Αλ. Τσίπρας στον ΣΕΒ: Αναγκαία νέα οικονομική πολιτική για μείωση ανισοτήτων
Την ανάγκη «αλλαγής» του κυριάρχου οικονομικού μοντέλου, την οποία κατέδειξε ακόμα περισσότερο η πανδημία, τόνισε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας, κατά τον χαιρετισμό που απηύθυνε στην ετήσια γενική συνέλευση του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων.
Ο Αλ. Τσίπρας αναφέρθηκε αναλυτικά σε προτάσεις που έχουν «πέσει στο τραπέζι» παγκοσμίως, όπως «το τέλος του παλιού κόσμου και της ψευδαίσθησης των trickle-down economics», από τον Αμερικανό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν ή την πρόταση των G7 για ένα παγκόσμιο εταιρικό φόρο για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. «Είναι μια σειρά προτάσεων που εδράζονται σε μια στοιχειώδη νέα κοινή λογική. Ανεξάρτητα αν κάποιος τις υποστηρίζει ηθικά και ιδεολογικά ή απολύτως συμφεροντολογικά, δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι συζητάμε σε μια νέα βάση», είπε, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι «στην Ελλάδα, δυστυχώς, σήμερα αυτή η συζήτηση μοιάζει ξένη, σχεδόν αιρετική».
«Οποιαδήποτε αντίστοιχη πρόταση θεωρείται σπατάλη, λαϊκισμός, λεφτόδεντρα. Και φυσικά, το αναμάσημα όλων εκείνων των συνταγών που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια και τη χρεοκοπία, εμφανίζονται ξανά στον αφρό ως “αναπτυξιακή πολιτική”‘» πρόσθεσε, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι είναι «βυθισμένη στις ιδεολογικές εμμονές της» και αφήνοντας αιχμές και για τον ΣΕΒ.
Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι «η κρίση της ελληνικής οικονομίας αποδίδεται στην ανάπτυξη των παραδοσιακών τομέων με ισχυρά πλεονεκτήματα (της ναυτιλίας, του τουρισμού και των κατασκευών), και στην ψευδαίσθηση της περιόδου, πριν από το 2008, ότι τα μεγάλα έργα, η πιο εσωστρεφής οικονομία, και η κατανάλωση, μαζί με ένα σχέδιο τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, διασφαλίζουν τη ροή διεθνών πόρων στην οικονομία και μπορούν να στηρίξουν μια γρήγορη και βιώσιμη ανάπτυξη».
«Να σας ενημερώσω ότι το μοντέλο χρεοκόπησε, όχι μαζί με τη χώρα το 2010, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο», είπε χαρακτηριστικά, ενώ πρόσθεσε ότι πέρα από τη δεκαετία μνημονιακών μέτρων που «βύθισαν την οικονομία», τώρα επαναφέρεται το ίσιο μοντέλο, κάτι που χαρακτήρισε «όχι μόνο λάθος, αλλά εξοργιστικό».
Συνεχίζοντας, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αναφέρθηκε στην «ευνοϊκή δημοσιονομική και οικονομική κατάσταση» που άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση, προσθέτοντας ότι και η πανδημία έχει δημιουργήσει ένα «πιο ευνοϊκό περιβάλλον» για την κυβέρνηση, λόγω των «εργαλείων» που έχει στη διάθεσή της, όπως είναι η άρση του δημοσιονομικού πλαισίου, η αγορά ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, το Ταμείο Ανάκαμψης, ο καθαρός διάδρομος στην αποπληρωμή του χρέους.
Παρ’ όλα αυτά, προειδοποίησε για τον «κίνδυνο» να αντιμετωπίσει η χώρα εκ νέου «δημοσιονομικό πρόβλημα» τα επόμενα ένα με δύο χρόνια. «Δεν μας αξίζει να ζήσουμε ξανά την εμπειρία των δημοσιονομικών περιορισμών», είπε, τονίζοντας ότι εάν συμβεί θα είναι «αποκλειστική ευθύνη» της κυβέρνησης και των «συνταγών» που επιλέγει να εφαρμόσει, από τις οποίες, οι «μόνοι ωφελημένοι» είναι «οι ιδιοκτήτες της παλιάς Ελλάδας».
«Όσων θέλουν το παιχνίδι της ελεύθερης αγοράς, αλλά με σημαδεμένα χαρτιά. Όσων στην πραγματικότητα φοβούνται τον ανταγωνισμό, φοβούνται να αναμετρηθούν στο επίπεδο της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων. Και ενώ οικτίρουν το κράτος, στην ουσία, απαιτούν από αυτό να τους συντηρεί και να τους προστατεύει», υπογράμμισε.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Αλ. Τσίπρας παρουσίασε τις «βάσεις», οι οποίες σύμφωνα με το ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, είναι αναγκαίες για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Η πρώτη αφορά την εργασία και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφέρθηκε στις προγραμματικές θέσεις του κόμματός του, που παρουσίασε χθες και συγκεκριμένα στην «αύξηση του κατώτατου στα 800 ευρώ, που με τη σειρά του θα συμπαρασύρει προς τα πάνω το σύνολο των αμοιβών». Χαρακτήρισε μάλιστα οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση του μισθολογικού κόστους «άτοπη και αντιαναπτυξιακή», τονίζοντας ότι «η εσωτερική ζήτηση πρέπει να αναθερμανθεί και ο μόνος τρόπος είναι με την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος».
Η δεύτερη «βάση», σύμφωνα με τον Αλ. Τσίπρα, αφορά το ιδιωτικό χρέος, παραπέμποντας στη «ρηξικέλευθη και ριζοσπαστική αναλυτική πρόταση για τη λήψη μέτρων» που έχει καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, πλήρη διαγραφή τόκων και προσαυξήσεων σε οφειλές προς το Δημόσιο, διαγραφή μέρους βασικής οφειλής και αποπληρωμή της υπόλοιπης οφειλής σε έως 120 δόσεις, επιμήκυνση περιόδου αποπληρωμής οφειλών σε τράπεζες με αναπροσαρμογή επιτοκίου, διαγραφή μέρους της οφειλής για ευάλωτους και πληττόμενους.
Η τρίτη «βάση», τέλος, αφορά το περιβάλλον. «Κάθε επένδυση, κάθε παραγωγική διαδικασία που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα θα πρέπει να είναι φιλική προς το περιβάλλον. Κάθε μας ενέργεια ως πολιτεία και ως επιχειρηματικός κόσμος, πρέπει να έχει ως πρώτη προτεραιότητα την προστασία και τη διατήρηση του φυσικού μας πλούτου που κινδυνεύει ανεπανόρθωτα», τόνισε.
Όπως είπε ο Αλ. Τσίπρας, «με αυτά τα τρία θεμέλια μπορούμε να ανοίξουμε τη μεγάλη συζήτηση για το παραγωγικό αύριο της χώρας», ενώ σημείωσε ότι η εκκίνηση θα έρθει μέσα από τη «μεγάλη ευκαιρία» που προσφέρει η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ωστόσο, άσκησε αυστηρή κριτική στο σχέδιο της κυβέρνησης, λέγοντας ότι «οι κεντρικές ιδέες βρίθουν από την επανάληψη των γενεσιουργών αιτιών της οικονομικής κατάρρευσης της χώρας και της απώλειας σχεδόν του 25% του ΑΕΠ από το 2010 έως το 2015» και συγκεκριμένα: «μείωση μισθολογικού κόστους, κατάρρευση κοινωνικού κράτους, καμία μέριμνα για μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καμία στόχευση για την στήριξη της απασχόλησης».
Έκρουσε δε το καμπανάκι του κινδύνου, να «βρεθούμε το επόμενο διάστημα ξανά μπροστά σε κοινωνική ένταση, σε κοινωνική πόλωση», καθώς το σχέδιο της κυβέρνησης δεν αντιμετωπίζει τις ανισότητες.
Στο αντίποδα του σχεδίου αυτού, συνέχισε, είναι η θεώρηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υπέρ της αποκατάστασης της «κοινωνική συνοχής, της ασφάλειας και της σταθερότητας». «Όχι δια της επιβολής, όχι δια της βίας. Αλλά δια της σταδιακής βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών», σημείωσε και αναφέρθηκε στις εναλλακτικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, τη στήριξη και ανανέωση των επιχειρήσεων και ιδίως της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, την ρύθμιση της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση του ενιαίου και καθολικού κοινωνικού κράτους, το συνολικό οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας και την ανάσχεση της κλιματικής κρίσης. Σε αυτά πρόσθεσε τη σημασία αλλαγών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μέσα και από τη συμβολή της Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Κλείνοντας την ομιλία του, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εξέφρασε τόσο την ανησυχία του για το μέλλον, καθώς η αναπτυξιακή πορεία της χώρας είχε ήδη αρχίσει να αντιστρέφεται πριν από τον κορονοϊό, όσο και την αισιοδοξία του, γιατί διαβλέπει τη αρχή μιας «νέας συναίνεσης που διαμορφώνεται διεθνώς γύρω από την ανάγκη ενός νέου βιώσιμου και δίκαιου παραγωγικού μοντέλου». Κάλεσε δε το ΣΕΒ να αναλάβει και αυτός τη δική του ευθύνη, τονίζοντας ότι «η Ελλάδα αξίζει να βρει τη σταθερότητα, την ηρεμία και την αυτοπεποίθηση μετά την πανδημική κρίση, για να ζήσει καλύτερες μέρες».
«Την επόμενη μέρα της πανδημίας, για να αντιμετωπίσουμε τον μεγάλο κίνδυνο της διεύρυνσης των ανισοτήτων, πρέπει να πάμε σε τολμηρές παρεμβάσεις που θα ενισχύσουν τις δυνάμεις της εργασίας, ταυτόχρονα και την αναπτυξιακή προοπτική», τόνισε ο Αλέξης Τσίπρας, σε συζήτηση που είχε στη συνέχεια με τον πρόεδρο του ΣΕΒ Δημήτρη Παπαλεξόπουλο.
«Ακόμα κι αν διαφωνούμε ο διάλογος είναι χρήσιμος. Εμείς είμαστε ειλικρινείς απέναντι σας, καταθέτουμε τις θέσεις και τις προτάσεις μας ανοικτά», σημείωσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, τονίζοντας ότι «αυτές οι προτάσεις πολλές φορές είναι τολμηρές, όπως η πρόταση που καταθέσαμε χτες (σς, για τα εργασιακά)». Επισήμανε ότι η Ελλάδα είναι ακόμα μια οικονομία που στηρίζεται στην ενεργό ζήτηση και πως η σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ «δείχνει ότι η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι πέμπτη από το τέλος, πάρα πολύ χαμηλά». Υπογράμμισε ότι στόχος είμαι η μεγέθυνση της οικονομίας, να υπάρξουν δουλειές και καλές δουλειές, η επιχειρηματικότητα να προχωρήσει και «στόχος δικός μας τουλάχιστον, να είναι καλοπληρωμένες». Γιατί, τόνισε ο κ. Τσίπρας, «η μεγάλη πλειονότητα των νέων ανθρώπων ζει με το άγχος για το αν θα μπορέσει να μείνει στη χώρα και η αξιοπρεπής αμοιβή είναι πολύ σημαντικό για να αντιμετωπίσουμε τη μάστιγα του brain drain».
Ο κ. Τσίπρας ανέφερε ως προς το ζήτημα της προσέγγισης των επιχειρήσεων με την κοινωνία ότι μπορεί να έχει αρχίσει να δημιουργείται μια διαφορετική, θετική αντίληψη για την επιχειρηματικότητα, όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να αλλάξει το γεγονός ότι η ελληνική κοινή γνώμη δεν αισθάνεται ταύτιση με τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, αντίστοιχη με αυτή που αισθάνεται πχ ο Γερμανός για τις γερμανικές επιχειρήσεις, ο ‘Αγγλος για τις αγγλικές και ο Γάλλος για τις γαλλικές. «Θα συμφωνήσω μαζί σας στην ανάγκη να υπάρξουν εθνικές στρατηγικές για τη βιομηχανία, τη μεταποίηση, θα συμφωνήσω ότι δεν μπορεί η οικονομία μας να στηρίζετε στον πρωτογενή τομέα της παραγωγής, την ίδια στιγμή όμως, αν θέλετε πραγματικά -και πρέπει να θέλετε- να αλλάξει αυτή η αίσθηση της κοινής γνώμης απέναντι στην επιχειρηματικότητα που εσείς εκπροσωπείτε, θα πρέπει να γίνετε πιο ανοικτοί και να αρχίσετε να κουβεντιάζετε την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζόμενων. Αυτή είναι η εκτίμηση μου», είπε. Υπογράμμισε ότι «βρισκόμαστε σε μια εποχή που ιδίως στη χώρα μας η ευελιξία στην εργασία και η συρρίκνωση των δικαιωμάτων μπορεί να μας οδηγήσει σε μια έντονη κοινωνική πόλωση και αυτό πρέπει να το αντιμετωπίσουμε και αυτό αφορά και εσάς». Πρόσθεσε ότι «γι’ αυτό αναφέρθηκα στην ομιλία μου λέγοντας ότι μπορεί ενδεχομένως κάποιοι από εσάς να θεωρείτε ευχής έργον όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα με το εργασιακό νομοσχέδιο ή άλλες παρεμβάσεις της κυβέρνησης, όμως όποιος έχει μακροπρόθεσμη στρατηγική και ευρύτερη προσέγγιση στα πράγματα θα πρέπει να καταλάβει ότι δεν θα έχουν όφελος ούτε οι μεγάλες επιχειρήσεις από αυτές τις πολιτικές».
Μιλώντας για τα ζητήματα της ένταξης και στήριξης της καινοτομίας στην επιχειρηματικότητα, ο πρώην πρωθυπουργός είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, σε πολύ δύσκολες συνθήκες έξυσε τον πάτο του βαρελιού για να βρει ό,τι υπήρχε διαθέσιμο από ευρωπαϊκούς πόρους, ώστε να χρηματοδοτηθούν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Ως προς το θέμα της πράσινης μετάβασης, υπογράμμισε ότι είναι εξαιρετικά κρίσιμο αυτή να είναι δίκαιη, διότι «υπάρχει ο κίνδυνος μεγάλο κομμάτι της επιχειρηματικότητας και της κοινωνίας να μείνει πίσω, ο κίνδυνος να μην είναι συμπεριληπτική αυτή η διαδικασία της πράσινης μετάβασης». ‘Αρα, τόνισε, χρειάζονται πολιτικές που θα εντοπίσουν τα ελλείμματα και θα χρηματοδοτούν προσπάθειες «γιατί αν δεν συμβεί αυτό θα βρεθούμε σε ακόμα μεγαλύτερη διεύρυνση των ανισοτήτων».