Τα «μηνύματα» της κάλπης και η ελληνική οικονομία
Το μετεκλογικό ράλι ανόδου στο χρηματιστήριο, καθώς και η κατακόρυφη πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών έστειλε ένα σημαντικό πολιτικό μήνυμα. Αν μη τι άλλο έδειξε ότι οι αγορές αποτίμησαν θετικά το γεγονός, ότι στις κάλπες ουσιαστικά αποδοκιμάστηκε, μεταξύ άλλων, η ακατάσχετη προεκλογική παροχολογία της κυβέρνησης.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Αν κάτι
απεχθάνονται οι ξένοι επενδυτές και οι διαχειριστές μεγάλων χαρτοφυλακίων
μετοχών και ομολόγων είναι η πολιτική αβεβαιότητα, καθώς και η αχρείαστη
δημοσιονομική χαλάρωση για καθαρά προεκλογικούς σκοπούς, στοιχεία που
χαρακτήρισαν την μακρά προεκλογική περίοδο στη χώρα μας. Οι αγορές λοιπόν προεξοφλούν
θετικά το ξεκαθάρισμα του πολιτικού τοπίου και –το κυριότερο– την διαφαινόμενη πολιτική
αλλαγή που θα προκύψει από τις πρόωρες εθνικές εκλογές. Η προσδοκία είναι να
υπάρξει μία κυβέρνηση που δεν θα ενδιαφέρεται για «δωράκια» στους ψηφοφόρους
της, αλλά για την οικονομική ανάπτυξη, τις επενδύσεις και τη συνέχιση των
διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Είναι ενδεικτικές
του κλίματος που επικρατεί οι αναλύσεις που δημοσιεύτηκαν στα ξένα ΜΜΕ μετά τα
αποτελέσματα των εκλογών στην Ελλάδα. Η διαπίστωση του διεθνούς ειδησεογραφικού
πρακτορείου Reuters ότι η ήττα του Έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα ίσως
ωφελήσει την ελληνική οικονομία, τα λέει όλα. Κατά τη σχετική ανάλυση, η
διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος για λίγους μήνες πιθανότατα θα επέφερε
μικρή αλλαγή στο τελικό αποτέλεσμα, αλλά θα ενίσχυε το ρίσκο περισσότερων λαθών
πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανακοίνωσε σειρά μέτρων που σχεδιάστηκαν για να είναι
αρεστά στους ψηφοφόρους. Μόνο τον Μάιο η ελληνική βουλή ενέκρινε μια ακόμη
σύνταξη για 2,5 εκατ. συνταξιούχους, μείωση στον ΦΠΑ βασικών ειδών διατροφής,
καθώς και χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές για ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό
αέριο.
Δημοσιονομικά
περιθώρια
Ο πρωθυπουργός
Αλέξης Τσίπρας επέμενε ότι η Ελλάδα, που χρειάστηκε τρία πακέτα διάσωσης από το
2010 έως το 2015 για να αποφύγει τη χρεοκοπία, θα εκπληρώσει τη δέσμευση για
πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022. Όντως, η Αθήνα έχει δημοσιονομικά
περιθώρια και ενδέχεται να πετύχει τους στόχους φέτος. Αλλά τα «δώρα»
συνοδεύτηκαν και από την οπισθοχώρηση σε κάποιες μεταρρυθμίσεις. Η κυβέρνηση
ακύρωσε τη μεταρρύθμιση του 2019 στο συνταξιοδοτικό, ενώ η έκθεση του ΔΝΤ τον
Μάρτιο εξέφραζε τον προβληματισμό του Ταμείου για μειωμένη ευελιξία στην αγορά
εργασίας και πιέσεις για άνοδο των μισθών.
Σύμφωνα και με το
ΔΝΤ, η κυβέρνηση ανέτρεψε τις μεταρρυθμίσεις του 2012 στο σύστημα συλλογικών
διαπραγματεύσεων και αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά σχεδόν 11%. Οι πρόωρες
κάλπες, εκτιμά το Reuters, θα θέσουν ένα
τέλος στις παρεκκλίσεις της Αθήνας από τη στενή και ευθεία οδό στην οποία
δεσμεύτηκε ότι θα παραμείνει η χώρα. Αυτό, καθώς και η φιλική προς τις
επιχειρήσεις ατζέντα του προέδρου της Ν.Δ. Κυριάκου Μητσοτάκη, εξηγούν γιατί
ενισχύθηκαν οι ελληνικές μετοχές και οι τιμές των ομολόγων από τη στιγμή που
προκηρύχθηκαν πρόωρες εκλογές.
Η «τιμωρία» στην κάλπη
Από εκεί και πέρα
πολλά ξένα ΜΜΕ επικεντρώνονται στην «τιμωρητική» ψήφο των Ελλήνων πολιτών προς
την κυβέρνηση.
Πιο συγκεκριμένα, το
Bloomberg ανέφερε, ότι η ήττα του Αλέξη Τσίπρα στις εκλογές είναι προειδοποίηση για
τους υπερβολικά φερέλπιδες λαϊκιστές παντού, ενώ πλέον οι επενδυτές είναι
θετικοί σε μια αλλαγή στην Αθήνα. Οι ευρωεκλογές μπορεί να οδήγησαν στην
πολιτική απομάκρυνση του πρωτοπόρου πρωταθλητή του ευρωλαϊκισμού, όπως
χαρακτηρίζει το Bloomberg τον Έλληνα
πρωθυπουργό, ο οποίος αναγκάστηκε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Και
υπενθυμίζει με νόημα τη στάση του το 2015, που οδήγησε τη χώρα σε μια νέα
αυτοτραυματική ύφεση και προκάλεσε τα capital controls.
Και η Wall Street Journal, όμως, θυμίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα λαϊκιστικό κίνημα κατά του κεφαλαίου,
ανήλθε στην εξουσία το 2015 κατά τη διάρκεια της βαθιάς οικονομικής ύφεσης. Το
κόμμα αμφισβήτησε την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική που επιβλήθηκε από τους
διεθνείς πιστωτές στο πλαίσιο των προγραμμάτων διάσωσης. Οι πιστωτές, υπό τη
Γερμανία, αρνήθηκαν να υποχωρήσουν και ο Αλ. Τσίπρας αναγκάστηκε να υπογράψει
νέο πρόγραμμα λιτότητας προκειμένου να αποφευχθεί έξοδος της Ελλάδας από το
ευρώ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ολοκλήρωσε το οκταετές πρόγραμμα διάσωσης τον
περασμένο Αύγουστο, υλοποιώντας τους σκληρούς δημοσιονομικούς στόχους κυρίως με
την αύξηση της φορολογίας σε ένα επίπεδο που πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν ότι
είναι επιβλαβές για την ανάπτυξη.
Εκτενείς είναι και
οι αναφορές στον νικητή των εκλογών, με την επισήμανση ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει
μια πολιτική πλατφόρμα που περιλαμβάνει μείωση συντελεστών φορολογίας
επιχειρήσεων, χρηματοδοτούμενη από μείωση δαπανών, κάτι που θεωρείται
ισορροπημένο. Η Ελλάδα δεσμεύτηκε να πετυχαίνει μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα
για δεκαετίες και είναι ασαφές αν η Ν.Δ. θα παραμείνει προσηλωμένη στη δέσμευση
όταν ανέλθει στην εξουσία. Όμως το μάθημα της τελευταίας δεκαετίας είναι σαφές:
αν η Ελλάδα μπορεί να μεταρρυθμίσει την οικονομίας της και να επιτύχει
μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης, δεν υπάρχει ανάγκη για υπερβολική λιτότητα.
Ενθουσιασμός
Κοινή συνισταμένη
πάντως όλων των αναλύσεων των ξένων ΜΜΕ είναι ότι, παρά το γεγονός πως η ανακοίνωση
πρόωρων εκλογών και η διαφαινόμενη νίκη της Ν.Δ. έχουν ενθουσιάσει τους
επενδυτές, η οικονομία της Ελλάδας παραμένει η πιο εύθραυστη στην Ευρωζώνη. Οι
οικονομικές και χρηματοπιστωτικές προκλήσεις στην Αθήνα παραμένουν
εντυπωσιακές. Η Ελλάδα μπορεί να δανειστεί με πολύ ευνοϊκά επιτόκια, εξαιτίας
της στήριξης των εταίρων στην ευρωζώνη. Ωστόσο, το χρέος παραμένει στο 181% του
ΑΕΠ. Η οικονομία σημείωσε μεγέθυνση 1,9% το 2018, μεγαλύτερη από αυτή της
Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας. Όμως το κατά κεφαλή εισόδημα
εξακολουθεί να είναι 21% χαμηλότερο από το 2008, σύμφωνα με στοιχεία της
Eurostat. Με το τραπεζικό σύστημα ανεπαρκώς κεφαλαιοποιημένο και με πολλά
ληξιπρόθεσμα δάνεια η οικονομική κατάσταση εξακολουθεί να αντιμετωπίζει
προκλήσεις.
Τι λένε για
το αποτέλεσμα
οι ξένοι
επενδυτικοί οίκοι
Θετικά αποτιμούν το
αποτέλεσμα των ευρωεκλογών για τις εξελίξεις στην οικονομία και οι ξένοι
επενδυτικοί οίκοι. Αναλυτικότερα η J.P. Morgan αναφέρει ότι οι πρόωρες εκλογές είναι φιλικές απέναντι
στην αγορά. Οι λόγοι είναι δύο κατά τη σχετική ανάλυση:
Πρώτον, μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία της
Νέας Δημοκρατίας θα μπορούσε να αποδειχθεί ένα θετικό για τις αγορές
αποτέλεσμα, καθώς το κόμμα διαθέτει μια ατζέντα που είναι πιο φιλική προς τις
επιχειρήσεις. Επιπλέον, θα μπορούσε να δώσει μια τόνωση στην εμπιστοσύνη και
τις μεταρρυθμίσεις, σε μια οικονομία η οποία αναπτύσσεται ήδη με ρυθμό κοντά
στο 3%. Δεύτερον, μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο εφαρμογής
αλλοπρόσαλλων πολιτικών κατά τη διάρκεια μιας εκλογικής χρονιάς, όπως
κατέδειξαν οι πρόσφατες εντάσεις ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στους
Ευρωπαίους πιστωτές σχετικά με τα σχέδια μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Οι απόπειρες του κ. Τσίπρα να ενισχύσει τη στήριξη προς το πρόσωπό του μέσω
δημοσιονομικών παροχών (συμπεριλαμβανομένων και περικοπών στον ΦΠΑ) θα
μπορούσαν να προκαλέσουν εκνευρισμό στις αγορές κατά τη διάρκεια του
καλοκαιριού, αν οι εκλογές γίνονταν τον Οκτώβριο.
Περιορισμός του κινδύνου
Από την άποψη αυτή η απόφαση για την προκήρυξη πρόωρων
εκλογών περιορίζει τον κίνδυνο επιπρόσθετων εντάσεων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
το καλοκαίρι και μετριάζει τις ανησυχίες για έναν αρνητικό αντίκτυπο της
πολιτικής αβεβαιότητας στην οικονομία.
Από την πλευρά της η Goldman Sachs σε δική της ανάλυση αναφέρει ότι μια νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας θα ήταν θετική για
την εμπιστοσύνη των αγορών και θα οδηγήσει σε μείωση των αποδόσεων των κρατικών
ομολόγων και ευνοϊκότερων οικονομικών συνθηκών, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα
στηρίξουν περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη. Η νέα κυβέρνηση είναι λιγότερο
πιθανό να αναιρέσει ορισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν αναληφθεί
στο παρελθόν. Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος υψηλότερου κόστους εργασίας, λιγότερης
ευελιξίας στην αγορά εργασίας και διάβρωσης της ανταγωνιστικότητας των μισθών
θα μειωνόταν κάτω από μια κυβέρνηση υπό τη Νέα Δημοκρατία.
Θετικές είναι και
οι εκτιμήσεις για τη δημοσιονομική δυναμική της Ελλάδας βραχυπρόθεσμα και σε
γενικές γραμμές ευθυγραμμισμένη με αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στη σύστασή
της προς το Ελληνικό Πρόγραμμα Σταθερότητας που θα δημοσιευθεί την ερχόμενη
εβδομάδα, η Goldman Sachs αναμένει ότι η
Κομισιόν θα προβεί σε εκτίμηση ότι: πρώτον, η Ελλάδα θα εκπληρώσει τον στόχο
του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ που συμφωνήθηκε με τους
Ευρωπαίους εταίρους το 2019 και το 2020, δεύτερον οι ανάγκες χρηματοδότησης της
κυβέρνησης παραμένουν κάτω από το κατώτατο όριο του 15% του ΑΕΠ και τρίτον το
cash buffer θα καλύπτει τις λήξεις χρέους έως τα μέσα του 2021.
Βραχυπρόθεσμα, οι κίνδυνοι
για την Ελλάδα θα μπορούσαν να προκύψουν από τις ακόλουθες εξελίξεις. Πρώτον,
υπάρχει ο κίνδυνος επιδείνωσης στα δημοσιονομικά λόγω των εκκρεμών δικαστικών
αποφάσεων που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις περικοπές δαπανών που εφαρμόστηκαν
στο παρελθόν. Δεύτερον, σε ένα σενάριο πιο αδύναμης ανάπτυξης, οι
δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας θα μπορούσαν να γίνουν πιο αρνητικές από
ό,τι προβλέπεται, καθώς η κυκλική βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου δεν θα
μπορούσε να υλοποιηθεί στον ίδιο βαθμό και η διαφορά μεταξύ επιτοκίων και
ανάπτυξης μπορεί να γίνει λιγότερο ευνοϊκή για τη δυναμική του χρέους.
Τρίτον, οι
οικονομικές συνθήκες της Ελλάδας θα καταστούν πιο σφιχτές εάν οι εξελίξεις στην
Ιταλία οδηγήσουν σε νέες πιέσεις στα ιταλικά κρατικά ομόλογα. Τον περασμένο
Ιούνιο το Eurogroup συμφώνησε επίσης να ενεργοποιήσει, αν χρειαστεί, σε
περίπτωση απρόβλεπτα δυσμενών σεναρίων μηχανισμό έκτακτης ανάγκης για τα μέτρα
για το χρέος, όπως η περαιτέρω αναπροσαρμογή της λήξης των δανείων του επίσημου
τομέα.
Σχέδιο έκτακτης
ανάγκης
Έτσι, η
ιδιοκτησιακή δομή του δημόσιου χρέους το οποίο κατέχει κυρίως ο επίσημος τομέας
και μια φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση θα διευκολύνουν την ενεργοποίηση ενός τέτοιου
σχεδίου έκτακτης ανάγκης, εάν χρειαστεί, και θα περιορίσουν τον κίνδυνο για
τους επενδυτές ομολόγων του ιδιωτικού τομέα από οποιεσδήποτε δυσμενείς
επιπτώσεις. Τέλος, σε μεσοπρόθεσμη βάση, η Goldman Sachs εξακολουθεί να είναι πιο επιφυλακτική όσον αφορά τις
προοπτικές της χώρας, καθώς το αυξημένο απόθεμα δημόσιου και ιδιωτικού χρέους,
το ακόμα προβληματικό χρηματοοικονομικό σύστημα και η έλλειψη μεταρρυθμίσεων
περιορίζουν την ανάπτυξη.
Οι προκλήσεις και τα προβλήματα
Και κάπου εδώ αρχίζει η καταγραφή των προβλημάτων, των
αδυναμιών και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Κατά
πρώτον υπάρχει ακόμη η ανησυχία για τις παροχές
που ανακοίνωσε προεκλογικά η ελληνική κυβέρνηση και για τις επιπτώσεις που θα
έχουν τόσο στην πορεία της οικονομίας όσο και στις σχέσεις Ελλάδας - δανειστών.
Το νέο πακέτο παροχών αποτελεί ευρύτερη του αναμενόμενου αντιστροφή της μέχρι
τώρα δημοσιονομικής πορείας της Ελλάδας και εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει
έντονη σύγκρουση με τους δανειστές.
Ενίσχυση της αβεβαιότητας
Επιπρόσθετα το νέο πακέτο μέτρων
ενισχύσει την αβεβαιότητα αναφορικά με την πορεία της οικονομικής πολιτικής που
ασκεί η Ελλάδα σε μεσοπρόθεσμο διάστημα. Βεβαίως, μην ξεχνάμε, στον
προϋπολογισμό του 2019 υπήρξε ήδη εν μέρει αντιστροφή κάποιων μέτρων του
προγράμματος, περιλαμβανομένων των μειώσεων
στις συντάξεις με την
έγκριση των πιστωτών. Οι νέες παροχές όμως αυξάνουν περαιτέρω την αβεβαιότητα
όσον αφορά τα βραχυπρόθεσμα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Ο αντίκτυπος θα
εξαρτηθεί επίσης και από τη βραχυπρόθεσμη
ώθηση των μέτρων στην ανάπτυξη.
Όπως σημειώνει και ο ΟΟΣΑ, αποκλίσεις από την τρέχουσα
μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική θα υπονόμευαν τα κέρδη στη δημοσιονομική
αξιοπιστία. Οι καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του
επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της ανταγωνιστικότητας και της υγείας των
τραπεζών θα δημιουργούσαν καθοδικούς κινδύνους στην προβλεπόμενη ανάκαμψη των
επενδύσεων. Η διασφάλιση της
δημοσιονομικής αξιοπιστίας απαιτεί τη συνέχιση της επίτευξης των μεσοπρόθεσμων
δημοσιονομικών στόχων. Όπως επισημαίνει ο ΟΟΣΑ, οι προεκλογικές
παροχές θα μειώσουν τα φορολογικά έσοδα, κυρίως με τη μείωση ορισμένων
συντελεστών ΦΠΑ και την αύξηση των δαπανών, κυρίως για τις συντάξεις, από το
2019.
Τα μελλοντικά μέτρα
Τα μελλοντικά δημοσιονομικά μέτρα πρέπει
να έχουν ως προτεραιότητα τις επενδύσεις στις υποδομές και τις δεξιότητες, την
καταπολέμηση της φτώχειας και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων
δαπανών και των ελέγχων. Τα μέτρα αυτά, μαζί με τη μεγαλύτερη πρόοδο στις
μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της δημόσιας διοίκηση, την ανάπτυξη της
εξωδικαστικής μεσολάβησης και την ιδιωτικοποίηση κρατικών ενεργειακών
περιουσιακών στοιχείων θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και θα μειώσουν τα
εμπόδια στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων, ενώ θα στηρίξουν τους μεσοπρόθεσμους
δημοσιονομικούς στόχους.