Τι εκτιμά η S&P για τις ελληνικές τράπεζες
Τα ρίσκα στη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών μειώνονται, όμως οι πιέσεις στα περιθώρια και τις προμήθειες θα επιμείνουν τουλάχιστον έως τα τέλη του 2022, εκτιμά η S&P Global Ratings σε νέα έκθεσή της για τις προοπτικές του παγκόσμιου τραπεζικού κλάδου.
Αυτά που πρέπει να κοιτάζει κανείς σε σχέση με τις ελληνικές τράπεζες για τον επόμενο χρόνο, σύμφωνα με την S&P είναι:
· Ο ρυθμός των νέων εκταμιεύσεων δανείων, η αποκατάσταση των αποτελεσμάτων και τα ακόμα αδύναμα κεφάλαια: Αυτές είναι σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης οι βασικές προκλήσεις για τον κλάδο. Όπως και στην Κύπρο, οι ελληνικές τράπεζες αναμένεται να αντιμετωπίσουν σκληρότερο ανταγωνισμό και έναν ιδιωτικό τομέα που ακόμα αναρρώνει από τις κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας. Ακόμα και στο πλαίσιο των βελτιούμενων οικονομικών συνθηκών, οι ελληνικές τράπεζες έχουν πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουν για να βελτιώσουν τις αποδόσεις τους, τονίζουν οι αναλυτές.
· Η επίδραση της πανδημίας στη φερεγγυότητα του ιδιωτικού τομέα και στις αγορές ακινήτων: Οι ξένες επενδύσεις καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στο ελληνικό real estate και αυτές μόλις που αυξάνονταν όταν χτύπησε η πανδημία, έχοντας σημειώσει πτώση περίπου 40% από το 2008. Οι επιπτώσεις από την πανδημία θα κρίνουν τον ρυθμό της δραστηριότητας στις πωλήσεις διασφαλισμένων ομολογιών από τις τράπεζες καθώς και την ικανότητα των χρεωμένων νοικοκυριών να εξυπηρετούν τα δάνειά τους.
Πάντως, η S&P τονίζει ότι οι καλές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας δημιουργούν το έδαφος για την αναβίωση της προσφοράς και ζήτησης για δάνεια. Αυτό αναμένεται να στηρίξει τις προοπτικές και τις προσπάθειες εξυγίανσης των τραπεζών, βελτιώνοντας παράλληλα την εμπιστοσύνη στον κλάδο. Άλλωστε, επισημαίνει ότι οι καταθέσεις αυξάνονται, αντανακλώντας την αυξημένη εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα.
Η S&P υπολογίζει ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα πέσουν κάτω από το 20% έως τα τέλη του 2022, προβλέποντας ότι ο ρυθμός των defaults στα δάνεια υπό μορατόριουμ θα διαμορφωθεί κοντά στο 25%.
Το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης και οι ουσιαστικές περικοπές κόστους, λόγω της μείωσης του αριθμού των καταστημάτων και του εργατικού δυναμικού αναμένεται να στηρίξουν την κερδοφορία των τραπεζών, αλλά μόνο σε έναν βαθμό. Οι πιέσεις στα περιθώρια και στα έσοδα αναμένεται να συνεχιστούν τουλάχιστον έως τα τέλη του 2022, καθώς οι τράπεζες ανταγωνίζονται για τις δουλειές των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που επιβίωσαν από τις αλλεπάλληλες κρίσεις.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οίκου, η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει ανάπτυξη κοντά στο 5% το 2021, αν και προειδοποιεί ότι τα έσοδα από τον τουρισμό δεν θα ανακάμψουν στα επίπεδα του 2019.