Σφίγγει ο κλοιός της ενεργειακής κρίσης γύρω από τις τράπεζες
Οι συστημικοί κίνδυνοι για το τραπεζικό σύστημα, η πρόκληση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων
Η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών στην Ευρωζώνη, λόγω των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και της ανόδου του πληθωρισμού, έχει αρχίσει να επηρεάζει δυσμενώς και τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Είναι ενδεικτική άλλωστε η προειδοποίηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ότι οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωζώνη έχουν αυξηθεί λόγω της εκτίναξης των τιμών ενέργειας, του υψηλού πληθωρισμού και της χαμηλής ανάπτυξης.
Σύμφωνα με την έκθεσή της ΕΚΤ (Financial Stability Review), οι αυξήσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού έχουν κάνει πιο σφιχτές τις χρηματοδοτικές συνθήκες. Οι παραπάνω εξελίξεις αυξάνουν την ευπάθεια των νοικοκυριών, των εταιρειών και των κρατών με υψηλότερο χρέος, ενώ εντείνουν και τις πιέσεις που υπάρχουν στις αγορές και δοκιμάζουν την ανθεκτικότητα των επενδυτικών ταμείων, σημειώνει η έκθεση.
Η αβεβαιότητα σχετικά με τις προοπτικές για τον πληθωρισμό και τα επιτόκια έχει αυξήσει τον κίνδυνο μίας άτακτης προσαρμογής των τιμών των στοιχείων ενεργητικού στις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά τις πρόσφατες διορθώσεις τους, αναφέρεται. Επίσης, τα προβλήματα για τον επιχειρηματικό τομέα έχουν αυξηθεί λόγω του υψηλότερου ενεργειακού κόστους και κόστους εισροών, με τα κέρδη τους να αναμένεται να μειωθούν με την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης.
Ο πληθωρισμός και οι λογαριασμοί ενέργειας
Η ΕΚΤ σημειώνει ότι, ο πληθωρισμός, όπως και οι λογαριασμοί ρεύματος και φυσικού ερίου, πλήττουν τα νοικοκυριά, μειώνοντας την αγοραστική δύναμή τους και περιορίζοντας ενδεχομένως την ικανότητα αποπληρωμής των δανείων τους. Τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα, τα οποία δαπανούν γενικά ένα μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για ενέργεια και τρόφιμα, επηρεάζονται ιδιαίτερα.
Καθώς οι εταιρείες και τα νοικοκυριά θα έχουν όλο και μεγαλύτερη δυσκολία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, οι τράπεζες μπορεί να αντιμετωπίσουν υψηλότερες πιστωτικές απώλειες μεσοπρόθεσμα, προειδοποιεί η ΕΚΤ. Συνολικά, το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης είναι σε θέση να αντέξει πολλούς κινδύνους, εν μέρει λόγω των μεταρρυθμίσεων στο ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο της περασμένης δεκαετίας, σημειώνεται στην έκθεση.
Τα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που εφαρμόζουν πολλές κυβερνήσεις, πρέπει να είναι προσωρινά και στοχευμένα σε όσους επηρεάζονται περισσότερο, ώστε να αποφευχθούν κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Οι επιπτώσεις
Μια τέτοια κατάσταση δεν θα μπορούσε φυσικά να αφήσει ανεπηρέαστες τις ελληνικές τράπεζες.
Η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), στην πρόσφατη Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας επισημαίνει ότι, οι πληθωριστικές πιέσεις, η αύξηση της αβεβαιότητας που περιβάλλει τις εξελίξεις σε γεωπολιτικό και ενεργειακό επίπεδο καθώς και η συνακόλουθη ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Η αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, αλλά και το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης των επενδύσεων, λειτουργούν ως αντίρροπες δυνάμεις στην ενίσχυση της κερδοφορίας των τραπεζών και διαμορφώνουν προοπτικές για χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
Στο πλαίσιο αυτό, ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις που τον περιβάλλουν.
Κατά την ΤτΕ, οι εντεινόμενες αβεβαιότητες για τις οικονομικές προοπτικές και την πορεία του πληθωρισμού, καθώς και η αύξηση των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα καθιστούν επιτακτικά αναγκαία την περαιτέρω θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και επιβάλλουν εγρήγορση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, ώστε να συνεχιστεί απρόσκοπτα η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Στην κατεύθυνση αυτή, η επιτάχυνση των ροών από τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility – RRF) θα αμβλύνει τις πιέσεις, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ενίσχυση της χρηματοδότησης της οικονομίας.
Τα βασικά μεγέθη του τραπεζικού τομέα
Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα.
Η σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ έχει μειώσει αισθητά το δείκτη ΜΕΔ (Ιούνιος 2022: 10,1%), εντούτοις οι ενέργειες των τραπεζών θα πρέπει να συνεχιστούν προκειμένου να επιτευχθεί σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Επιπρόσθετα, η επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών επιτείνει την αβεβαιότητα σχετικά με την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Κατά συνέπεια, οι τράπεζες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν εκ νέου επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού τους με τη δημιουργία νέων ΜΕΔ.
Συν τοις άλλοις, το α΄ εξάμηνο του 2022, οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα παρουσίασαν μικτή εικόνα.
Η πρόσβαση στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων για άντληση χρηματοδότησης κατέστη δυσχερέστερη στο πλαίσιο της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής.
Ωστόσο, οι καταθέσεις συνέχισαν την ανοδική τους πορεία (Σεπτέμβριος 2022: 185,5 δισ. ευρώ), αντικατοπτρίζοντας την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και την πιστωτική επέκταση, κυρίως προς τις επιχειρήσεις.
Η κεφαλαιακή επάρκεια
Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών ομίλων υποχώρησε οριακά και ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση διαμορφώθηκε σε 13,2% τον Ιούνιο του 2022 από 13,6% το Δεκέμβριο του 2021 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε 15,9% από 16,2% αντίστοιχα.
Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού, καθώς η επίπτωση από τη σταδιακή εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9) στα εποπτικά ίδια κεφάλαια αντισταθμίστηκε από την ενσωμάτωση των κερδών χρήσης.
Συγκεκριμένα, το α΄ εξάμηνο του 2022 οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,3 δισ. ευρώ, έναντι ζημιών 4,0 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2021.
Οι ενέργειες στο πλαίσιο υλοποίησης των στρατηγικών των τραπεζών για περαιτέρω αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ (μετά τη λήξη του προγράμματος παροχής εγγυήσεων «Ηρακλής») με τυχόν απευθείας πωλήσεις ΜΕΔ θα έχουν πιθανόν μεγαλύτερη κεφαλαιακή επιβάρυνση.
Συνεπώς, στο δυσχερέστερο περιβάλλον που διαμορφώνεται για την άντληση χρηματοδότησης από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, καθίσταται προτεραιότητα η ικανότητα των τραπεζών για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου με την ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας. Τέλος, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς τον Ιούνιο του 2022 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 14 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 58% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων.
Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας
Στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας σημειώνεται ότι, το α΄ εξάμηνο του 2022, η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα εξελίχθηκε καλύτερα του αναμενομένου: ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) διαμορφώθηκε σε 7,8%, σημειώνοντας μία από τις καλύτερες επιδόσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η επίδοση αυτή οφείλεται κυρίως στην καλύτερη πορεία των τουριστικών εισπράξεων, αλλά και στην έντονη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, οι οποίες υποβοηθήθηκαν από την αποσυμπίεση της ζήτησης μετά την άρση των μέτρων περιορισμού της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19).
Η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη έχει αμβλύνει σε κάποιο βαθμό τις αρνητικές επιδράσεις από την αβεβαιότητα λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων και της ενεργειακής κρίσης. Ωστόσο, η ένταση και διάρκεια των εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων, η επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών, η ενίσχυση του κινδύνου απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων και η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έχουν αυξήσει τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Για το 2022, η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 6,2%, πολύ υψηλότερο της αρχικά αναμενόμενης πρόβλεψης. Σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό, η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί σε επίπεδο πολύ υψηλότερο από το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου, υποβοηθώντας έτσι τη σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.
Για το επόμενο έτος, οι αυξημένες ροές που αναμένονται από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) θα χρηματοδοτήσουν την υλοποίηση σημαντικών επενδυτικών έργων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συμβάλλοντας στη διατήρηση θετικών ρυθμών ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες προβλέψεις της ΤτΕ, αναμένεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,5% το 2023. Ο πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα μεσοπρόθεσμα, λόγω της αργής αποκλιμάκωσης του διατροφικού κόστους αλλά και της διατήρησης των συνιστωσών του πυρήνα του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα.
Ωστόσο, οι χαμηλότερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, ο υψηλότερος πληθωρισμός και οι αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης ασκούν πιέσεις στην ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Ταυτόχρονα, η υλοποίηση ενός δυσμενούς σεναρίου για την οικονομική δραστηριότητα μπορεί να προκληθεί ή να ενισχυθεί από περαιτέρω γεωπολιτικούς κινδύνους ή κλυδωνισμούς στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Τρεις μεγάλες προκλήσεις για τις τράπεζες
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, το χρηματοπιστωτικό σύστημα καλείται άμεσα να προσαρμοστεί στις συνθήκες που διαμορφώνονται. Η συνέχιση της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει ισχυρό τραπεζικό τομέα, συνεπώς απαιτούνται ενέργειες προς τη θωράκισή του. Αναμφισβήτητα, η πο-ρεία εξυγίανσης των τελευταίων ετών έχει συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση των μεγεθών του τραπεζικού τομέα.
Εντούτοις, η αβεβαιότητα ως προς την πορεία του πληθωρισμού και τις επιδράσεις από τη μεταβολή της νομισματικής πολιτικής με την άνοδο των επιτοκίων, οι προοπτικές για χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ο κίνδυνος ενδεχόμενης απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων και η εντεινόμενη γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού.
Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύονται οι παρακάτω προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο τραπεζικός τομέας:
Πρώτον, το υψηλό απόθεμα ΜΕΔ. Η αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ που έχει συντελεστεί στον τραπεζικό τομέα είναι ιδιαίτερα σημαντική (Ιούνιος 2022: 10,1%). Εντούτοις, το πο-σοστό παραμένει ακόμη υψηλό και πολλαπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2022: 1,8%11).
Επισημαίνεται ότι η υλοποίηση των στρατηγικών των τραπεζών για την αποκλιμάκωση του αποθέματος στηρίχθηκε ως επί το πλείστον στις τιτλοποιήσεις, με χρήση του προγράμματος παροχής εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου (σχέδιο “Ηρακλής”), και στις απευθείας πωλήσεις δανείων στη δευτερογενή αγορά, γεγονός που καθιστά τη συνέχιση των ενεργειών αυτών δυσχερέστερη υπό το πρίσμα των πιέσεων που αναδεικνύονται στην κεφαλαιακή επάρκεια.
Επιπρόσθετα, με δεδομένη τη συνέχιση της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής με την άνοδο των επιτοκίων, η επίδραση στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων και στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μπορεί να επηρεάσει και τη δυνατότητα εξυπηρέτησης χρέους. Συνεπώς, δεν αποκλείεται, σε συνδυασμό με τις διαφαινόμενες χαμηλότερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, να οδηγήσει στη δημιουργία νέων ΜΕΔ, επιβαρύνοντας την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών.
Η τελική επίδραση δεν μπορεί στην παρούσα χρονική συγκυρία να εκτιμηθεί με ακρίβεια, αποτελεί όμως πηγή ανησυχίας.
Δεύτερον, η χαμηλή οργανική κερδοφορία. Η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ βραχυπρόθεσμα θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα τόκων των τραπεζών, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Μεσοπρόθεσμα όμως, η ενδεχόμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων, θα ασκήσουν πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Συνεπώς, ενδέχεται να αυξηθεί το κόστος του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών.
Επιπρόσθετα, τα έξοδα τόκων αναμένεται να επιβαρυνθούν από την αλλαγή των όρων και τη σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων, όπως οι στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα (TLTROs), που είχαν ληφθεί στο πλαίσιο της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας, καθώς και από την ανάγκη έκδοσης ομολόγων για την κάλυψη εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, κυρίως των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirement for own funds and Eligible Liabilities – MREL).
Τρίτον, το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα στην παρούσα χρονική συγκυρία είναι ικανοποιητική. Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα θα επηρεαστεί από σειρά παραμέτρων:
α) τον περιορισμό ενδεχομένως των δυνατοτήτων για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου σε ένα μακροοικονομικό περιβάλλον με αυξανόμενες προκλήσεις από την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής,
β) το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής των τραπεζών για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ και το σχηματισμό επαρκών προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της δημιουργίας τυχόν νέων ΜΕΔ,
γ) την υλοποίηση ενεργειών που ενισχύουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια (π.χ. συνθετικές τιτλοποιήσεις) και το κόστος έκδοσης κεφαλαιακών μέσων (Additional Tier 1, Tier 2) για την κάλυψη εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για την έκδοση ομολόγων ώστε να τηρηθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL), και
δ) την εξέλιξη των νέων εκταμιεύσεων δανείων προς τα νοικοκυριά και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, ελλοχεύει ο κίνδυνος να αυξηθεί περαιτέρω το υφιστάμενο ποσοστό των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) στα κεφάλαια των τραπεζών.