Πληθαίνουν οι «καλές» ειδήσεις για την οικονομία

03/11/2019, 11:59
standing businessman who looks various graphics of business. Internet of Things. Information Communication Technology. Digital transformation. Abstract mixed media.

Το «σερί» των θετικών ειδήσεων για την ελληνική οικονομία
φαίνεται ότι συνεχίζεται, συμβάλλοντας στην εντυπωσιακή βελτίωση του
οικονομικού κλίματος. Τόσο η πολυπόθητη αναβάθμιση από την Standard & Poor's, όσο και το γεγονός ότι
η χώρα μας θα «ξεφορτωθεί» τελικά τα ακριβά δάνεια του ΔΝΤ, είναι γεγονότα που
ενισχύουν την αισιοδοξία σχετικά με τις προοπτικές της οικονομίας.





Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης





Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Καταρχάς, ο ESM ενέκρινε την πρόωρη αποπληρωμή μέρους των δανείων του ΔΝΤ. Όπως αναφέρει
και η σχετική ανακοίνωση, το Συμβούλιο των Διοικητών του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού
Σταθερότητας και Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΜΣ/ΕΤΧΣ)
συμφώνησε να άρει την υποχρεωτική αποπληρωμή του ΕΜΣ/ΕΤΧΣ (ESM/EFSF), που
συνδέεται με τη μερική πρόωρη αποπληρωμή από την Ελλάδα στο Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο.





Σύμφωνα με τις δανειακές συμφωνίες της Ελλάδας με τον ΕΜΣ
και το ΕΤΧΣ, σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής στο ΔΝΤ, ένα ανάλογο ποσό της
χρηματοοικονομικής βοήθειας που παρείχε ο ΕΜΣ και το ΕΤΧΣ γίνεται αμέσως
πληρωτέο. Υπενθυμίζεται ότι, στις 16 Σεπτεμβρίου 2019 η ελληνική κυβέρνηση
απέστειλε στον ΕΜΣ/ΕΤΧΣ επίσημο αίτημα πρόωρης αποπληρωμής μέρους των εκκρεμών
δανείων προς το ΔΝΤ ύψους 2,7 δισ. Χωρίς της άρση της υποχρέωσης αποπληρωμής
των δανείων προς τον ΕΜΣ/ΕΤΧΣ η Ελλάδα θα έπρεπε να πληρώσει ταυτόχρονα 52,2
δισ. προς τον ΕΜΣ και ΕΤΧΣ. Σύμφωνα με τον ESM, Η άρση
σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θα υποχρεωθεί να κάνει την πρόωρη αποπληρωμή σε
κανένα από τους δύο οργανισμούς.





Η πρόωρη μερική αποπληρωμή της Ελλάδας προς το ΔΝΤ θα
είναι συμφέρουσα τόσο για την Ελλάδα όσο και τον ΕΜΣ. Θα βοηθήσει στην
εξοικονόμηση κεφαλαίων καθώς η Ελλάδα πλέον αυτοχρηματοδοτείται στις αγορές με
χαμηλότερο κόστος σε σύγκριση με το κόστος της εξυπηρέτησης της δόσης που
πρέπει να αποπληρωθεί προς το ΔΝΤ. Αυτό θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους
της Ελλάδας και θα εκληφθεί θετικά από τις αγορές. Αναλυτικότερα, όπως εκτιμά ο
ESM, η πρόωρη
αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ:





  • Μειώνει τον κίνδυνο από τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, που θα μπορούσαν να
    οδηγήσουν σε αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους.
  • Μειώνει το υπόλοιπο του δανείου με το ΔΝΤ σε 4,554 δισ. SDR ή 5,647 δισ.
    ευρώ (από 6,735 δισ. SDR σήμερα) και το επιτόκιο σε 1,91% (έναντι επιτοκίου
    4,91% του δανείου που αποπληρώνεται) και έχει καθαρό όφελος 33 εκατ. ευρώ.
  • Η εξοικονόμηση αυτή αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ του τρέχοντος
    επιτοκίου του ΔΝΤ που ανέρχεται σε 4,91% και του μέσου επιτοκίου κουπονιού 3,13%
    στις πρόσφατες εκδόσεις ομολόγων που χρησιμοποιούνται για να χρηματοδοτηθεί η
    αποπληρωμή.
  • Τα δάνεια του ΔΝΤ έχουν μικρότερη ωρίμανση και υψηλότερα κόστη από τα
    ομόλογα που εξέδωσε η Ελλάδα το 2019, άρα η πρόωρη αποπληρωμή της δόσης αυτής
    είναι επωφελής από απόψεως βιωσιμότητας χρέους.
  • Η προπληρωμή μειώνει τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ κατά 1,1 ποσοστιαίες
    μονάδες το 2019 και κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες αθροιστικά μέχρι το 2060. Οι
    μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες μειώνονται κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το
    2060.
  • Η πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ θα εκλαμβανόταν θετικά από απόψεως αγοράς,
    αρκεί να διατηρηθούν ένα λελογισμένο «μαξιλάρι» ρευστότητας και οι συνετές
    δημοσιονομικές πολιτικές.




Η βελτίωση του προφίλ του χρέους, η αναβάθμιση και οι τράπεζες





Σύμφωνα και με τον οίκο αξιολόγησης Moody’s, η πρόωρη
αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ ύψους 2,7 δισ. ευρώ, από το σύνολο των περίπου
8,4 δισ. ευρώ, χαρακτηρίζεται ως πιστωτικά θετική. Συγκεκριμένα, η κίνηση θα
μειώσει το επιτοκιακό κόστος και οριακά θα βελτιώσει τη μέση ωρίμανση του
χρέους, βελτιώνοντας έτσι τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Η πρόωρη αποπληρωμή
των 2,7 δισ. ευρώ θα οδηγήσει σε εξόφληση των πληρωμών για το 2019 και το 2020.





Όπως επισημαίνει η Moody’s, αν και το ΔΝΤ είναι ένας
σχετικά μικρός πιστωτής για την Ελλάδα, με τα δάνεια προς το ΔΝΤ να
αντιστοιχούν στο 2,3% του συνολικού χρέους της κεντρικής κυβέρνησης, η πρόωρη
αποπληρωμή είναι «πιστωτικά θετικό γεγονός» (credit positive) επειδή το μέσο επιτόκιο των δανείων που έχει πάρει η χώρα από το ΔΝΤ
είναι 4,9%, που είναι σημαντικά υψηλότερο από αυτό που η Ελλάδα πληρώνει για τα
δάνειά της στον EFSF-ESM, των οποίων τα επιτόκια είναι κατά μέσο όρο 1,4%.





Πάντως, ο οίκος αξιολόγησης επισημαίνει ότι ακόμη πιο
σημαντική για τη μελλοντική πορεία της χώρας είναι η επιτυχία του σχεδίου
«Ηρακλής» για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων. Με αυτή την κίνηση η
Ελλάδα θα εξοικονομήσει περίπου 70 εκατ. ευρώ ή περίπου 1,2% από επιτοκιακά
κόστη. Η χώρα έχει πληρωμές αρχικού κεφαλαίου και τόκων προς το ΔΝΤ ύψους 1,9-2
δισ. ευρώ κάθε χρόνο την περίοδο 2021-2023 και περίπου 300 εκατ. ευρώ το 2024.
Ωστόσο το προφίλ πληρωμών τα επόμενα χρόνια είναι πολύ διαχειρίσιμο. Η
αποπληρωμή θα περιορίσει τις δαπάνες της χώρας για τόκους και οριακά θα
επιμηκύνει τη διάρκεια ωρίμανσης των δανείων, βελτιώνοντας έτσι τη βιωσιμότητα
του χρέους.





Επίσης, το επιτόκιο των δανείων του ΔΝΤ ήταν κατά πολύ
υψηλότερο από εκείνο των δανείων του EFSF-ESM (1,4%), αλλά και το επιτόκιο το
οποίο πέτυχε η χώρα στην επανέκδοση του δεκαετούς (1,5%) και την έκδοση του
επταετούς ομολόγου (1,9%). Πάντως, ο οίκος αξιολόγησης επισημαίνει ότι ακόμη
πιο σημαντική για τη μελλοντική πορεία της χώρας είναι η επιτυχία του σχεδίου
«Ηρακλής» για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων. Στο ζήτημα των
«κόκκινων» δανείων εστιάζεται ο οίκος αξιολόγησης Standard and Poor's, που προχώρησε στην αναβάθμιση του μακροπρόθεσμου
αξιόχρεου της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, σε ΒΒ- από Β+.





Στην ανάλυσή της επισημαίνει
ότι το κλειδί για μια ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη είναι η
μείωση των NPEs των τραπεζών, γεγονός που θα δώσει ώθηση στην τραπεζική πίστη
προς τον ιδιωτικό τομέα. Πιο αναλυτικά, οι ελληνικές τράπεζες έκαναν πρόοδο στη
μείωση των NPEs, τα οποία στις 20 Ιουνίου 2019 ήταν ελαφρά πάνω από 75 δισ.
ευρώ (εξαιρούνται τα εκτός ισολογισμού), μειωμένα κατά περίπου 30% έναντι των
107,2 δισ. τον Μάρτιο του 2016.





Εξελισσόμενες πρωτοβουλίες για να αντιμετωπιστεί το
πρόβλημα περιλαμβάνουν διαγραφές, αναδιαρθρώσεις εκτός δικαστηρίων, ανάπτυξη
δευτερογενούς αγοράς και ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς. Ο νόμος περί πτώχευσης
των νοικοκυριών, που συμφωνήθηκε με τους «θεσμούς» νωρίτερα φέτος, είναι πιθανό
να μειώσει τον αριθμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και να επιταχύνει τους
διακανονισμούς με τους δανειζόμενους, οι οποίοι υπό συγκεκριμένους όρους
επωφελούνται από την επιδότηση του Δημοσίου στις δόσεις του δανείου.





Ετοιμάζουν τον «Ηρακλή»





Παράλληλα, οι ελληνικές Αρχές ετοιμάζουν τον «Ηρακλή»,
που ήδη εγκρίθηκε από την DG Comp, και προβλέπει κρατική εγγύηση για τα senior
ομόλογα της τιτλοποίησης που θα γίνει. Από την άλλη πλευρά, το σχέδιο της ΤτΕ
έχει μπει στο συρτάρι. Κατά τον οίκο, η εφαρμογή των παραπάνω προτάσεων θα
βελτιώσει ουσιαστικά την πιθανότητα να πετύχουν οι τράπεζες τον στόχο μείωσης
των NPEs στο 20% ή χαμηλότερα. Πιστεύει ότι τέτοια μέτρα θα βοηθήσουν να
επιδιορθωθεί ο μηχανισμός νομισματικής μετάδοσης και να επισπευσθεί η
οικονομική ανάκαμψη.





Από εκεί και πέρα, η προοπτική είναι θετική, πράγμα που
σημαίνει ότι, ο οίκος μπορεί να αναβαθμίσει ξανά το αξιόχρεο της Ελλάδας στους
επόμενους 12 μήνες, αν η κυβέρνηση συνεχίσει την υλοποίηση διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων, ενισχύοντας τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και τη
βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Αντιθέτως, η Standard and Poor's θα μπορούσε να αναθεωρήσει την προοπτική σε
σταθερή «αν η οικονομική ανάπτυξη είναι σημαντικά πιο αδύναμη από ό,τι
αναμένουμε ή ανακοπεί η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, εμποδίζοντας τη μείωση
του δημόσιου χρέους και την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα.





Τα βήματα προς την «κανονικότητα»





Όπως σημειώνει στην τελευταία του έκθεση και το ΙΟΒΕ, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας είναι απαραίτητη
προϋπόθεση για την ένταξη της Ελλάδας στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από
την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Καθώς αυτό δεν έχει προκαθορισμένη διάρκεια,
είναι πιθανό να επιτευχθεί η εισδοχή της χώρας, εφόσον λάβουν χώρα ορισμένες
εξελίξεις. Πάντως, σε ένα
περιβάλλον γενικευμένης μείωσης των αποδόσεων των ομολόγων στην Ευρωζώνη τον
τελευταίο χρόνο η Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη προσαρμογή, με το επίπεδο
δανεισμού της να συγκλίνει με εκείνο των άλλων χωρών. Είναι ενδεικτικό
το γεγονός, ότι το κόστος με το οποίο μπορεί να δανειστεί η Ελλάδα από τις
αγορές, με βάση τις τρέχουσες αποδόσεις των ομολόγων, είναι χαμηλότερο από το
κόστος εξυπηρέτησης του συσσωρευμένου χρέους της.





Και αυτό δεν αφορά μόνο τα πιο ακριβά δάνεια του ΔΝΤ, που για ένα σημαντικό
μέρος τους υπερβαίνει το 5% ( και για αυτό η Ελλάδα έχει υποβάλει αίτημα
πρόωρης αποπληρωμής τους) ή τα ομόλογα που είχε εκδώσει την τελευταία πενταετία
και αυτά που είχαν δοθεί με το PSI, αλλά και τα δάνεια από τον Ευρωπαϊκό
Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) που αντιστοιχούν στο 53,6% του συνολικού ελληνικού
χρέους. Η συνεχής φθίνουσα τάση του κόστους δανεισμού
του ελληνικού κράτους, εκτός του ότι περιορίζει τις δαπάνες εξυπηρέτησης του
χρέους του, δημιουργεί «δημοσιονομικό χώρο» για την εφαρμογή πολιτικών με
διάφορες στοχεύσεις και διευκολύνει το δανεισμό των τραπεζών και των μεγάλων
επιχειρήσεων από την εγχώρια και διεθνείς αγορές κεφαλαίου, με βιώσιμους όρους.





Σημαντικές εξελίξεις





Από εκεί και πέρα, η ολοκλήρωση των επιδράσεων του
εκλογικού κύκλου, η αποσαφήνιση των μεταβολών στην οικονομική πολιτική από τη
νέα κυβέρνηση και η εκκίνηση υλοποίησής τους, αποτελούν τις πλέον σημαντικές
εξελίξεις στο πολιτικοοικονομικό περιβάλλον εγχωρίως την τρέχουσα περίοδο και
στους επόμενους μήνες, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ. Όπως συνήθως συμβαίνει σε
περιπτώσεις κυβερνητικής αλλαγής κατόπιν εκλογών, οι προσδοκίες επιχειρήσεων
και νοικοκυριών είναι ενισχυμένες μετεκλογικά. Σε αυτήν την εξέλιξη έχει
συμβάλει η υλοποίηση αμέσως ορισμένων εκ των προεκλογικών δεσμεύσεων. Τα μέτρα
για το 2020 τα οποία περιλαμβάνονται στο Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού
αποτελούν συνέχιση υλοποίησης των προεκλογικών εξαγγελιών. Γιαυτό δεν
αναμένεται σύντομα μεταβολή της τάσης στις προσδοκίες σε πτωτική, δεν
αποκλείονται όμως διακυμάνσεις τους.





Όμως, προκειμένου, παράλληλα με τις φοροελαφρύνσεις, να
επιτευχθούν οι απαιτητικοί δημοσιονομικοί στόχοι, είναι απαραίτητος ένας
προσεκτικός ανασχεδιασμός των δημοσίων δαπανών και η υλοποίηση αποτελεσματικών
δράσεων για την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων. Δημοσιονομικές παρεμβάσεις με
στοχεύσεις τον εξορθολογισμό και την παρακολούθηση των δημόσιων οικονομικών,
καθώς και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής περιλαμβάνονται στο Προσχέδιο του
Κρατικού Προϋπολογισμού.





Τα μέτρα, τα οποία περιλαμβάνονται στο Προσχέδιο
Προϋπολογισμού του 2020 και αφορούν στα νοικοκυριά, αναμένεται να ενισχύσουν το
πραγματικό εισόδημά τους και ακολούθως τις καταναλωτικές τους δαπάνες.





Ωστόσο, κατόπιν των διαδοχικών εφάπαξ δημοσιονομικών
παρεμβάσεων στη διάρκειά του 2019 («κοινωνικό μέρισμα» στο τέλος της
προηγούμενης χρονιάς, καταβολή αναδρομικών σε ειδικά μισθολόγια, έκτακτη παροχή
σε συνταξιούχους), ενδεχομένως η ενίσχυση των δαπανών στο νέο έτος από τα μέτρα
να μην είναι μεγαλύτερη από ότι φέτος. Μεγαλύτερη τόνωση από τα νέα μέτρα από
εκείνη στα νοικοκυριά, προβλέπεται πως θα επέλθει στη ρευστότητα των
επιχειρήσεων. Ο τρόπος χρησιμοποίησής της είναι άλλη μια σημαντική παράμετρος
των επιδράσεων που θα έχει η δημοσιονομική πολιτική το επόμενο έτος στο ΑΕΠ.





Βελτίωση των προσδοκιών





Η διατήρηση της βελτίωσης των προσδοκιών και η περαιτέρω
καλυτέρευσή τους συνδέονται στενά και με την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων,
επισημαίνει το ΙΟΒΕ. Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις και τους δυνητικούς
επενδυτές, ευνόητα αυτές θα πρέπει να αφορούν στη διευκόλυνση της εκκίνησης ή
επέκτασης δραστηριότητας, ιδίως σε κλάδους διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων -
υπηρεσιών οι οποίοι παρουσιάζουν μεγαλύτερες προοπτικές, στην απλοποίηση των
συναλλαγών με τον δημόσιο τομέα, στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης κ.λ.π.
Για την επίτευξη καλού οικονομικού περιβάλλοντος στα περισσότερα τμήματα μιας
οικονομίας, απαραίτητη είναι και η κάμψη της απαισιοδοξίας στα νοικοκυριά.
Επομένως, χρειάζεται η δρομολόγηση μεταρρυθμίσεων οι οποίες να τα αφορούν, π.χ.
στην υγεία, στο ασφαλιστικό σύστημα, στις συναλλαγές με το κράτος, στην
παιδεία, στη λειτουργία των μηχανισμών εσωτερικής ασφάλειας.