Προσδοκίες και «αγκάθια» στο «μέτωπο» της οικονομίας!
Όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές, οι αγορές ήδη το
τελευταίο χρονικό διάστημα προεξοφλούσαν, όχι μόνο το αποτέλεσμα των εθνικών
εκλογών, αλλά και τη δραστική αλλαγή στο μείγμα της ασκούμενης οικονομικής
πολιτικής. Η στάση ειδικά των ξένων επενδυτών στο χρηματιστήριο και στην αγορά
ομολόγων μεταφράζεται ουσιαστικά ως ψήφο εμπιστοσύνης στην νέα κυβέρνηση, η
οποία ήδη από το ξεκίνημα έδωσε το στίγμα της σχετικά με το πώς θα κινηθεί στα
θέματα της οικονομίας.
Του Σπύρου Σταθάκη
Το γεγονός δηλαδή ότι οι αρμόδιοι υπουργοί, λίγες μόλις
ώρες μετά την ορκωμοσία τους, «έπεσαν με τα μούτρα» στην αντιμετώπιση κρίσιμων
ζητημάτων, όπως είναι η επένδυση στο Ελληνικό, η οικονομική κατάσταση της ΔΕΗ,
και η σύνταξη του φορολογικού νομοσχεδίου που θα περιλαμβάνει τις μειώσεις
φόρων, μόνο ως θετικά μπορεί να κριθεί. Όλα πάντως θα κριθούν από το
αποτέλεσμα. Αλλά τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης είναι προς την
σωστή κατεύθυνση. Και φυσικά δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, διότι τα προβλήματα
που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία είναι πιεστικά.
Οι αγορές λοιπόν προεξοφλούν ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου
Μητσοτάκη θα υλοποιήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις σε ότι αφορά την
οικονομική πολιτική. Τόσο εγχώρια, όσο και ξένα ΜΜΕ τονίζουν, ότι είναι επιτακτική η ανάγκη να καταπολεμηθεί
τη διαφθορά και η γραφειοκρατία, να πραγματοποιηθούν ιδιωτικοποιήσεις, να
απελευθερωθούν οι αγορές και να μειωθούν οι φόροι. Η νέα κυβέρνηση καλείται να
εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να προσελκύσει τις επενδύσεις που
χρειάζεται απελπιστικά και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας καθώς η χώρα βγαίνει
από μια κρίση που έπληξε το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού.
Ωστόσο, για να είμαστε και
ακριβείς, η κατάσταση μόνο «ρόδινη» δεν είναι. Κατ’ αρχάς, όπως σωστά
επισημαίνει και η βρετανική εφημερίδα Independent, οι υποσχέσεις του Κ. Μητσοτάκη για περικοπές
φόρων βασίζονται στην ικανότητά του να πείσει τους δανειστές να χαμηλώσουν τους
στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος, κάτι που δεν θα είναι εύκολο. Με το
«καλημέρα», άλλωστε, οι επίσημοι πιστωτές της χώρας έδειξαν τις διαθέσεις τους
σε ό,τι αφορά τη χαλάρωση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων, κλείνοντας –προς το παρόν
τουλάχιστον– την πόρτα για επαναδιαπράγματευση του υψηλού στόχου για 3,5% πρωτογενές
πλεόνασμα.
Και το Eurogroup, αλλά και το Ecofin, έστειλαν μήνυμα στην νέα κυβέρνηση να
σεβαστεί τις μεταπρογραμματικές δημοσιονομικές δεσμεύσεις. Σύμφωνα μάλιστα με τον
ESM, ο στόχος
3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος είναι θεμέλιος λίθος του προγράμματος βοήθειας
από τη αρχή. Την ίδια ώρα, κώδωνα κινδύνου για τον δημοσιονομικό αντίκτυπο (που
εκτιμούν σε πάνω από 1% του ΑΕΠ) των θετικών μέτρων στην επίτευξη του στόχου
για το πρωτογενές πλεόνασμα κρούει το Συμβούλιο της Ε.Ε., στο πλαίσιο των
συστάσεων που απευθύνει κατά τη διαδικασία του ευρωπαϊκού εξαμήνου, σε κάθε
κράτος-μέλος ξεχωριστά.
Στοίχημα αποτελεί για την Ελλάδα, σύμφωνα με το
Συμβούλιο, η υλοποίηση και ολοκλήρωση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων και η προσέλκυση
επενδύσεων με στόχο την ενίσχυση βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Δεν πρέπει
εξάλλου να ξεχνάμε ότι, στην έκθεση
τους προς το συμβούλιο υπουργών, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης που
συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες για να εξετάσουν την οικονομική κατάσταση της
Ελλάδας, καθώς και τον σεβασμό στις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις της,
διαπιστώνουν μία επιβράδυνση των μεταρρυθμίσεων τους τελευταίους μήνες και
αναφέρουν ότι η μείωση των φόρων και οι ενισχύσεις στους συνταξιούχους, που
ανήγγειλε η προηγούμενη κυβέρνηση τον Μάιο, θέτουν υπό αμφισβήτηση την επίτευξη
των δημοσιονομικών στόχων που έχουν τεθεί με τους πιστωτές της Ευρωζώνης.
Πώς αξιολογούν οι οίκοι
αξιολόγησης την νέα κυβέρνηση
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το δημοσιονομικό «μέτωπο» είναι
αυτό που θα απασχολήσει άμεσα το οικονομικό επιτελείο το αμέσως επόμενο χρονικό
διάστημα. Ας δούμε όμως τι λένε για το θέμα οι οίκοι αξιολόγησης, η άποψη των
οποίων είναι κρίσιμη για την στάση που θα τηρήσουν τα ξένα κυρίως επενδυτικά
χαρτοφυλάκια στην αγορά ομολόγων. Ειδικότερα, σε σχετική ανάλυση ο οίκος Fitch
σημειώνει ότι τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας συνεχίζουν να βελτιώνονται
ωστόσο οι προεκλογικές παροχές τις οποίες εφάρμοσε η κυβέρνηση Τσίπρα και οι
εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις θέτουν σημαντικούς δημοσιονομικούς κινδύνους.
Παράλληλα, οι παροχές αυτές αυξάνουν την αβεβαιότητα γύρω
από τη μεσοπρόθεσμη στάση πολιτικής της χώρας. Εάν αυτό το πακέτο μέτρων
οδηγήσει σε μια μεταβολή διαρκείας στη δημοσιονομική θέση της Ελλάδας θα
εξαρτηθεί εν μέρει από τον τρόπο με τον οποίο θα επηρεάσει τις σχέσεις με τους
επίσημους πιστωτές καθώς και από την κατεύθυνση πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας,
το πρόγραμμα της οποίας περιλαμβάνει τη μείωση των φόρων, τη μείωση της
γραφειοκρατίας καθώς και την εισαγωγή μέτρων για την προσέλκυση ιδιωτικών
επενδύσεων.
Σύμφωνα με τον Fitch, η αξιολόγηση «ΒΒ-» της Ελλάδας
υποστηρίζεται από το υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ
εκείνο των χωρών με ανάλογη αξιολόγηση, ενώ το προφίλ του χρέους της γενικής
κυβέρνησης είναι εξαιρετικά ευνοϊκό. Ωστόσο το ελληνικό χρέος παραμένει σε
υψηλά επίπεδα, η δυναμική της ανάπτυξης στο μεσοπρόθεσμο διάστημα παραμένει
χαμηλή και οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να βαρύνονται από εξαιρετικά
υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων. Πάντως το υψηλό απόθεμα του ελληνικού
χρέους έχει μετριαστεί από παράγοντες που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητά του. Το
κόστος εξυπηρέτησής του και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες είναι σε
χαμηλά επίπεδα, ενώ το cash buffer είναι σημαντικό.
Από κει και πέρα, θετική για την αξιολόγηση της Ελλάδας
θεωρεί η Fitch την επίτευξη περαιτέρω πρωτογενών πλεονασμάτων και τη μεγαλύτερη
εμπιστοσύνη ότι η οικονομική ανάκαμψη θα διατηρηθεί με την πάροδο του χρόνου, η
συνέχιση της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής υποστηριζόμενη από μια
ομαλή σχέση με τους επίσημους πιστωτές και ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον
καθώς και ο χαμηλότερος κίνδυνος από τον τραπεζικό κλάδο. Αντίθετα, στους
παράγοντες που μπορεί να έχουν αρνητική επίπτωση στην αξιολόγηση της χώρας
τοποθετεί τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και την απότομη αντιστροφή
στην κατεύθυνση της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, οι αρνητικές
εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο και η επανεμφάνιση ελλειμμάτων του ισοζυγίου
τρεχουσών συναλλαγών.
Στην δική του ανάλυση τώρα ο οίκος αξιολόγησης Moody’s σημειώνει,
ότι η επικέντρωση της νέας κυβέρνησης της Ελλάδας στην ενίσχυση των επενδύσεων
είναι πιστωτικά θετική.Ειδικά για τα δημόσια οικονομικά, καταγράφεται σημειωθεί
βελτίωση ωστόσο αυτή ήλθε υπό τη μορφή της υψηλής φορολογίας και της σημαντικής
υποαπορρόφησης των δημόσιων επενδύσεων. Ο προϋπολογισμός της γενικής κυβέρνησης
ήταν πλεονασματικός τα τελευταία τρία χρόνια και η προηγούμενη κυβέρνηση έχει
δεσμευτεί σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022, με σταδιακή μείωσή
του στα επόμενα έτη. Σύμφωνα με την ανάλυση του οίκου αξιολόγησης, η νέα
κυβέρνηση αρχικά δεσμεύτηκε στην επαναδιαπραγμάτευση των δημοσιονομικών στόχων
για να χρηματοδοτήσει τις προγραμματισμένες φορολογικές περικοπές και την
αύξηση των δημόσιων επενδύσεων. Το κόμμα πλέον αναγνωρίζει ότι η νέα κυβέρνηση
πρέπει πρώτα να εδραιώσει τη δημοσιονομική της αξιοπιστία. Έτσι, η Moody’s
αναμένει ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. θα στοχεύσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του
ΑΕΠ στον προσεχή προϋπολογισμό για το 2020.
Ο προϋπολογισμός του τρέχοντος έτους είναι πιθανόν να
είναι κάπως ασθενέστερος,, καθώς εκτιμάται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος θα
κινηθεί γύρω στο 3% του ΑΕΠ και ο συνολικός προϋπολογισμός θα είναι σχεδόν
ισοσκελισμένος. Πάντως ο οίκος εκτιμά ότι η νέα κυβέρνηση θα βρει ευήκοα ώτα
στην ευρωζώνη σε ό,τι αφορά το σχέδιό της για τη δημοσιονομική πολιτική. Οι
Ευρωπαίοι έχουν ταχθεί υπέρ της μείωσης των φόρων και την εφαρμογή του
προϋπολογισμού των δημόσιων επενδύσεων, αυξάνοντας την φορολογική βάση.
Συνολικά, η νέα ελληνική κυβέρνηση θα χρειαστεί να διατηρήσει τα δημοσιονομικά
πειθαρχία για πολλά χρόνια για να μειώσει το δημόσιο χρέος που αγγίζει το 180%
του ΑΕΠ και είναι ένα από τα υψηλότερα στο κόσμο.
Οι επενδύσεις, οι μεταρρυθμίσεις και οι προσδοκίες
Ο οίκος Moody’s επισημαίνει επίσης, ότι η στάση της νέας
κυβέρνησης όσον αφορά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στις οποίες έχει
δεσμευθεί η χώρα θα είναι καθοριστικής σημασίας για την πιστοληπτική αξιολόγηση
της Ελλάδας. Εκτός από τη μεγάλη φορολογική επιβάρυνση, υπάρχουν και άλλα
εμπόδια στις επενδύσεις, όπως η αναποτελεσματική γραφειοκρατία καθώς και οι
μακρές και δυσκίνητες νομικές διαδικασίες και το ρυθμιστικό περιβάλλον.
Παράλληλα, οι θεσμικές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση θα πρέπει να συνοδεύονται
από αλλαγές στη συμπεριφορά του ευρύτερου πληθυσμού, ειδικά σε ό,τι αφορά την
φορολογική συμμόρφωση και τη γενικότερη κουλτούρα πληρωμών, τα οποία παραμένουν
σχετικά αδύναμα.
Η συνέχιση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων θα είναι
κρίσιμη για τη συνέχιση της στήριξη της ευρωζώνης προς τη χώρα, η οποία και
είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής της Ελλάδας. Ενώ έχουν νομοθετηθεί και εφαρμοστεί
πολλές μεταρρυθμίσεις, υπάρχουν μέτρα στα οποία έχει δεσμευθεί η Ελλάδα και
πρέπει να εφαρμόσουν το αργότερο έως το 2022. Έτσι, η ευρωζώνη θα συνεχίσει να
εποπτεύει την πρόοδο της χώρας σε τριμηνιαία βάση και, εάν αξιολογηθεί θετικά,
η ελληνική κυβέρνηση θα λαμβάνει περαιτέρω στήριξη όπως την επιστροφή των
κερδών των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα. Το πιο σημαντικό πάντως
είναι η διατήρηση καλών σχέσεων με τους δανειστές, το οποίο θα είναι
καθοριστικό εάν η Ελλάδα χρειαστεί περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους μετά 2032.
Στο σημείο αυτό οι επισημάνσεις του ΙΟΒΕ στην πρόσφατη
έκθεση για την ελληνική οικονομία, έχουν ιδιαίτερη σημασία. Αναλυτικότερα, η εκλογική διαδικασία και η συνακόλουθη ορκωμοσία της νέας
κυβέρνησης δημιούργησαν εύλογα ισχυρές προσδοκίες για θετικές εξελίξεις στην
οικονομία, με επιτάχυνση των ρυθμών μεγέθυνσής της και άνοδο της ευημερίας των
νοικοκυριών. Οι θετικές προσδοκίες εστιάζονται κυρίως στη μείωση της
φορολογικής επιβάρυνσης που θα προκαλέσει, αλλά ταυτόχρονα θα στηριχθεί από,
ρυθμούς μεγέθυνσης του εισοδήματος σημαντικά ισχυρότερους από τους σημερινούς
και βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Υπάρχει ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας και
περιθώριο για αισιοδοξία καθώς, δέκα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, οκτώ
χρόνια με τρία προγράμματα προσαρμογής με το τελευταίο να ολοκληρώνεται τυπικά
τον περασμένο Αύγουστο, την οικονομία να έχει ισορροπήσει μέσα και από τη συσσωρευμένη
βαθιά ύφεση, υπάρχει η δυνατότητα για τη νέα ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία
και με τη νέα ευρωπαϊκή επιτροπή, να δρομολογήσουν την ισχυρότερη ανάπτυξη της
χώρας. Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να χρησιμοποιήσει το παράθυρο ευκαιρίας
που έχει στα επόμενα λίγα χρόνια, όταν θα είναι ακόμη σχετικά χαμηλή η δαπάνη
για την εξυπηρέτηση του χρέους, και να συγκλίνει σε πραγματικούς όρους με την
υπόλοιπη ευρωζώνη. Αυτό θα συμβάλει ώστε να εκμηδενιστεί το ενδεχόμενο
μελλοντικών κλυδωνισμών, ο κίνδυνος από τους οποίους προεξοφλείται σήμερα ως
ένα σημαντικό ρίσκο πάνω από το σύνολο της οικονομίας με άμεσο κόστος. Η
ανάπτυξή στα επόμενα χρόνια για την ελληνική οικονομία, μπορεί να είναι ισχυρή,
αλλά μόνο υπό όρους.
Επιπλέον το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι, τα
θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας από μόνα τους οδηγούν μεσοπρόθεσμα σε μείωση
αυτών των ρυθμών από την περιοχή του 2% προς σε αυτή του 1%. Με αυτό το
δεδομένο, οι κινήσεις στην οικονομική πολιτική πρέπει να είναι αποφασιστικές
και κατάλληλα στοχευμένες, αν το ζητούμενο είναι η συστηματική ενίσχυση της
ανάπτυξης. Η δρομολόγηση τέτοιων υψηλών ρυθμών ανάπτυξης δεν είναι πολυτέλεια
αλλά αδήριτη ανάγκη, δεδομένου πως δεν μπορεί να αποκλείονται και αναταράξεις
στο εξωτερικό περιβάλλον τα επόμενα χρόνια. Ειδικότερα, για διαφορετικούς
λόγους η κάθε μια, οι δύο μεγαλύτερες γειτονικές μας οικονομίες, της Ιταλίας
και της Τουρκίας, μπορεί να αποτελέσουν πηγή αστάθειας στο επόμενο διάστημα,
που ενδέχεται να παρασύρει και τη δική μας αν δεν υπάρχει ισχυρή πορεία.
Η απλή προβολή της σημερινής ασθενούς
δυναμικής στα επόμενα χρόνια, και με οριακές μόνο παρεμβάσεις, ασφαλώς δεν
φτάνει. Το επίπεδο επενδύσεων είναι περίπου στο μισό από αυτό στις υπόλοιπες
Ευρωπαϊκές οικονομίες και η ανεργία περίπου τέσσερις φορές πιο πάνω. Το
πρόβλημα έχει ακόμη μεγαλύτερο βάθος. Συστηματικό έλλειμμα παραγωγικών
επενδύσεων, όσο και συμμετοχής στο δυναμικό εργασίας, είχαμε στην οικονομία μας
ακόμη και πριν την κρίση, ως αποτέλεσμα και της χαμηλής αμοιβής αυτών των
παραγωγικών συντελεστών. Ταυτόχρονα, η παραγωγικότητα, ο κύριος παράγοντας που
προσδιορίζει τα εισοδήματα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, υπολείπεται
σημαντικά των ευρωπαϊκών μέσων όρων, ενώ οι δημογραφικές τάσεις είναι ιδιαίτερα
επιβαρυντικές.
Πρέπει να είναι σαφές πως ο στόχος δεν μπορεί
να είναι η επιστροφή στην προ κρίσης «κανονικότητα», όπως συχνά περιγράφεται
στον δημόσιο διάλογο, καθώς αυτή, μετά από μια αρχική περίοδο ενίσχυσης των
εισοδημάτων, θα οδηγούσε και πάλι την οικονομία σε οπισθοδρόμηση και
ενδεχομένως νέα κρίση. Η ελληνική οικονομία μπήκε σε βαθιά περιδίνηση πριν από
δέκα χρόνια, γιατί τα υψηλά εισοδήματα και η κατανάλωση ήταν δυσανάλογα με τη
διεθνή ανταγωνιστικότητά της. Το ζητούμενο πλέον είναι ο δομικός
μετασχηματισμός της οικονομίας, που μόνο σε μικρό βαθμό έχει επιτευχθεί την
τελευταία δεκαετία.
Υπάρχουν πολλές κρίσιμες προκλήσεις στο
αμέσως επόμενο διάστημα, που έχουν κληρονομηθεί από την κρίση και προηγούμενες
επιλογές της οικονομικής πολιτικής. Η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων
δανείων, η επιστροφή καταθέσεων και, γενικότερα, η ενίσχυση της λειτουργίας του
τραπεζικού συστήματος. Ο τομέας ενέργειας, με άνοιγμα της αγοράς, εξορθολογισμό
κανόνων, και επενδύσεις σε τεχνολογίες αιχμής. Η προστασία των αδύναμων
νοικοκυριών, με ενίσχυση και στόχευση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, και
η στήριξη της νέας οικογένειας. Η προσέλκυση επενδύσεων και η βελτίωση του
άμεσου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού
συστήματος και η στήριξη της έρευνας και της καινοτομίας.