Υποβαθμίζει τις προοπτικές ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας το ΔΝΤ
Οι διαταραχές στην τροφοδοσία, ο υψηλότερος πληθωρισμός, τα επίπεδα χρέους ρεκόρ των χωρών ειδικά μετά τα μέτρα για την πανδημία και η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα, είναι οι τέσσερις μεγάλοι κίνδυνοι που προσδιορίζει τώρα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την παγκόσμια οικονομία.
Στην αναθεώρηση των στοιχείων της έκθεσης για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα, το ΔΝΤ υποβαθμίζει κατά 0,5% τις προοπτικές ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας φέτος κυρίως λόγω δυσχερειών στις ΗΠΑ και την Κίνα που είναι οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη.
Η συνεχιζόμενη παγκόσμια ανάκαμψη αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις καθώς η πανδημία εισέρχεται στον τρίτο χρόνο σύμφωνα με την Γκίτα Γκόπιναθ, τη νέα υποδιευθύντρια και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου. Η ίδια εκτιμά ότι η ταχεία εξάπλωση της μετάλλαξης Όμικρον οδήγησε σε νέους περιορισμούς σε πολλές χώρες και σε αυξημένες ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Επίσης εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα που επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα και συμβάλλουν στον υψηλότερο πληθωρισμό, αυξάνοντας τις ήδη υπάρχουσες πιέσεις από την ισχυρή ζήτηση και τις αυξημένες τιμές τροφίμων και ενέργειας. Επιπλέον, τα υψηλά επίπεδα χρέους και η αύξηση στον πληθωρισμό περιορίζει την ικανότητα πολλών χωρών να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις, όπως αναφέρει.
`Τα αναθεωρημένα σημεία της έκθεσης:
- Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται το 2022 σε χειρότερη θέση από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως. Καθώς η νέα μετάλλαξη Όμικρον της πανδημίας εξαπλώνεται, οι χώρες έχουν επιβάλει ξανά περιορισμούς στην κινητικότητα.
- Οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας και οι διαταραχές του εφοδιασμού έχουν οδηγήσει σε υψηλότερο και ευρύτερο πληθωρισμό από ό,τι αναμενόταν, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πολλές αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες.
- Η συνεχιζόμενη υποχώρηση του κλάδου των ακινήτων της Κίνας και η βραδύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης έχουν επίσης συμβάλλει στη δημιουργία προβλέψεων για περιορισμένες προοπτικές ανάπτυξης.
- Η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να μετριαστεί από 5,9% το 2021 σε 4,4% το 2022—μισή ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερη για το 2022 από ό,τι προβλεπόταν στην έκθεση του ΔΝΤ για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Οκτώβριο του 2021, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό τις νέες προβλέψεις για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου.
Πλέον γίνεται αναθεώρηση στην επίδραση που θα μπορούσε να έχει το αμερικανικό δημοσιονομικό πακέτο του Τζο Μπάιντεν με την ονομασία Build Back Better. Επίσης υπολογίζεται η νωρίτερα από το αναμενόμενο απόσυρση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και οι συνεχιζόμενες ελλείψεις προσφοράς. Όλα αυτά προκάλεσαν αναθεώρηση προς τα κάτω κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες για την ανάπτυξη στις ΗΠΑ σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Στην Κίνα, οι διαταραχές που προκαλούνται από την πανδημία που σχετίζονται με την πολιτική μηδενικής ανοχής για τον COVID-19 και η παρατεταμένη οικονομική ανησυχία και προκλήσεις μεταξύ των κατασκευαστών ακινήτων προκάλεσαν υποβάθμιση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες στις προβλέψεις.
Η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται επίσης να επιβραδυνθεί στο 3,8% το 2023 αναφέρει το Ταμείο. Αν και αυτό είναι 0,2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο ποσοστό από ό,τι στην προηγούμενη πρόβλεψη, η αναβάθμιση αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τεχνικούς παράγοντες όπως αναφέρεται. Η πρόβλεψη εξαρτάται από αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας στις περισσότερες χώρες έως το τέλος του 2022 , υποθέτοντας ότι τα ποσοστά εμβολιασμού βελτιώνονται παγκοσμίως και οι θεραπείες γίνονται πιο αποτελεσματικές.
Ο κίνδυνος του πληθωρισμού
Ο αυξημένος πληθωρισμός αναμένεται να διατηρηθεί για περισσότερο από ό,τι είχε προβλεφθεί στην έκθεση του ΔΝΤ του Οκτωβρίου, με τις συνεχιζόμενες διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας και τις υψηλές τιμές ενέργειας να συνεχίζονται το 2022.
Αν υποθέσουμε ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό παραμείνουν σταθεροποιημένες, ο πληθωρισμός θα μειωθεί σταδιακά καθώς οι ανισορροπίες προσφοράς-ζήτησης θα μειώνονται το 2022 και η νομισματική πολιτική σε μεγάλες οικονομίες θα αποδεικνύεται αποτελεσματική
Οι κίνδυνοι για το βασικό σενάριο υπάρχουν. Η εμφάνιση νέων μεταλλάξεων του COVID-19 θα μπορούσε να παρατείνει την πανδημία και να προκαλέσει νέες οικονομικές αναταραχές. Επιπλέον, οι διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας, η αστάθεια των τιμών της ενέργειας και οι τοπικές πιέσεις στους μισθούς σημαίνουν ότι η αβεβαιότητα γύρω από τον πληθωρισμό και τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν είναι υψηλή.
Καθώς οι ανεπτυγμένες οικονομίες αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού πολιτικής, μπορεί να προκύψουν κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις ροές κεφαλαίων, τα νομίσματα και τις δημοσιονομικές θέσεις των αναδυόμενων αγορών και των αναπτυσσόμενων οικονομιών -ειδικά με τα επίπεδα χρέους να έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια.
Γεωπολιτικές εντάσεις
Άλλοι παγκόσμιοι κίνδυνοι μπορεί να εμφανιστούν καθώς οι γεωπολιτικές εντάσεις παραμένουν υψηλές και η συνεχιζόμενη κλιματική αλλαγή σημαίνει ότι η πιθανότητα μεγάλων φυσικών καταστροφών παραμένει αυξημένη.
Με την πανδημία να συνεχίζεται, η έμφαση σε μια αποτελεσματική παγκόσμια στρατηγική για την υγεία είναι πιο έντονη από ποτέ, αναφέρει το ΔΝΤ. Η παγκόσμια πρόσβαση σε εμβόλια, δοκιμές και θεραπείες είναι απαραίτητη για τη μείωση του κινδύνου περαιτέρω επικίνδυνων μεταλλάξεων του COVID-19. Αυτό απαιτεί αυξημένη παραγωγή προμηθειών ιατρικής βοήθειας, καθώς και καλύτερα συστήματα παράδοσης εντός της χώρας και δικαιότερη διεθνή διανομή.
Η νομισματική πολιτική σε πολλές χώρες θα χρειαστεί να ακολουθήσει μια πιο αυστηρή πορεία για να περιοριστούν οι πληθωριστικές πιέσεις, ενώ η δημοσιονομική πολιτική -που λειτουργεί με πιο περιορισμένο χώρο από όσο λειτουργούσε νωρίτερα στην πανδημία- θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στις δαπάνες για την υγεία και τις κοινωνικές δαπάνες, εστιάζοντας παράλληλα στη στήριξη προς τους πληγέντες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η διεθνής συνεργασία θα είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της πρόσβασης στη ρευστότητα και να οδηγήσει σε ταχεία αναδιάρθρωση χρέους όπου χρειάζεται. Η επένδυση σε πολιτικές για το κλίμα παραμένει επιτακτική για τη μείωση του κινδύνου καταστροφικής κλιματικής αλλαγής, αναφέρεται ακόμη.