Ο ανορθόδοξος και ετεροχρονισμένος πόλεμος της Intel εναντίον της Apple
Του Γεράσιμου Ζώτου
Έχουν περάσει δέκα μήνες, περίπου, από την ημέρα που η Apple, δια στόματος του CEO της, του Tim Cook ανακοίνωσε την μετάβασή της από την τεχνολογία των επεξεργαστών Intel στην νέα τεχνολογία που βασίζεται στους επεξεργαστές με την κωδική ονομασία M1 τους οποίους κατασκευάζει η ίδια.
Η κίνηση αυτή της Apple εκτός από τα οφέλη που θα έχει για τους χρήστες, όπως κατανάλωση πολύ λιγότερης ενέργειας, ελαφρύτεροι και λεπτότεροι υπολογιστές, συχνότερες αναβαθμίσεις λογισμικού, κοινό περιβάλλον εφαρμογών για όλες τις φορητές συσκευές, έχει οφέλη και για την ίδια την εταιρεία. Και αυτό γιατί, δεν θα εξαρτάται, πλέον, από τον μεγάλο κατασκευαστή chips στο λανσάρισμα νέων μοντέλων υπολογιστών.
Ήδη, από τον Νοέμβριο η Apple έβγαλε στην αγορά τρία εξ’ ολοκλήρου νέα μοντέλα τα οποία βασίζονται στην τεχνολογία SoC (System on Chip) με τους επεξεργαστές M1. Πρόκειται για τους νέους φορητούς Mac Book Pro και Mac Book Air και για τον μικρό επιτραπέζιο Mac Mini.
Η Intel, η οποία άρχισε πλέον να βλέπει την Apple ανταγωνιστικά και, σύμφωνα με τους αναλυτές της αγοράς, να αισθάνεται ότι απειλείται, από την προηγούμενη εβδομάδα ξεκίνησε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μια αντι-Apple καμπάνια, η οποία εστιάζεται σε μια ιδιαιτερότητα της Apple, την οποία και ορισμένοι χρήστες την χαρακτηρίζουν και ως μειονέκτημα.
Πρόκειται για την γνωστή έλλειψη κλασσικών θυρών USB και την αντικατάστασή τους με θύρες Thunderbolt (USB 4) στα νεότερα μοντέλα της.
Αυτό σημαίνει ότι ο χρήστης για να συνδέσει μια συσκευή στον υπολογιστή (USB εξωτερικό σκληρό δίσκο, USB memory stick και οποιοδήποτε άλλο περιφερειακό) θα πρέπει να χρησιμοποιήσει έναν προσαρμογέα (adaptor), μονό ή πολλαπλό.
Ο Mac man που έγινε PC man
Η Intel βασισμένη σε αυτή την ιδιαιτερότητα επιστράτευσε τον ηθοποιό Justin Long, - ο οποίος παλαιότερα είχε συμμετάσχει σε καμπάνια της Apple - αφ’ενός να διαφημίζει τα διάφορα Intel PC, είτε επιτραπέζια είτε φορητά και tablets και αφ’ετέρου να ειρωνεύεται την Apple δείχνοντας ένα από τα νέα της laptop και ανεμίζοντας επιδεικτικά μια αρμαθιά προσαρμογέων, γνωστών και ως dongles.
Ο ανορθόδοξος , αυτός, τρόπος αντι-marketing χαρακτηρίζεται από τον γνωστό αναλυτή της Apple Mi Ching Kuo, ως άκαιρος, αφού η Apple από το 2016 έχει καταργήσει τις θύρες USB και HDMI χρησιμοποιώντας τις USB-C.
Πάντως, πηγές που πρόσκεινται στην Apple αναφέρουν ότι η επόμενη γενιά υπολογιστών βασισμένη στο M1 chip θα διαθέτει θύρες HDMI για σύνδεση με εξωτερική οθόνη υψηλής ανάλυσης αλλά και αναγνώστη για εξωτερικές κάρτες (card reader).
Το γεγονός ότι η Intel θυμήθηκε τέσσερεις μήνες μετά την κυκλοφορία των πρώτων μοντέλων της Apple με επεξεργαστή M1 ότι δεν διαθέτουν θύρα USB - κάτι που ισχύει εδώ και πέντε χρόνια πριν η Apple διακόψει την συνεργασία με την Intel - αποδίδεται από τους αναλυτές της αγοράς στο γεγονός ότι πλέον αρχίζει να την αντιμετωπίζει ευθέως ανταγωνιστικά.
Η αντι- καμπάνια είχε ήδη ξεκινήσει από τα μέσα Φεβρουαρίου, όταν ο ίδιος ο ηθοποιός , ο Justin Long, πρώην Mac man , άρχισε με μηνύματα μέσω twitter α αναφέρεται στο συγκεκριμένο θέμα έλλειψης θυρών USB.
Εκτός βέβαια από τον έντονο ανταγωνισμό, ο οποίος έκανε την Intel να επιστρατεύσει τεχνικές αντι - μάρκετινγκ, που ορισμένοι το θεωρούν “κτύπημα κάτω από τη μέση”, ο άλλος λόγος είναι το γεγονός ότι από τον Νοέμβριο πολλοί γνώστες της πληροφορικής και της τεχνολογίας σε όλο τον κόσμο έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στο νέο M1 chip της Apple και όλοι συμφωνούν για τις σημαντικές του επιδόσεις τόσο στην ταχύτητα, όσο και στην αποτελεσματικότητα και προπαντός στην ελάχιστη κατανάλωση ενέργειας.
Και ίσως αυτό η Intel το βλέπει ως απειλή, καθώς ακόμη δεν έχει καταφέρει να ενσωματώσει παρόμοιες δραστικές καινοτομίες στα chip που παράγει. Τουλάχιστον μέχρι στιγμής.
Σημειώνεται ότι παρά τον ανορθόδοξο τρόπο ανταγωνισμού, οι μετοχές και των δυο μεγάλων, αυτών, εταιρειών του τεχνολογικού κλάδου κατέγραψαν άνοδο της τάξεως του 2,90% στο χθεσινό κλείσιμο της Wall Street, όπου πρωταγωνίστησαν οι Big Tech, καθώς η σταθεροποίηση των αποδόσεων των ομόλογων τις κάνει περισσότερο ελκυστικές για τους επενδυτές.