Πότε «κοκκινίζουν» τα δάνεια που είναι σε αναστολή δόσεων
Υπό το μικροσκόπιο των τραπεζών τελούν τα δάνεια, που έχουν υπαχθεί στα μέτρα αναστολής καταβολής δόσεων κεφαλαίου (moratoria) καθώς από τη συμπεριφορά τους θα κριθεί το ύψος των νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (Non Performing Exposures- NPEs), που θα επιβαρύνουν τους τραπεζικούς ισολογισμούς, συνεπεία της πανδημίας.
Με βάση τις παρουσιάσεις, που διενήργησαν, μετά τα αποτελέσματα Α’ τριμήνου, οι συστημικές τράπεζες, ως τα τέλη Μαΐου είχαν υπαχθεί σε moratoria δάνεια ανεξόφλητου υπολοίπου 16,3 δισ. ευρώ. Το ύψος τους έχει αυξηθεί και ξεπερνά σήμερα τα 17 δισ. ευρώ, με βάση όσα αναφέρουν οι τράπεζες στους επενδυτές, κατά τις παρουσιάσεις των τελευταίων ημερών.
Η αύξηση οφείλεται, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, κυρίως σε τεχνικούς λόγους: αφενός στις παρουσιάσεις Α’ τριμήνου δεν είχε ολοκληρωθεί η εκκαθάριση όλων των αιτήσεων που είχαν υποβάλει επιχειρήσεις, αφετέρου κάποιες τράπεζες παρείχαν τότε στοιχεία τέλους Απριλίου, και κάποιες άλλες Μαΐου.
Η τρέχουσα εικόνα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, δεν είναι ανησυχητική, καθώς ο αριθμός των αιτήσεων έχει ελαττωθεί σημαντικά ακόμη και για δάνεια λιανικής (σ.σ. 20 με 30 χιλ. αιτήσεις ημερησίως ανά τράπεζα). Ως εκ τούτου, δεν αναμένεται, κατά τα ίδια στελέχη, σημαντική περαιτέρω αύξηση στο ύψος των δανείων, που ζητούν αναστολή πληρωμής δόσεων και τόκων.
Αν οι εκτιμήσεις τους επιβεβαιωθούν η παραπάνω «δεξαμενή» (δάνεια σε αναστολή ύψους 17 με 18 δισ. ευρώ) οριοθετεί την περίμετρο, από την οποία θα προκύψει το μεγαλύτερο μέρος των νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (Non Performing Exposures- NPEs). Για το λόγο αυτό, οι τράπεζες θέσπισαν κριτήρια, βάσει των οποίων παρακολουθούνται και αξιολογούνται τα εν λόγω δάνεια.
Το πρώτο κριτήριο άπτεται της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη και αν αυτή επηρεάζεται σημαντικά και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, που διαθέτουν rating από οίκους αξιολόγησης, η παρακολούθηση είναι εύκολη. Για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις οι τράπεζες θα ζητήσουν στοιχεία για να αξιολογήσουν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην πιστοληπτική τους ικανότητα.
Αυτό εν μέρει έχει ήδη συμβεί. Προκειμένου να εγκρίνουν αιτήσεις εταιρειών για χορήγηση δανείων με κρατική εγγύηση οι τράπεζες ζήτησαν και έλαβαν 12μηνα ή 18μηνα πλάνα προσδοκώμενων ταμειακών ροών, από τα οποία πρέπει να προκύπτει το κενό στο κεφάλαιο κίνησης, μαζί με business plan 5ετίας, βάσει του οποίου θα καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό.
Το δεύτερο κριτήριο αφορά στο να μην προκύπτει ουσιαστική ζημιά σε όρους καθαρής παρούσας αξίας του δανείου. Οι όροι, υπό τους οποίους χορηγήθηκαν τα moratoria διασφαλίζουν την αποφυγή του παραπάνω ενδεχομένου.
Ειδικότερα, η ρύθμιση είναι οριζόντια και καλύπτει ευρύ φάσμα κατηγοριών προϊόντων ή πελατών, η διάρκεια της αναβολής πληρωμών είναι ίδια για όλους τους δανειολήπτες, ενώ η τροποποίηση αφορά μόνο στο χρονοδιάγραμμα πληρωμών και όχι σε άλλους όρους ( π.χ. αλλαγή επιτοκίου). Τέλος, προβλέπεται κεφαλαιοποίηση των τόκων.
Για να προκύψει ζημιά σε επίπεδο καθαρής παρούσας αξίας θα πρέπει ο δανειολήπτης να ζητήσει αναδιάρθρωση και άλλων όρων της δανειακής σύμβασης λόγω αδυναμίας αποπληρωμής των δόσεων που μετατίθενται.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες της EBA
Σύµφωνα µε τις κατευθυντήριες γραµµές της ΕΒΑ, οι νοµοθετικές και µη νοµοθετικές στάσεις πληρωµών δανείων, που χορηγήθηκαν, εξαιτίας της κρίσης του COVID-19, στο βαθµό που είναι οριζόντιες δεν πρέπει να θεωρούνται και να ταξινομούνται αυτόµατα ως µέτρα ανοχής, ή αθέτησης (σ.σ. βάσει του IFRS 9).
Επίσης, δεν πρέπει αυτόματα να θεωρείται ως ρύθµιση. Αντίθετα, πρέπει να θεωρείται ως ένα κατάλληλο µέτρο παροχής ελάφρυνσης στους δανειολήπτες, οι οποίοι χάνουν προσωρινά τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων λόγω της κρίσης από τη νόσο COVID-19.
Υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο αναγνώρισης ύπαρξης σηµαντικής αύξησης πιστωτικού κινδύνου έχει τροποποιηθεί και πλέον θεωρείται ότι εµφανίζουν σηµαντική αύξηση πιστωτικού κινδύνου οφειλές που είναι σε καθυστέρηση άνω των 60 ηµερών και όχι 30 ηµέρες. Η εν λόγω τροποποίηση θα αξιολογηθεί εκ νέου κατά το τρέχον τρίµηνο.