοτήτων (EU Taxonomy) ή ο προτεινόμενος κανονισμός για ένα ευρωπαϊκό πρότυπο «πράσινων ομολόγων» (EU Green Bonds – EUGB), είναι προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Μάλιστα, το βιβλίο αφιερώνει ξεχωριστή ενότητα στα πράσινα ομόλογα, δεδομένης της αυξανόμενης σημασίας τους για τη χρηματοδότηση πράσινων επενδύσεων.
Η χρηματοδότηση για την ενεργειακή μετάβαση
Για τη χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης, είναι εξίσου σημαντικός ο ρόλος των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, συνολικού ύψους 672,5 δισεκ. ευρώ, προβλέπει ότι τουλάχιστον 37% των πόρων του θα χρηματοδοτήσει επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις για τη μετάβαση των επιμέρους κρατών-μελών της ΕΕ σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Επιπρόσθετα, θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων του «REPowerEU», παρέχοντας πρόσθετη χρηματοδότηση για διασυνοριακές και εθνικές υποδομές, ενεργειακά έργα και μεταρρυθμίσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι δημόσιοι πόροι αναμένεται να προσελκύσουν πρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια.
Εντούτοις, η περιοριστική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής σήμερα ενδεχομένως να δυσχεράνει την χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης. Και αυτό γιατί τα υψηλότερα επιτόκια διεθνώς συμβάλλουν στην επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης, καθιστώντας ακριβότερη την υλοποίηση νέων επενδυτικών σχεδίων που σχετίζονται με την πράσινη ενέργεια και τις βιώσιμες δραστηριότητες. Απαιτείται κατά συνέπεια συνδυαστική δράση της ενεργειακής, της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής, ώστε να αποκατασταθούν οι απαραίτητες συνθήκες προκειμένου οι πράσινες επενδύσεις να μπορέσουν να ευδοκιμήσουν στο εγγύς μέλλον.
Ο ρόλος των τραπεζών
Θα ήθελα να επισημάνω ότι οι κεντρικές τράπεζες διαδραματίζουν ήδη σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων της βιωσιμότητας και της πράσινης μετάβασης, εντός των ορίων της εντολής τους. Το 2021 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συμπεριέλαβε τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής και της βιωσιμότητας σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης που καλύπτει θέματα νομισματικής πολιτικής και εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά αφορά και τις επιχειρησιακές λειτουργίες της ίδιας της ΕΚΤ.
Στην παρούσα συγκυρία, οι επιδιώξεις της ΕΕ σε σχέση αφενός με την κλιματική αλλαγή και αφετέρου με την απεξάρτηση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ευθυγραμμίζονται μεταξύ τους. Κατ’ αντιστοιχία, οι πολιτικές που προανέφερα βρίσκονται σε πλήρη αλληλεξάρτηση και συνέργεια και το γεγονός αυτό δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη υλοποίησή τους. Όπως αναφέρει και ο συγγραφέας, η συνειδητοποίηση αυτή από τις ηγεσίες των κρατών-μελών της ΕΕ μπορεί να μετατρέψει τις τρέχουσες προκλήσεις σε μία σημαντική ευκαιρία για την απαραίτητη ενεργειακή μετάβαση.
Αναγκαία είναι και η συνεργασία και η συνάφεια μεταξύ των ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών. Το νέο προτεινόμενο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα κινείται σε αυτή την κατεύθυνση, καθώς συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Για την υλοποίησή του θα χρειαστεί να πραγματοποιηθεί ένα σημαντικό ύψος επενδύσεων καθώς επίσης να ενταθεί ο συντονισμός μεταξύ των εμπλεκόμενων εθνικών φορέων πολιτικής και αρχών. Αυτός ο εσωτερικός συντονισμός συχνά είναι ένα δύσκολο εγχείρημα στην πράξη για το οποίο θα απαιτηθεί να καταβάλλουμε, ως χώρα, σημαντική προσπάθεια.
Εν τέλει, το ενεργειακό μέλλον της χώρας μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης. Μένει να διαπιστώσουμε αν η εγγενής σχέση μεταξύ της σημερινής ενεργειακής κρίσης και της εξάρτησης της Ευρώπης από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων θα οδηγήσει στον μετασχηματισμό των ενεργειακών συστημάτων όχι μόνο για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά και για λόγους ενεργειακής αυτονομίας και ασφάλειας.
Μέσω της έγκαιρης υλοποίησης των σχετικών δεσμεύσεων από όλα τα κράτη-μέλη και της μεταξύ τους συνεργασίας θα μπορούσαν να υπερκεραστούν οι προκλήσεις της ενεργειακής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής και να επιτευχθεί η μετάβαση σε ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης και ενεργειακής ασφάλειας τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Ελλάδα. Και αυτό, είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί για πολλούς λόγους, και για να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη στο ενωσιακό οικοδόμημα.