ΤτΕ: Οι προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες
Φόβους για μείωση της τραπεζικής χρηματοδότησης λόγω της επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια (εκτιμάται στο 1,5% το 2023) και αύξησης των επιτοκίων, διατυπώνει η ΤτΕ στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δημοσίευσε χθες, προειδοποιώντας παράλληλα για το ενδεχόμενο «οι επιδράσεις αυτές να συμβάλουν συνδυαστικά και στον περιορισμό του ρυθμού ανόδου των ιδιωτικών καταθέσεων».
Η πιστωτική επέκταση από το τραπεζικό σύστημα προς την ελληνική οικονομία έφθασε ρυθμούς ανώτερους από αυτούς προ της πανδημίας, παρατηρεί η ΤτΕ και σε συνέπεια με αυτή την εξέλιξη, ήταν και η αύξηση των καταθέσεων για το 2022, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό.
Αν και όπως σημειώνει η ΤτΕ η αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα από τόκους για τον τραπεζικό κλάδο, αναμένεται από την άλλη, «να μεταβάλει προς το αυστηρότερο τις συνθήκες χρηματοδότησης που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, αλλά και να οδηγήσει σε επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, με δευτερογενείς δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου των τραπεζών και στη δυνατότητά τους για άντληση κεφαλαίων από τις αγορές».
Τα κεφάλαια
Η επιστροφή των τραπεζών σε κερδοφορία κατά το τρέχον έτος κρίνεται σημαντική, σημειώνει η ΤτΕ, καθώς με βάση τα στοιχεία εννεαμήνου του 2022 οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη, κυρίως χάρη στη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και την καταγραφή μη επαναλαμβανόμενων εσόδων.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παρέμειναν σχετικά σταθεροί, χαμηλότερα από το μέσο όρο των τραπεζών στην τραπεζική ένωση, αλλά εφόσον ενσωματωθεί η πλήρης επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς(ΔΠΧΑ 9), οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας (fully-loaded) αυξήθηκαν σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2021.
Το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) των εγχώριων τραπεζών συνέχισε να μειώνεται, με τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες να έχουν ήδη επιτύχει τον επιχειρησιακό στόχο μονοψήφιου ποσοστού ΜΕΔ, ωστόσο, το ποσοστό αυτό στο σύνολο των δανείων παραμένει υψηλό σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και ως εκ τούτου απαιτείται συνέχιση της προσπάθειας περαιτέρω μείωσής του.
Σε αυτό το πλαίσιο οι τράπεζες, σύμφωνα με την ΤτΕ «καλούνται να αντεπεξέλθουν σε ποικίλες προκλήσεις, όπως η περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας και η πρόοδος για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL).
Τα επιτόκια
Από την άλλη πλευρά, οι πληθωριστικές πιέσεις επιφέρουν αύξηση των επιτοκίων, με αποτέλεσμα αφενός την αναμενόμενη βελτίωση των καθαρών εσόδων από τόκους, αφετέρου όμως την επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης των τραπεζών και την ενδεχόμενη αύξηση του κόστους του πιστωτικού κινδύνου.
Έτσι παρά το γεγονός ότι η αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες αναμένεται να ενισχύσει τα καθαρά έσοδα από τόκους στον τραπεζικό κλάδο, από την άλλη αναμένεται να μεταβάλει προς το αυστηρότερο τις συνθήκες χρηματοδότησης που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, αλλά και να οδηγήσει σε επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, με δευτερογενείς δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου των τραπεζών και στη δυνατότητά τους για άντληση κεφαλαίων από τις αγορές.
Οι ελληνικές τράπεζες εντούτοις μπορούν σύμφωνα με την ΤτΕ να προσβλέπουν σε παράγοντες που θα μετριάσουν τις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία από την αύξηση του κόστους δανεισμού, καθώς αφενός τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και νοικοκυριών απορροφούν σε ένα βαθμό το αυξημένο ενεργειακό κόστος, αφετέρου σημαντική στήριξη παρέχεται από την εκταμίευση πόρων στο πλαίσιο του NextGenerationEU.
Έτσι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις υποστηρικτικά στην τραπεζική χρηματοδότηση θα συμβάλλει και η διοχέτευση πόρων από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).
Τα δάνεια
Οι αβεβαιότητες αυτές δεν έχουν επηρεάσει τις πιστώσεις για το τρέχον έτος, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, ο ρυθμός αύξησης της τραπεζικής χρηματοδότησης άγγιξε τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 13 ετών, σε αντίθεση με τις τραπεζικές πιστώσεις προς τα νοικοκυριά που συνέχισαν να συρρικνώνονται, έστω και με λιγότερο έντονο ετήσιο ρυθμό το δεκάμηνο του 2022.
Τo δεκάμηνο Ιανουάριος – Οκτώβριος του 2022 η μέση μηνιαία καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης, δηλαδή οι νέες εκταμιεύσεις αφού αφαιρεθούν οι αποπληρωμές υφιστάμενων οφειλών από τις επιχειρήσεις ήταν 450 εκατ. ευρώ, έναντι μόλις 35 εκατ. ευρώ το 2021 και η επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης αποδίδεται στην ισχυρή ανάκαμψη του ΑΕΠ η οποία καταγράφηκε το 2022, καθώς και στην αύξηση των αναγκών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων λόγω της έξαρσης του πληθωρισμού.
«Η άνοδος του κόστους των πρώτων υλών και των τιμών της ενέργειας οδήγησε σε πιέσεις στη ρευστότητα των επιχειρήσεων», παρατηρεί η ΤτΕ, ενώ «η αβεβαιότητα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία δημιούργησε κίνητρο από την πλευρά των επιχειρήσεων για τη διατήρηση αποθεμάτων πλεονάζουσας ρευστότητας». Την ζήτηση τραπεζικής χρηματοδότησης εκ μέρους των επιχειρήσεων, ενίσχυσε επίσης η απόσυρση των μέτρων που είχαν ληφθεί για την αντιμετώπιση των αρχικών φάσεων της πανδημίας, ιδιαίτερα της επιστρεπτέας προκαταβολής και της αναστολής αποπληρωμών τραπεζικών δανείων, καθώς και το γεγονός ότι τα επιτόκια κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παρέμειναν χαμηλά, με το πραγματικό επιτόκιο ήταν αρνητικό.
Από την πλευρά της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων, σημαντική θετική επίδραση, σύμφωνα με την ΤτΕ είχε η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Θετική συμβολή είχε και η ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών μέσω των εισροών καταθέσεων πελατών οι οποίες καταγράφηκαν το δεκάμηνο του 2022, ενώ σε επαρκή επίπεδα διατηρήθηκαν και οι πόροι που αντλούν οι τράπεζες από το Ευρωσύστημα.
Σημαντικό μέρος της ανάκαμψης της πιστωτικής επέκτασης υποστηρίχθηκε από τα χρηματοδοτικά εργαλεία του Oμίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και ιδιαίτερα το πρόγραμμα εγγυήσεων με πόρους του Πανευρωπαϊκού Ταμείου Εγγυήσεων. Οι αντίστοιχες εκταμιεύσεις νέων τραπεζικών δανείων προς τις επιχειρήσεις με τη χρήση του συγκεκριμένου χρηματοδοτικού μέσου ανήλθαν σε 2,5 δισ. ευρώ το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2022, δηλαδή 3,9% του μέσου υπολοίπου της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις (και τους ελεύθερους επαγγελματίες) το ίδιο διάστημα. Η θετική αυτή τάση εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί μέχρι και το τέλος του 2022.
Αντίθετα, οι εκταμιεύσεις τραπεζικών δανείων προς τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ήταν το διάστημα αυτό περιορισμένες, καθώς το ποσό των συμβασιοποιημένων τραπεζικών δανείων συγχρηματοδότησης, δηλ. εκείνων μέσω αμιγώς τραπεζικών πόρων χωρίς να περιλαμβάνονται τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ήταν μέχρι τον Οκτώβριο 549 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων σχεδόν 7,5% είχαν εκαταμιευθεί.