Οι «χρησμοί» του Eurogroup και οι δημοσιονομικές προκλήσεις για την Ελλάδα - Τα θετικά σχόλια και οι συστάσεις και οι κυοφορούμενες αλλαγές
Τι σημαίνουν για την ελληνική οικονομία αφενός οι αποφάσεις του Eurogroup για την ενεργοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους, αφετέρου οι δημοσιονομικές κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Περίσσεψαν οι διθυραμβικές δηλώσεις στην τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup, αναφορικά με τις αποφάσεις για την Ελλάδα. Είναι ενδεικτικά τα όσα ανέφερε ο πρόεδρος του Eurogroup, Πασκάλ Ντόναχιου, ο οποίος έκανε λόγο για σημαντική και ιστορική απόφαση, η οποία υποστηρίχθηκε από όλους τους υπουργούς οικονομικών της ευρωζώνης, καθώς πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για να απελευθερωθεί η τελευταία δόση των μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Την “σκυτάλη” πήρε φυσικά ο υπουργός Οικονομικών, κ. Χρήστος Σταϊκούρας, ο οποίος σε σχετική ανακοίνωση χαρακτήρισε και αυτός ιστορική την απόφαση του Eurogroup, καθώς με αυτή αναγνωρίζεται ότι σε συνέχεια της εξόδου από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας τον περασμένο Αύγουστο, έχει ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο για τη χώρα και την οικονομία μας -παρά τις πολλαπλές, εξωγενείς κρίσεις- καταγράφεται θετική πορεία και ευοίωνες προοπτικές.
Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, με την απόφαση του Eurogroup πιστοποιείται ότι η Ελλάδα, μέσα σε αντίξοες διεθνώς συνθήκες, συνεχίζει με συνέπεια και αποτελεσματικότητα την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Υπενθυμίζεται ότι το Eurogroup ενεργοποίησε τη τελευταία δόση των συμπεφωνημένων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Πρόκειται για μέτρα συνολικού ύψους 6 δισ. ευρώ, που περιλαμβάνουν τα εξής:
Την αποδέσμευση της όγδοης και τελευταίας δόσης, ύψους 725 εκατ. ευρώ, από τα κέρδη των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από αγορά ελληνικών ομολόγων (τα γνωστά ANFA/SMP), η οποία εκκρεμούσε από το 1ο εξάμηνο του 2019.
Τον μηδενισμό, για το 2ο εξάμηνο του 2022, του επιπρόσθετου περιθωρίου (step-upmargin), η ενσωμάτωση του οποίου προβλέπεται στο επιτόκιο δανείων που έχει παραχωρήσει ο EFSF στην Ελλάδα.
Τον μόνιμο μηδενισμό -για πρώτη φορά- του περιθωρίου αυτού, από το 2023 και μετά.
Eurogroup: «Τίτλοι τέλους» για την ελληνική περίπτωση
Έχει σημασία ότι, στη δήλωσή τους για την Ελλάδα οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης επισημαίνουν ότι, η αποδέσμευση της τελικής δόσης των μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που συμφωνήθηκε σήμερα από το Eurogroup σηματοδοτεί το τέλος των τακτικών συζητήσεων σχετικά με τα μέτρα που υπόκεινται σε πολιτική χρέους από τον Ιούνιο του 2018.
Επιπλέον, το Eurogroup χαιρέτησε τις περαιτέρω μεταρρυθμίσεις πολιτικής που επιτεύχθηκαν μετά τη δημοσίευση της τελικής έκθεσης ενισχυμένης εποπτείας στις 23 Μαΐου 2022.
Ειδικότερα, στην ανακοίνωσή του το Eurogroup αναφέρεται στην εκπλήρωση των συγκεκριμένων δεσμεύσεων στον τομέα της είσπραξης φόρων, της κτηματογράφησης και των δασικών χαρτών, της υγειονομικής περίθαλψης, της αφερεγγυότητας και των δημόσιων επιχειρήσεων.
Επιπλέον, το Eurogroup τονίζει ότι οι ελληνικές αρχές έχουν επιτύχει απτή επιτάχυνση στην εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων οφειλών και εκκρεμών υποχρεώσεων, αν και απαιτείται περαιτέρω εργασία για την εκκαθάριση των κληροδοτημένων αποθεμάτων καθώς και για την εκκαθάριση των κρατικών εγγυήσεων.
Επίσης υιοθετήθηκε η εκτίμηση των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων ότι, παρά τις δύσκολες συνθήκες λόγω του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, η Ελλάδα έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να ολοκληρώσει τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις της και ότι υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να επιβεβαιωθεί η αποδέσμευση μιας τελικής δόσης μέτρων για το χρέος που εξαρτάται από την πολιτική.
Συνέχιση της προσπάθειας
Από την άλλη, το Eurogroup υπογράμμισε την ανάγκη να συνεχιστεί η αποφασιστική αντιμετώπιση των υφιστάμενων μεσοπρόθεσμων κινδύνων και προκλήσεων που εντοπίστηκαν στην πρώτη έκθεση Μεταπρογραμματικής Εποπτείας, συμπεριλαμβανομένης:
της αποτελεσματικής λειτουργίας της δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, της μεταρρύθμισης της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, της κωδικοποίησης της εργατικής νομοθεσίας, τις συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, της εκκαθάρισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, τις εκκρεμείς υποθέσεις αφερεγγυότητας νοικοκυριών και κρατικές εγγυήσεις, καθώς και της εφαρμογής του Οργανισμού Sale and Lease Back για τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του πλαισίου αφερεγγυότητας.
Τέλος, το Eurogroup τόνισε ότι η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας θα συνεχίσει να παρέχει σημαντική ώθηση στην οικονομία, καθώς και ισχυρό καταλύτη για τις προσπάθειες προς την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να συνεχίσει τη μεταρρυθμιστική διαδικασία, και ειδικότερα να διασφαλίσει ταχέως την ομαλή λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στο εξής, η συνεχής εφαρμογή μιας φιλόδοξης αναπτυξιακής στρατηγικής και συνετών δημοσιονομικών πολιτικών θα συνεχίσουν να αποτελούν τα βασικά συστατικά για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Προς δημοσιονομικό «συμμάζεμα» στην Ευρωζώνη
Την ίδια ώρα, πάντως, στην Ευρώπη προετοιμάζονται για σφιχτότερη δημοσιονομική πολιτική το 2023. Είναι άλλωστε ενδεικτικά τα όσα αναφέρονται στην ανακοίνωση του Eurogroup.
Αναλυτικότερα, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης συμφώνησαν ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές πρέπει να στοχεύουν στη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους καθώς και στην αύξηση του αναπτυξιακού δυναμικού με βιώσιμο τρόπο, διευκολύνοντας έτσι επίσης το έργο της νομισματικής πολιτικής να διασφαλίσει την έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στο στόχο της ΕΚΤ, στο 2%.
Επιπλέον, δεδομένης της επείγουσας ανάγκης για αντίδραση στις τιμές της ενέργειας και στο σοκ του πληθωρισμού, έχουμε ληφθεί έκτακτα μέτρα. Το άμεσο δημοσιονομικό κόστος των μέτρων το 2022 εκτιμάται στο 1,3% του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ. Πολλά από αυτά τα μέτρα είχαν ευρεία βάση και επικεντρώθηκαν στις τιμές της ενέργειας, αντί για στοχευμένα μέτρα ανάλογα με τα εισοδήματα.
Το 2023, το κόστος προβλέπεται στο 0,9% του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ και θα μπορούσε να αυξηθεί σημαντικά, εάν τα μέτρα που έχουν ήδη ανακοινωθεί διατηρηθούν σε ισχύ για ολόκληρο το έτος.
Στο πλαίσιο αυτό, το Eurogroup τονίζει ότι για το μετριασμό των επιπτώσεων των υψηλών τιμών της ενέργειας, πρέπει να διασφαλιστεί ότι τα μέτρα είναι πιο αποτελεσματικά, καλύτερα συντονισμένα και οικονομικά προσιτά. Το 2023 μάλιστα θα εξεταστούν τα μέτρα μας για να διασφαλιστεί ότι είναι στοχευμένα και επικεντρωμένα σε ευάλωτα νοικοκυριά και βιώσιμες επιχειρήσεις που εκτίθενται προσωρινά.
Το Eurogroup τονίζει ότι όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει σταδιακά να αποσύρουν τέτοια μέτρα καθώς μειώνονται οι πιέσεις στις τιμές της ενέργειας. Πολλά από τα μέτρα στήριξης που ισχύουν επί του παρόντος πρόκειται να λήξουν στις αρχές του επόμενου έτους. Υπενθυμίζεται επίσης ότι στις δημοσιονομικές κατευθυντήριες γραμμές για το 2023 γίνεται διαφοροποίηση μεταξύ των κρατών-μελών ανάλογα με το επίπεδο του δημόσιου χρέους τους.
Ειδικότερα, τα κράτη μέλη με υψηλά επίπεδα χρέους θα πρέπει να ακολουθήσουν συνετή δημοσιονομική πολιτική, ιδίως περιορίζοντας την εθνικά χρηματοδοτούμενη αύξηση των πρωτογενών τρεχουσών δαπανών. Τα κράτη μέλη χαμηλού/μεσαίου χρέους θα πρέπει να στοχεύουν σε ουδέτερη στάση δημοσιονομικής πολιτικής. Έτσι, το Eurogroup και καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι ο προϋπολογισμός του 2023 είναι συνεπής με τις συστάσεις του Συμβουλίου, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές συνθήκες.
Το βάρος της εποπτείας πέφτει στο δημόσιο χρέος
Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις του Eurogroup, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Κομισιόν, στις προτάσεις της για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας, προωθεί τη μετάβαση σε ένα σύστημα δημοσιονομικής εποπτείας με βάσει κινδύνου, το οποίο θα επικεντρώνεται στα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες προκλήσεις όσον αφορά το δημόσιο χρέος, μεταξύ των οποίων βεβαίως, είναι και η Ελλάδα. Άρα, το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο που θα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις, θα καθορίσουν και τα περιθώρια άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής στη χώρα μας.
Πορεία προσαρμογής
Σύμφωνα με την Κομισιόν, τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν σημαντικές ή μέτριες προκλήσεις όσον αφορά το δημόσιο χρέος θα πρέπει να καθορίσουν μια πορεία προσαρμογής που θα διασφαλίζει ότι το χρέος θα τεθεί σε τροχιά εύλογης και συνεχούς μείωσης. Τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν χαμηλές προκλήσεις όσον αφορά το δημόσιο χρέος θα έχουν μεγαλύτερα περιθώρια να καθορίσουν τη δημοσιονομική πορεία τους, καθώς διατηρούν το δημοσιονομικό τους έλλειμμα με αξιόπιστο τρόπο κάτω από το όριο του 3 % του ΑΕΠ.
Επίσης, η Επιτροπή θα προτείνει για κάθε κράτος μέλος με σημαντικό ή μέτριο δημόσιο χρέος μια πολυετή πορεία προσαρμογής αναφοράς σχετικά με τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, η οποία θα καλύπτει τέσσερα έτη:
Για τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά το χρέος, η πορεία των καθαρών δαπανών αναφοράς θα πρέπει να διασφαλίζει ότι, έως τον ορίζοντα του σχεδίου (τέσσερα έτη), η 10ετής πορεία του χρέους με αμετάβλητες πολιτικές βρίσκεται σε εύλογη και συνεχή πτωτική πορεία και ότι το έλλειμμα παραμένει κάτω από την τιμή αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ κατά την ίδια 10ετή περίοδο.
Για τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν μέτριες προκλήσεις όσον αφορά στο χρέος, η πορεία των καθαρών δαπανών αναφοράς θα πρέπει να διασφαλίζει ότι, το πολύ τρία έτη μετά τον ορίζοντα του σχεδίου, η 10ετής πορεία του χρέους βρίσκεται σε εύλογη και συνεχή πτωτική πορεία με αμετάβλητες πολιτικές και ότι, έως τον ορίζοντα του σχεδίου, το έλλειμμα παραμένει κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ κατά την ίδια 10ετή περίοδο.
Για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, η Επιτροπή θα χρησιμοποιήσει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων και αναλύσεις, προσομοιώνοντας κοινούς κλυδωνισμούς που σχετίζονται με τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα επιτόκια, την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, το πρωτογενές ισοζύγιο και τις ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Η ανάλυση αυτή θα δημοσιοποιηθεί μαζί με την πορεία των καθαρών δαπανών αναφοράς. Η Επιτροπή θα καταστήσει επίσης διαθέσιμη τη μεθοδολογία και τα σχετικά δεδομένα. Κατά την αξιολόγηση του σχεδίου, η Επιτροπή θα αξιολογήσει επίσης κατά πόσον διασφαλίζεται με αξιόπιστο τρόπο ότι το έλλειμμα διατηρείται κάτω από το 3 % του ΑΕΠ σε περίοδο 10 ετών.
Η ταξινόμηση των χωρών σε αυτές τις τρεις κατηγορίες θα βασίζεται στο πλαίσιο ανάλυσης της βιωσιμότητας του χρέους της Επιτροπής. Κάθε κράτος μέλος θα υποβάλει μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό και διαρθρωτικό σχέδιο προς αξιολόγηση από την Επιτροπή και έγκριση από το Συμβούλιο.
Τα σχέδια θα περιγράφουν τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική πορεία και τις μεταρρυθμιστικές και επενδυτικές δεσμεύσεις. Η πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής θα καθοριστεί με βάση τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, δηλαδή τις δαπάνες εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων και εξαιρουμένων των δαπανών για τόκους, καθώς και των δαπανών για την κυκλική ανεργία. Η μεσοπρόθεσμη πορεία θα μεταφραστεί σε αντίστοιχα ετήσια ανώτατα όρια δαπανών
Διόρθωση των ανισορροπιών
Για τα κράτη μέλη στα οποία εντοπίστηκαν ανισορροπίες στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών, τα σχέδια θα περιλαμβάνουν επίσης μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις για τη διόρθωση των εν λόγω ανισορροπιών. Πριν από την υποβολή του σχεδίου θα προηγηθεί διεξοδικός τεχνικός διάλογος με την Επιτροπή.
Η Επιτροπή θα αξιολογήσει το μεσοπρόθεσμο σχέδιο με ολοκληρωμένο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ της δημοσιονομικής πορείας και των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων. Η αξιολόγηση θα πραγματοποιείται βάσει κοινού πλαισίου αξιολόγησης της Ε.Ε. και διαφανών μεθοδολογιών, διατηρώντας τη δυνατότητα αναζήτησης πρόσθετων πληροφοριών ή αίτησης αναθεωρημένου σχεδίου.
Οι δημοσιονομικές αβεβαιότητες
Την ίδια ώρα, το ΥΠ.ΟΙΚ. στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2023 παραδέχεται ότι οι δημοσιονομικές προβλέψεις υπόκεινται σε κινδύνους και αβεβαιότητες.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι σχετίζονται με τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις και συγκεκριμένα με την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και με τις επιπτώσεις του στη διεθνή οικονομική δραστηριότητα, ιδίως μέσω των τιμών της ενέργειας.
Ιδίως η διαμόρφωση των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου αποτελεί σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας, καθώς τυχόν αρνητικές εξελίξεις μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο τόσο μέσω της επίπτωσής τους στο επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας όσο και μέσω της δημοσιονομικής τους επίδρασης.
Η ενεργειακή κρίση
Ως εκ τούτου, η αβεβαιότητα παραμένει ιδιαίτερα σημαντική και συναρτάται με μία σειρά από ζητήματα, περιλαμβανομένων της διάρκειας του πολέμου, της έντασής του, του βαθμού κατά τον οποίο θα συνεχιστούν οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου στην Ε.Ε., της μείωσης της κατανάλωσης φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και των καιρικών συνθηκών οι οποίες αποτελούν προσδιοριστικό παράγοντα της συνολικής ζήτησης.
Πέραν της εξέλιξης του πολέμου και της ενεργειακής κρίσης, επιπλέον παράγοντες κινδύνου και αβεβαιότητας εντοπίζονται στην εξέλιξη της πανδημίας, καθώς και στην πολιτική νομισματικής σύσφιξης που ακολουθείται διεθνώς με σκοπό την καταπολέμηση των πληθωριστικών πιέσεων.
Ως προς την πανδημία, πιθανές νέες εξάρσεις του φαινομένου διεθνώς μπορεί να οδηγήσουν σε νέες διαταραχές στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Ως προς την ασκούμενη νομισματική πολιτική, υπάρχει αβεβαιότητα ως προς τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων, καθώς και ως προς τον βαθμό στον οποίον η αύξηση του κόστους του χρήματος θα επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα.
Σύμφωνα και με την ανάλυση ευαισθησίας του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης που περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό, η μείωση του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης κατά 1,0% σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο συνεπάγεται ότι το ΑΕΠ του 2023 (σε τρέχουσες τιμές) θα διαμορφωθεί σε 222,0 δισ. ευρώ από 210,2 δισ. ευρώ το 2022, έναντι ονομαστικού ΑΕΠ ύψους 224,1 δισ. ευρώ το 2023 σύμφωνα με το βασικό σενάριο.
Η ανάλυση ευαισθησίας
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης ευαισθησίας, μία τέτοια μεταβολή του επιπέδου του ονομαστικού ΑΕΠ θα οδηγούσε σε επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σχέση με το σενάριο του προϋπολογισμού 2022.
Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε -2,5% του ΑΕΠ έναντι -2,0% του ΑΕΠ, ενώ το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε +0,3% του ΑΕΠ έναντι +0,7% του ΑΕΠ. Σε απόλυτους όρους, ο μειωμένος κατά 1,0% ονομαστικός ρυθμός μεγέθυνσης θα οδηγούσε σε επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση της τάξης του 1,05 δισ. ευρώ.