Καμπανάκι για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας από την Κομισιόν!
Η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες υψηλού μεσοπρόθεσμου κινδύνου, στενεύουν τα περιθώρια για μικρότερο στόχο για το πλεόνασμα
Υψηλό μεσοπρόθεσμο κίνδυνο βιωσιμότητας διαπιστώνει η Κομισιόν για το ελληνικό χρέος σε έκθεση που συνέταξε ενόψει της σημερινής συνεδρίασης του Eurogroup, της πρώτης όπου συμμετέχει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης.
Οι δυσοίνωες εκτιμήσεις της Κομισιόν ναρκοθετούν την προσπάθεια της κυβέρνησης να συμφωνήσει με τις Βρυξέλλες ένα χαμηλότερο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα, ώστε να ανοίξει χώρος για παροχές και φοροελαφρύνσεις.
Στο Eurogroup, όπου αναμένεται να εγκριθούν σήμερα οι συστάσεις στα κράτη μέλη για την κατάρτιση του προϋπολογισμού του 2024, η Κομισιόν έχει υποβάλει ενημερωτική έκθεση για την οικονομική κατάσταση των κρατών μελών, η οποία βασίζεται σε επεξεργασία των Προγραμμάτων Σταθερότητας που είχαν υποβάλει τον Απρίλιο οι κυβερνήσεις.
Σε γενικές γραμμές η έκθεση είναι ευνοϊκή για τη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας, όμως η έκθεση βιωσιμότητας χρέους (DSA) που ενσωματώνεται στο έγγραφο δεν επιτρέπει αισιοδοξία ότι τα επόμενα χρόνια θα καταφέρει η κυβέρνηση να επιτύχει ένα σταθερό στόχο, για τον οποίο μιλούσαν τα αρμόδια στελέχη τα τελευταία χρόνια και δεν είναι άλλος από τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα (2,3% του ΑΕΠ έως το 2060), ώστε να επιτραπεί μια χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική.
Ειδικότερα, όπως τονίζεται στην ανάλυση της Κομισιόν,
- Η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους διαπιστώνει ότι οκτώ κράτη μέλη αντιμετωπίζουν υψηλούς κινδύνους βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με το DSA, τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν υψηλούς κινδύνους βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα (σ.σ.: στην περίοδο έως το 2033) είναι το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ουγγαρία, η Πορτογαλία και η Σλοβακία.
- Στις περισσότερες από αυτές τις χώρες, τα αποτελέσματα αυτά οφείλονται στους υψηλούς και/ή αυξανόμενους δείκτες χρέους έως το 2033 σύμφωνα με το βασικό σενάριο αμετάβλητης πολιτικής (Βέλγιο, Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία και Πορτογαλία), σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα που περιβάλλει τις προβολές του βασικού σεναρίου, όπως υπογραμμίζεται από τη στοχαστική ανάλυση και/ή από την ευπάθεια σε πιο δυσμενείς υποθέσεις (Ισπανία, Ουγγαρία και Σλοβακία).
- Επιπλέον, έντεκα επιπλέον κράτη μέλη αντιμετωπίζουν μέτριους κινδύνους και συγκεκριμένα η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Γερμανία, η Κροατία, η Κύπρος, η Μάλτα, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβενία και η Φινλανδία, με συνολικά συνεκτικές ενδείξεις στα διάφορα εξεταζόμενα σενάρια. Τα υπόλοιπα οκτώ κράτη μέλη ταξινομούνται ως χαμηλού κινδύνου. Πρόκειται για τη Δανία, την Εσθονία, την Ιρλανδία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, την Αυστρία και τη Σουηδία.
Επίσης, η Κομισιόν τονίζει ότι οι προβλέψεις που κάνει στο βασικό της σενάριο περιβάλλονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Η Ελλάδα, μαζί με άλλες οκτώ χώρες που παρουσιάζουν ιστορικά υψηλή μεταβλητότητα του χρέους και υψηλό επίπεδο χρέους, αντιμετωπίζουν και τη μεγαλύτερη αβεβαιότητα για την πορεία του χρέους τους μεσοπρόθεσμα. Ο κίνδυνος, εν προκειμένω, είναι να υπάρξει τελικά χειρότερη πορεία του χρέους από την προβλεπόμενη.
Το ευχάριστο για την Ελλάδα είναι ότι βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αντιμετωπίζει χαμηλό κίνδυνο βιωσιμότητας χρέους, όπως και άλλες οκτώ χώρες: Δανία, Εσθονία, Κροατία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Πορτογαλία και Σουηδία.
Μεσοπρόθεσμα, ο κίνδυνος για το ελληνικό χρέος προέρχεται από την αντικατάσταση φθηνών δανείων με ευνοϊκούς όρους που έχει λάβει η χώρα από την Ευρώπη με ακριβότερα δάνεια που θα λαμβάνουμε από την αγορά ομολόγων, σε συνδυασμό με τον χαμηλό μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, που υπολογίζεται σε 1% – 1,5%.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει υποβάλει από τον Απρίλιο ένα Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που προβλέπει μεγάλη αύξηση πρωτογενούς πλεονάσματος και σημαντική μείωση του χρέους έως και το 2026. Ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα αναθεωρήθηκε στο 1,1% του ΑΕΠ για το 2023 από 0,7% του ΑΕΠ που ήταν η εκτίμηση στον προϋπολογισμό. Για το 2024, προβλέπεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί στο 2,1% του ΑΕΠ και θα ανεβεί περαιτέρω στο 2,3% το 2025 και στο 2,5% το 2026. Το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθεί σε 162,6% του ΑΕΠ το 2023, 150,8% το 2024, 142,6% το 2025 και 135,2% το 2026.
Με αυτές τις προβλέψεις, η κυβέρνηση είναι συνεπής με τη δέσμευση που έχει αναλάβει να διαμορφώνεται σταθερά το πρωτογενές πλεόνασμα στο επίπεδο του 2,3% του ΑΕΠ, που θεωρείται επαρκές για να πληρώνονται όλοι οι τόκοι κάθε χρόνο. Όμως, υπήρχε η προσδοκία ότι στην πορεία, μέσα από διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν και το Eurogroup, ο στόχος θα μπορούσε να αναθεωρηθεί σε ένα επίπεδο λίγο κάτω από το 2%, ώστε να ανοίξει δημοσιονομικός χώρος για φοροελαφρύνσεις και παροχές.
Οι δυσμενείς εκτιμήσεις της Κομισιόν για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους δημιουργούν πολύ σοβαρές δυσκολίες σε αυτή την προσπάθεια, καθώς αναμένεται ότι, με τους νέους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, εφόσον γίνει δεκτή από τα κράτη μέλη η σχετική πρόταση της Επιτροπής, οι αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους θα αποτελούν τον βασικό οδηγό στα προγράμματα που θα διαμορφώνονται κατόπιν διαπραγμάτευσης με κάθε κράτος μέλος ξεχωριστά.