ΙΕΛΚΑ: Αυξάνεται το e-trade στη λιανική τροφίμων
Αύξηση στη διείσδυση των ηλεκτρονικών αγορών στο λιανεμπόριο τροφίμων καταδεικνύει μελέτη του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) με δείγμα 850 ατόμων.
Η έρευνα καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ καταγράφει ότι το κοινό που αγοράζει τρόφιμα και γενικά είδη σούπερ μάρκετ online έχει φτάσει πλέον στο 25% έναντι ενός πολύ μικρού ποσοστού 1-2% το 2019. Επίσης 4 στους 10 χρήστες διαδικτύου παραγγέλνουν online την κατηγορία food-delivery, η οποία έχει ξεπεράσει συνολικά ως αγορά τα 500 εκατ. ευρώ το 2020.
Σημειώνεται ότι οι πωλήσεις του online καναλιού των σούπερ μάρκετ έχουν ξεπεράσει το 2020, σύμφωνα με την Convert Group, τα 100 εκατ. ευρώ, δηλαδή ήταν υπερδιπλάσιες συγκριτικά με τις ηλεκτρονικές πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2019, οι οποίες είχαν διαμορφωθεί στα 46,7 εκατ. ευρώ.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το βασικό πλεονέκτημα των ηλεκτρονικών αγορών όπως αναγνωρίζεται από το ευρύ κοινό (ανεξάρτητα από το αν είναι αγοραστές μέσω ηλεκτρονικών σούπερ μάρκετ) είναι η ασφάλεια από τον κορονοϊό σε ποσοστό 40%. Ακολουθεί η ευκολία των αγορών σε ποσοστό 38%, η ταχύτητα αγορών με 23% και η αναζήτηση προσφορών με 22%.
Παράλληλα 1 στους 4 καταναλωτές, 25%, δεν έχει εικόνα για τα πλεονεκτήματα των ηλεκτρονικών αγορών, κάτι που αποτελεί ένδειξη για ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης της αγοράς. Ακόμα πιο σημαντικά ευρήματα όμως παρέχει η περαιτέρω ανάλυση, στο εστιασμένο δείγμα όσων αποτελούν αγοραστές προϊόντων από τα ηλεκτρονικά σουπερμάρκετ. Σε αυτή την περίπτωση, τα πλεονεκτήματα των ηλεκτρονικών αγορών παραμένουν στην ίδια σειρά, αλλά με σημαντικά υψηλότερα ποσοστά.
Το 71% θεωρεί ότι παρέχουν ασφάλεια από τον κορονοϊό, το 63% την ευκολία των αγορών, το 41% ταχύτητα αγορών. Τα στοιχεία αυτά ουσιαστικά δείχνουν ότι ναι μεν ο κύριος λόγος έναρξης αγορών μέσω διαδικτύου είναι η ασφάλεια από την πανδημία, αλλά αφετέρου η άνεση και η ταχύτητα που προσφέρουν τα ηλεκτρονικά σουπερμάρκετ αποτελούν τους κύριους λόγους διατήρησής αυτής της αγοραστικής συνήθειας.
Όσον αφορά την επιλογή του σημείου ηλεκτρονικής πώλησης, είναι αξιοσημείωτο ότι η πλειοψηφία σε ποσοστό 52% προτιμά το ηλεκτρονικό κατάστημα της ίδια αλυσίδας σουπερμάρκετ από την οποία αγοράζει και εκτός διαδικτύου, από τα φυσικά της καταστήματα.
Αυτό δείχνει ότι τα ηλεκτρονικά καταστήματα σουπερμάρκετ στην Ελλάδα απολαμβάνουν υψηλή πιστότητα από τους αγοραστές, κάτι που αφήνει περιθώρια για ανάπτυξη νέων υπηρεσιών. Αθροιστικά ηλεκτρονικό κατάστημα αλυσίδας με φυσικό δίκτυο θα επέλεγε, 2 στους 3 καταναλωτές, το 66% (52% της ίδιας αλυσίδας και 14% άλλης αλυσίδας), κάτι που δείχνει τη σημασία που δίνουν οι καταναλωτές στην αξιοπιστία του φυσικού καταστήματος.
Μόλις 11% θα επέλεγε ηλεκτρονικό κατάστημα χωρίς φυσικό σημείο πώλησης. Πρόκειται για μια σημαντική ιδιαιτερότητα της αγοράς τροφίμων που δεν συναντάται εύκολα σε αγορές άλλων αγαθών.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι στη δεύτερη θέση επιλογής σημείου αγοράς βρίσκεται με ποσοστό 21% η χρήση ηλεκτρονικής πλατφόρμας με πολλά καταστήματα τροφίμων όπως είναι το e-food και το box. Το νέο αυτό μοντέλο αγορών που εμφανίστηκε μόλις την προηγούμενη 'Ανοιξη στην αγορά έχει κερδίσει ήδη σημαντικό έδαφος.
Οι παράγοντες με τους οποίους επιλέγουν οι χρήστες να κάνουν τις αγορές τους είναι επίσης ενδιαφέροντες. Η δωρεάν αποστολή προϊόντων θεωρείτε πρακτικά δεδομένη από την πλευρά των πελατών με ποσοστό 73%. Η ποιότητα των φρέσκων προϊόντων και των προϊόντων ψυγείου με ποσοστό 71% είναι κάτι που φαίνεται να αποτελεί ουσιαστική απαίτηση του κοινού και βασικό παράγοντα διαφοροποίησης.
Σημαντικοί επίσης παράγοντες είναι η ταχύτητα παράδοσης με 69% (ένας τομέας όπου οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ παρουσιάζουν ουσιαστική βελτίωση τους τελευταίους μήνες με αυθημερόν παράδοση), οι τιμές των προϊόντων επίσης με 69% (οι πιο πολλές εταιρείες έχουν κοινή τιμολογιακή πολιτική για ψηφιακό και φυσικό δίκτυο) και η ευκολία χρήσης του site ή της εφαρμογής του τηλεφώνου με 69%.
Αντίθετα υπηρεσίες όπως είναι η παραλαβή από το κατάστημα και η παρακολούθηση παραγγελίας, δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον με χαμηλά ποσοστά 38% και 43% αντίστοιχα.