Alpha Bank: Επιταχύνεται η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα
Τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών που διεξήχθησαν στις 21 Μαΐου εμπέδωσαν ένα σκηνικό πολιτικής σταθερότητας, σημειώνεται στην ανάλυση της τράπεζας
Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στην Ελλάδα, με ρυθμό ταχύτερο σε σύγκριση τόσο με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Γράφημα 2α), όσο και με τις περυσινές εκτιμήσεις για την εξέλιξή του, σε συνδυασμό με την αναθεώρηση επί τα βελτίω των εκτιμήσεων για τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2023, υποδηλώνουν ότι ο κίνδυνος εμφάνισης στασιμοπληθωρισμού μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχει οριστικά αποφευχθεί, όπως τονίζει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο.
Παράλληλα, η ταχύτερη του αναμενομένου επάνοδος σε συνθήκες δημοσιονομικής ισορροπίας, ήδη από την οικονομική χρήση του 2022 (Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της 27.4.2023), σε συνδυασμό με την προσδοκία των επενδυτικών κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, επιταχύνουν την επιστροφή της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα.
Οι ανωτέρω εξελίξεις αντανακλώνται στη σαφή βελτίωση του οικονομικού κλίματος στη χώρα μας από τον Νοέμβριο του 2022, με τον δείκτη Οικονομικού Κλίματος (ESI) να διαμορφώνεται τον Μάιο στις 108,1 μονάδες, σημαντικά υψηλότερα του μέσου όρου της Ευρωζώνης (96,5 μονάδες) (Γράφημα 3α).
Τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών που διεξήχθησαν στις 21 Μαΐου εμπέδωσαν ένα σκηνικό πολιτικής σταθερότητας και έτυχαν θετικής υποδοχής από τις αγορές, όπως αντανακλάται στην άνοδο του γενικού δείκτη στο ελληνικό χρηματιστήριο αλλά και στη διεύρυνση του περιθωρίου απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου από το αντίστοιχο ιταλικό, η οποία διαμορφώθηκε στις -51 μονάδες βάσης μετά την πρώτη μετεκλογική εβδομάδα (Γράφημα 1β).
Πιο συγκεκριμένα, ο δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών (ΧΑ) διαμορφώθηκε στις 26 Μαΐου στις 1.221 μονάδες, καταγράφοντας εβδομαδιαία άνοδο κατά 7,8%, ενώ επανήλθε στα επίπεδα που βρισκόταν τον Ιούλιο του 2014 (Γράφημα 1α). Το γεγονός ότι η άνοδος των τελευταίων ημερών συνδυάστηκε με υψηλότερους όγκους συναλλαγών συγκριτικά με το προηγούμενο χρονικό διάστημα πιθανόν να υποδηλώνει αυξημένη εισροή νέων επενδυτικών κεφαλαίων. Παράλληλα, η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου υποχώρησε από 3,97% στις 19 Μαΐου στο 3,83% στις 22 Μαΐου, στον απόηχο του εκλογικού αποτελέσματος, για να διατηρηθεί μεταξύ 3,83% και 3,87%, κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας.
Η αποκλιμάκωση της απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έλαβε χώρα σε αντιδιαστολή με την ανοδική τάση που επικράτησε την προηγούμενη εβδομάδα στις αποδόσεις των ομολόγων στην Ευρωζώνη εξαιτίας των προσδοκιών για περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της επιφυλακτικότητας έναντι των εξελίξεων για το όριο χρέους των ΗΠΑ. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα η διαφορά απόδοσης μεταξύ του ελληνικού και του ιταλικού δεκαετούς ομολόγου να υποχωρήσει στις -51 μονάδες βάσης (μ.β.) στις 26 Μαΐου -ήτοι στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1999, βάσει της διαθεσιμότητας των στοιχείων-, από 28 μ.β. στις 19 Μαΐου. Παράλληλα, η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου αρχίζει να προσεγγίζει την αντίστοιχη του ισπανικού, με τη διαφορά των αποδόσεων να έχει μειωθεί στα επίπεδα του 2008, στις 28 μ.β., όταν στις αρχές του μήνα διαμορφωνόταν στις 83 μ.β. και στις αρχές του έτους στις 104 μ.β.
Αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και ενίσχυση του δείκτη οικονομικού κλίματος
Παράλληλα, σημειώνει η Alpha Bank, οι πληθωριστικές πιέσεις σταδιακά υποχωρούν. Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2α, ο ρυθμός ανόδου του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 4,5% τον Απρίλιο, έναντι 12,1% τον Σεπτέμβριο, όταν κατέγραψε την υψηλότερη τιμή στη μεταπανδημική περίοδο. Παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται και στην Ευρωζώνη, παραμένει σε υψηλότερο επίπεδο, καθώς ο ΕνΔΤΚ κατέγραψε αύξηση κατά 7% σε ετήσια βάση, τον περασμένο μήνα.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο πληθωρισμός στη χώρα μας είναι πιο ήπιος σε σύγκριση με την Ζώνη του Ευρώ είναι το γεγονός ότι από τον Φεβρουάριο και μετά ο ΕνΔΤΚ που περιλαμβάνει τα προϊόντα ενέργειας μειώνεται (Φεβ.: -5,8%, Μαρ.: -14,7%, Απρ.: -18%), γεγονός που εν μέρει αποδίδεται σε αποτελέσματα βάσης (base effects) (Γράφημα 2β). Σημειώνεται ότι η αύξηση των τιμών της ενέργειας στην Ελλάδα ήταν ήδη από τις αρχές του 2022 πιο έντονη σε σχέση με την Ευρωζώνη (56% έναντι 40% σε ετήσια βάση, κατά μέσο όρο, μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου 2022). Ως εκ τούτου, ο ρυθμός ανόδου του γενικού επιπέδου τιμών στη χώρα μας ξεπέρασε τον αντίστοιχο της Ευρωζώνης από τις αρχές του προηγούμενου έτους, ενώ επιταχύνθηκε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Από το φθινόπωρο του 2022 και μετά, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα επιβραδύνεται, οδηγούμενος κυρίως από την αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας. Στην Ευρωζώνη, αντίστοιχα, ο ΕνΔΤΚ-Ενέργεια συνεχίζει να αυξάνεται (με εξαίρεση τον Μάρτιο του 2023). Παράλληλα, οι τιμές των ειδών διατροφής και των μη αλκοολούχων ποτών αυξάνονται με εντονότερο ρυθμό σε σύγκριση με την Ελλάδα (15% έναντι 11%). Ο πυρήνας του πληθωρισμού, ωστόσο, δηλαδή ο συνολικός δείκτης εξαιρουμένων των προϊόντων ενέργειας και ειδών διατροφής ακολουθεί αυξητική πορεία στην Ελλάδα (7,2% τον Απρίλιο), ενώ στην Ευρωζώνη παραμένει τους τελευταίους τρεις μήνες στην περιοχή του 5,6%.
Σε ό,τι αφορά στον Δείκτη Οικονομικού Κλίματος (Economic Sentiment Indicator, ESI), παραμένει σταθερά υψηλότερος στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Ευρωζώνη τους τελευταίους 13 μήνες, με τη διαφορά τους τον Μάιο να έχει διαμορφωθεί σχεδόν στις 12 μονάδες (Γράφημα 3α). Από τους επιμέρους δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών όλοι οι κλάδοι συνέβαλαν στη βελτίωση του ESI τους πρώτους πέντε μήνες του 2023, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να έχουν καταγραφεί στον κλάδο των κατασκευών ο οποίος ακολουθείται από το λιανικό εμπόριο και τις υπηρεσίες (Γράφημα 3β). Σημαντική άνοδο κατέγραψε και η καταναλωτική εμπιστοσύνη, αν και παραμένει σε αρνητικό έδαφος (-35 μονάδες τον Μάιο του 2023, από -48 μονάδες τον Δεκέμβριο του 2022). Στην Ευρωζώνη, αντίστοιχα, η οριακή πτώση του δείκτη ESI από την αρχή του τρέχοντος έτους, οφείλεται στις επιδεινούμενες επιχειρηματικές προσδοκίες, πρωτίστως στη βιομηχανία. Όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας η καταναλωτική εμπιστοσύνη βελτιώθηκε, αν και ηπιότερα.