ΕΚΤ: Αμετάβλητη η νομισματική πολιτική
Καμία αλλαγή δεν υπήρξε στην πολιτική της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζας, όπως επιβεβαιώθηκε από τη σημερινή συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου.
Το Διοικητικό Συμβούλιο επιβεβαίωσε τις αποφάσεις που είχε λάβει κατά τη συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής του τον περασμένο Δεκέμβριο.
Το α΄ τρίμηνο του 2022, το Διοικητικό Συμβούλιο διενεργεί καθαρές αγορές στοιχείων ενεργητικού στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (pandemic emergency purchase programme – PEPP) με χαμηλότερο ρυθμό από ό,τι το προηγούμενο τρίμηνο.
Θα σταματήσει τις καθαρές αγορές στοιχείων ενεργητικού στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP στο τέλος Μαρτίου του 2022.
Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του PEPP κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024.
Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Η πανδημία έδειξε ότι, υπό συνθήκες πίεσης, η ευελιξία ως προς τον σχεδιασμό και τη διενέργεια των αγορών στοιχείων ενεργητικού έχει βοηθήσει στην αντιμετώπιση των δυσλειτουργιών του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και έχει καταστήσει πιο αποτελεσματικές τις προσπάθειες του Διοικητικού Συμβουλίου για επίτευξη του στόχου του.
Εντός των ορίων της εντολής του Διοικητικού Συμβουλίου, υπό συνθήκες πίεσης, η ευελιξία θα συνεχίσει να αποτελεί στοιχείο της νομισματικής πολιτικής όποτε παράγοντες που απειλούν τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής διακυβεύουν την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών.
Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση νέου κατακερματισμού στις αγορές που σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP μπορούν ανά πάσα στιγμή να προσαρμοστούν με ευελιξία ως προς τον χρόνο, τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού και τις χώρες.
Η ευελιξία αυτή θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδει η Ελληνική Δημοκρατία επιπλέον της αξίας των ομολόγων που επανεπενδύεται στη λήξη τους, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στη συγκεκριμένη χώρα, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής προς την ελληνική οικονομία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν να ξεκινήσουν εκ νέου, εφόσον κριθεί αναγκαίο, για την αντιμετώπιση αρνητικών διαταραχών που σχετίζονται με την πανδημία.
Δηλώσεις Λαγκάρντ
Ο πληθωρισμός θα είναι υψηλότερος από το αναμενόμενο για ένα διάστημα εξαιτίας των υψηλών τιμών της ενέργειας, δήλωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, στη συνέντευξη τύπου μετά την απόφαση της ΕΚΤ να αφήσει αμετάβλητα τα επιτόκια και το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων.
«Οι περισσότεροι εντυπωσιαστήκαμε από τα στοιχεία του πληθωρισμού τον Δεκέμβριο του 2021. Ήταν εξαιτίας του ενεργειακού σοκ», είπε.
Επανέλαβε την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζα ότι ο πληθωρισμός θα αρχίσει να υποχωρεί εντός του 2022 μετά το ράλι των προηγούμενων μηνών, αναγνωρίζοντας πάντως ότι πληθωρισμός αναμένεται ότι θα παραμείνει αυξημένος για περισσότερο απ’ ό,τι είχε εκτιμηθεί αρχικά.
Το ράλι των τιμών του πληθωρισμού, με τον δείκτη να σκαρφαλώνει σε νέο ρεκόρ στο 5,1% τον Ιανουάριο, οφείλεται κυρίως στην ενέργεια και εκεί αναμένεται να δούμε αποκλιμάκωση των πιέσεων τους επόμενους μήνες, ανέφερε η Κριστίν Λαγκάρντ, αν και επισήμανε ότι οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι είναι αυξημένοι, δείχνοντας την ένταση Δύσης – Ρωσίας για την Ουκρανία.
Σε αυτό το πλαίσιο προειδοποίησε ότι οι κίνδυνοι στις προοπτικές του πληθωρισμού είναι ανοδικοί, ιδίως σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο.
“Αν οι ανοδικές πιέσεις αρχίσουν να μετακυλίονται στους μισθούς και η οικονομία περάσει σε πλήρη παραγωγική ικανότητα, ο υψηλός πληθωρισμός ενδεχομένως να παραμένει για περισσότερο”, ανέφερε.
Υπογράμμισε ταυτόχρονα ότι “υπάρχει ανησυχία για τον πληθωρισμό σε ολόκληρο το Δ.Σ. της ΕΚΤ. Θα συνεχίσουμε να εστιάζουμε στα στοιχεία και αυτό θα το κάνουμε με μεγαλύτερο βάθος στη συνεδρίαση του Μαρτίου, όταν θα έχουμε στη διάθεση και νέα στοιχεία για τους μισθούς, για την αγορά εργασίας και θα μπορούμε να κάνουμε μια ευρύτερη ανάλυση”.
“Έχουμε μια εντολή για τη σταθερότητα των τιμών, αλλά είμαστε αποφασισμένοι να μην σπεύσουμε σε αποφάσεις μέχρι να ολοκληρωθεί η αναλυτική δουλειά που πρέπει να γίνει”, πρόσθεσε.
Πιέσεις στα ομόλογα
Υπό ισχυρή πίεση βρίσκονται τα ομόλογα, με τις τιμές τους να υποχωρούν και τις αποδόσεις (δηλαδή το κόστος δανεισμού των κυβερνήσεων) να ακολουθούν την ανιούσα. Η απόδοση του ελληνικού 10ετους ομολόγου σκαρφάλωσε στο 1,8%. Αύξηση 13 μονάδων βάσης, τη μεγαλύτερη ημερήσια από τον περασμένο Οκτώβριο, καταγράφει και η απόδοση του ιταλικού 10ετους. Το spread έναντι του γερμανικού 10ετους διευρύνεται στις 144 μονάδες βάσης.
Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων Ισπανίας και Πορτογαλίας εκτινάχθηκαν επίσης στα υψηλότερα επίπεδα από τον Μάιο του 2020, στο 0,861% και 0,799% αντίστοιχα.
Πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού (APP)
Στο πλαίσιο της σταδιακής μείωσης των αγορών στοιχείων ενεργητικού που αποφασίστηκε τον Δεκέμβριο του 2021 και με σκοπό να διασφαλιστεί ότι η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής παραμένει συμβατή με τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού στον στόχο του Διοικητικού Συμβουλίου μεσοπρόθεσμα, οι καθαρές αγορές στοιχείων ενεργητικού μέσω του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme – APP) θα διενεργούνται με μηνιαίο ρυθμό 40 δισεκ. ευρώ το β΄ τρίμηνο του 2022 και 30 δισεκ. ευρώ το γ΄ τρίμηνο.
Από τον Οκτώβριο και μετά, το Διοικητικό Συμβούλιο θα διατηρήσει τη διενέργεια καθαρών αγορών στοιχείων ενεργητικού στο πλαίσιο του προγράμματος APP σε μηνιαίο ρυθμό 20 δισεκ. ευρώ για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο για την ενίσχυση της διευκολυντικής επίδρασης των επιτοκίων πολιτικής του.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι οι καθαρές αγορές θα λήξουν λίγο πριν αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει επίσης να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, τα ποσά από την εξόφληση τίτλων αποκτηθέντων στο πλαίσιο του προγράμματος APP κατά τη λήξη τους για παρατεταμένη χρονική περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και πάντως για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο για τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας και ενός διευκολυντικού, σε μεγάλο βαθμό, χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής.
Βασικά επιτόκια της ΕΚΤ
Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντιστοίχως.
Για να στηρίξει τον συμμετρικό στόχο του για πληθωρισμό 2% και σύμφωνα με τη στρατηγική νομισματικής πολιτικής του, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στα σημερινά τους ή σε χαμηλότερα επίπεδα έως ότου διαπιστώσει ότι ο πληθωρισμός φθάνει το 2% πολύ πριν από το τέλος του υπό εξέταση χρονικού ορίζοντα προβολής και με διάρκεια κατά το υπόλοιπο του χρονικού ορίζοντα προβολής, και κρίνει ότι η πορεία του υποκείμενου πληθωρισμού έχει σημειώσει επαρκή πρόοδο ούτως ώστε να είναι συμβατή με σταθεροποίηση του πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα.
Αυτό ενδέχεται να συνεπάγεται επίσης μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός διαμορφώνεται μετρίως πάνω από τον στόχο.
Πράξεις αναχρηματοδότησης
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα εξακολουθήσει να παρακολουθεί τις συνθήκες χρηματοδότησης των τραπεζών και να διασφαλίζει ότι η λήξη των πράξεων στο πλαίσιο της τρίτης σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ) δεν επηρεάζει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής του.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί επίσης τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.
Όπως έχει ανακοινωθεί, αναμένει ότι οι ειδικές συνθήκες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο των ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ θα λήξουν τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογήσει επίσης την κατάλληλη βαθμονόμηση του συστήματος δύο βαθμίδων που εφαρμόζει για τον εκτοκισμό των αποθεματικών ούτως ώστε η πολιτική αρνητικών επιτοκίων να μην περιορίζει τη διαμεσολαβητική ικανότητα των τραπεζών σε ένα περιβάλλον άφθονης πλεονάζουσας ρευστότητας.