«Bαρύ» το κόστος των εκλογών για την οικονομία

09/06/2019, 18:52
oikonomiko

Τελικά φαίνεται ότι η βαριά ήττα στις διπλές κάλπες
(ευρωεκλογές και εκλογές ΟΤΑ), δεν μπορεί να «χωνευτεί» εύκολα από το Μέγαρο
Μαξίμου. Το αποδεικνύει η επικοινωνιακή τακτική της κυβέρνησης και η ρητορική,
τόσο των μεγαλοστελεχών της, όσο και του ίδιου του πρωθυπουργού. Το χειρότερο
όμως είναι ότι, μπροστά στο φάσμα της ήττας και στις εθνικές εκλογές, η
κυβέρνηση του κ. Τσίπρα προχωρεί σε κινήσεις με καθαρά μικροκομματικά κριτήρια,
οι οποίες ωστόσο ναρκοθετούν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.





Αυτό πάντως που αγγίζει τα όρια του φαιδρού, είναι ότι ο
πρωθυπουργός ξαφνικά θυμήθηκε το αντιμνημονιακό του παρελθόν, στο «βωμό» φυσικά
των προεκλογικών σκοπιμοτήτων. Αφορμή στάθηκε η δημοσίευση της έκθεσης της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την τρίτη αξιολόγηση, στο πλαίσιο της Ενισχυμένης
Εποπτείας, η οποία αυτή τη φορά δεν «μάσησε τα λόγια» της. Ήταν ένα ηχηρό
«χαστούκι», και μάλιστα καταμεσής της προεκλογικής περιόδου.





Η έκθεση είναι κυριολεκτικά «κόλαφος» για τα πεπραγμένα
της κυβέρνησης στο μέτωπο της οικονομίας τους τελευταίους μήνες, και κρούει τον
κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο δημοσιονομικού εκτροχιασμού, λόγω της
ακατάσχετης παροχολογίας. Αυτό φυσικά δεν άρεσε στο Μέγαρο Μαξίμου, που είχε
συνηθίσει σε μία πιο «φιλική» στάση από τα στελέχη της Κομισιόν, την περίοδο
του τρίτου μνημονίου. Και έτσι, είπαν να επαναφέρουν την «επαναστατική» ρητορική,
μπας και επηρεάσουν και καμία μερίδα των ψηφοφόρων, ενόψει των εθνικών εκλογών!





Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης





Στο πλαίσιο αυτό, είδαμε τον Αλέξη Τσίπρα, όχι απλά να
προσφεύγει στην κινδυνολογία περί «επιστροφής στα μνημόνια και στη λιτότητα»,
αλλά και να εξαπολύει επίθεση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, κάτι που θύμιζε τον
Τσίπρα της περιόδου 2011-2014, και κυρίως τον πρωθυπουργό του «αντάρτικου»
έναντι των δανειστών, το περιβόητο 1ο εξάμηνο του 2015. Ξεχνώντας
ότι και η κυβέρνησή του εφάρμοσε μνημόνιο και αυστηρή δημοσιονομική λιτότητα, ο
πρωθυπουργός ξέγραψε εντελώς και τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις που έχει
αναλάβει η κυβέρνηση έναντι των δανειστών.





Είναι χαρακτηριστικό το
γεγονός, ότι ο κ. Τσίπρας δήλωσε μεταξύ άλλων ότι, « το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών άνοιξε την όρεξη τόσο στο παλιό πολιτικό
κατεστημένο στην Ελλάδα και σε ακραίους, συντηρητικούς κύκλους στις Βρυξέλλες
να αμφισβητήσουν τις πολίτικες μας επιλογές, να φέρουν προσκόμματα στο σχέδιο
μας». Έχουμε λοιπόν και πάλι τις αντιμνημονιακές «ψευτομαγκιές» του 2015, που
δυστυχώς ξέρουμε όλοι που μας οδήγησαν τελικά. Σε μία ζημιά για την οικονομία,
που αποτιμάται σε περίπου 100 δις ευρώ, και σε ένα τρίτο πρόγραμμα χρηματοδοτικής
στήριξης από τους δανειστές.





Και το ερώτημα που
προκύπτει είναι το εξής. Μπορεί να ονοματίσει ο πρωθυπουργός, ποιοι είναι οι
«ακραίοι κύκλοι των Βρυξελλών; Ή έχουμε να κάνουμε με τη συνήθη «συνωμοσιολογία»
της κυβέρνησης; Ποιοι είναι άραγε οι… «ακραίοι»; Μήπως ο κοινοτικός επίτροπος,
αρμόδιος για τις οικονομικές υποθέσεις, Πιέρ Μοσκοβισί; Αυτόν που όποτε ερχόταν
στην Ελλάδα, η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός τον υποδέχονταν ως «φίλο
της Ελλάδας»; Που στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμούσαν, ότι «στηρίζει τις ελληνικές
θέσεις»;





Τώρα που ο κ. Μοσκοβισί,
αναγκάστηκε και αυτός να παραδεχθεί, ότι υπάρχουν καθυστερήσεις
σχεδόν στο σύνολο των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, και πως υπάρχουν κίνδυνοι σε
σχέση με τα συμφωνηθέντα, έγινε «ακραίος» και αυτός. Κακά τα ψέμματα, το
πολιτικό ζήτημα είναι το εξής. Με την έκθεση της Κομισιόν κατέρρευσε μία και
καλή το προεκλογικό αφήγημα της κυβέρνησης, περί «εξόδου από τα μνημόνια». Η
Ελλάδα, μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου, υφίσταται διπλή επιτήρηση από τους
επίσημους πιστωτές της.





Το
«Ευρωπαϊκό εξάμηνο»





Έχουμε
από τη μία το λεγόμενο «Ευρωπαϊκό εξάμηνο», και από την άλλη το Πλαίσιο
Ενισχυμένης Εποπτείας. Με βάση τη διπλή αυτή επιτήρηση, αλλά και τις συμφωνίες
στο Eurogroup, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί έναντι των
δανειστών μία σειρά από μεταμνημονιακές δεσμεύσεις, ως «αντίτιμο» για τα μέτρα
ελάφρυνσης του χρέους. Και επειδή, εκ των πραγμάτων, υπάρχουν και περιοδικές
αξιολογήσεις, συνακόλουθα έχουμε και τη δημοσίευση εκθέσεων ελέγχου, τόσο από
τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όσο και από το ΔΝΤ. Αυτή την αλήθεια προσπάθησε να
αποκρύψει επί μήνες η κυβέρνηση, αλλά ως γνωστό το ψέμα στο τέλος πάντα
αποκαλύπτεται!





Επί της
ουσίας τώρα, η έκθεση της Επιτροπής αποκαλύπτει, ότι η ελληνική οικονομία
οδεύει σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό, καθώς το κόστος πακέτου των προεκλογικών
παροχών της διετίας 2019 – 2020 μπορεί να φτάσει αθροιστικά ακόμα και σχεδόν 6
δισ. ευρώ, ανοίγοντας μαύρη τρύπα στα πρωτογενή πλεονάσματα και απειλώντας τόσο
τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους όσο και τις προσπάθειες αυτόνομης
χρηματοδότησης της χώρας από τις αγορές. Αναλυτικότερα, το 2019 το κόστος των
παροχών είναι πάνω από 1% του ΑΕΠ, δηλαδή περί το 1,9 δισ. ευρώ, ενώ το 2020,
το κόστος κυμαίνεται από 1,2% έως 1,6% του ΑΕΠ, δηλαδή σχεδόν 4 δισ. ευρώ.





Εκτίμηση
του δημοσιονομικού αντίκτυπου





Στην
έκθεση σημειώνεται ότι, η κυβέρνηση έχει δώσει μια μερική εκτίμηση για
δημοσιονομικό αντίκτυπο ύψους 1,2 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ, αλλά δεν έχει γίνει
οριστική αποτίμηση των μέτρων αυτών, καθώς δεν έχουν νομοθετηθεί. Από κει και
πέρα, η Κομισιόν διαφωνεί κάθετα με το μείγμα των παροχών, εκτιμώντας ότι
κινδυνεύει η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Παράλληλα επισημαίνει ότι, η
απόφαση της κυβέρνησης για να ακυρωθεί η προβλεπόμενη από το 2020 μείωση του
αφορολόγητου, σημαίνει ότι δεν θα δημιουργηθεί ένας κρίσιμος δημοσιονομικός
χώρος ύψους 1% του ΑΕΠ που θα μπορούσε να επιτρέψει άλλου είδους μεταρρυθμίσεις
του φορολογικού συστήματος, με περισσότερο αναπτυξιακό χαρακτήρα.





Οι
σκληρές αλήθειες για τις προεκλογικές παροχές





Σύμφωνα με την έκθεση
της Κομισιόν, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην
Ελλάδα έχει επιβραδυνθεί τους τελευταίους μήνες, ενώ η συνέπεια ορισμένων
μέτρων με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί έναντι των Ευρωπαίων εταίρων δεν
είναι εξασφαλισμένη και έτσι μπορεί να θέτουν σε κίνδυνο τους συμφωνημένους
δημοσιονομικούς στόχους. Συγκεκριμένα η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, η
ποιότητα των φορολογικών μέτρων που εγκρίθηκαν στις 15 Μαΐου 2019 προκαλεί
ανησυχίες, δεδομένου του στόχου να καταστούν τα δημόσια οικονομικά περισσότερο
φιλικά προς την ανάπτυξη και να κατευθυνθεί ένα μεγαλύτερο μερίδιο των
κοινωνικών δαπανών προς ομάδες που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα φτώχειας.





Για παράδειγμα, η διάρκεια των νέων ρυθμίσεων οφειλών είναι πολύ μεγάλη
(120 μηνιαίες δόσεις) και οι ρυθμίσεις περιλαμβάνουν περιορισμένες μόνο
προβλέψεις για να αξιολογηθεί η δυνατότητα πληρωμής των οφειλετών. Οι χαμηλότεροι συντελεστές ΦΠΑ για τα προϊόντα
διατροφής, τα εστιατόρια και τις υπηρεσίες τροφίμων, τον ηλεκτρισμό και το
φυσικό αέριο αντιτίθενται σε ένα σημαντικό μέτρο που εγκρίθηκε τον Ιούλιο του
2015, διατηρώντας παράλληλα τον πολύ υψηλό συντελεστή 24% και αυξάνοντας
περαιτέρω το χάσμα ΦΠΑ, την ΕΕ, σύμφωνα πάντα με την Κομισιόν.





Σε ότι αφορά τη
καθιέρωση μιας μόνιμης 13ης σύνταξης και τη χαλάρωση των κριτηρίων επιλεξιμότητας
για τις συντάξεις χηρείας, αλλάζουν μερικώς τα μέτρα που εγκρίθηκαν το 2012 και
το 2016 αντίστοιχα. Σύμφωνα με την Επιτροπή, αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα
αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες για συντάξεις, οι οποίες είναι ήδη το υψηλότερο
ως ποσοστό του ΑΕΠ ανά την ΕΕ και αντιβαίνουν στα μέτρα που εγκρίθηκαν στον
προϋπολογισμό του 2019 που κατευθύνει μεγαλύτερο μέρος των δαπανών για
κοινωνικές παροχές προς τους νέους και την εργασία, δύο ομάδες που
αντιμετωπίζουν πολύ υψηλότερους κινδύνους φτώχειας.





Και δημοσιονομική «δημιουργική
λογιστική»





Συνολικά, τα ληφθέντα
μέτρα για τις συντάξεις και τον ΦΠΑ στοχεύουν στην κατανάλωση και θα
απορροφήσουν ένα σημαντικό μέρος του δημοσιονομικού χώρου που προβλεπόταν από
τη νομοθεσία που εγκρίθηκε το 2017 για μειώσεις στην φορολογική επιβάρυνση της
εργασίας και των επιχειρήσεων. Επιπλέον, η Κομισιόν επισημαίνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα που προέβλεπε η Επιτροπή στις
εαρινές της εκτιμήσεις για το 2019 ήταν σημαντικά χαμηλότερο από αυτό των
ελληνικών αρχών στο πρόγραμμα σταθερότητας που τους διαβιβάστηκε από την
κυβέρνηση στα τέλη Απριλίου 2019. Στο εν λόγω πρόγραμμα σταθερότητας, οι
ελληνικές αρχές προβλέπουν ένα πρωτογενές πλεόνασμα που φθάνει το 4,1% του ΑΕΠ
το 2019 και το 3,9% του ΑΕΠ το 2020, φθάνοντας στο 4,6% του ΑΕΠ το 2022. 





Το υπερπλεόνασμα





Ωστόσο, το ένα τρίτο της
διαφοράς μεταξύ των προβολών των ελληνικών αρχών και των ευρωπαϊκών θεσμικών
οργάνων για το 2020 οφείλεται σε πιο ευνοϊκή πρόβλεψη του μακροοικονομικού
περιβάλλοντος από τις ελληνικές αρχές. Επίσης, ένα άλλο 40% οφείλεται σε πρόσφατη
ανακατανομή μέρους του προϋπολογισμού Δημόσιων Επενδύσεων από φορείς εκτός της
γενικής κυβέρνησης σε χρηματοδοτικές επιχορηγήσεις προς ΔΕΚΟ. Πιο αναλυτικά, σε
μεγάλο βαθμό η επίτευξη υπερπλεονασμάτων και το 2018 και τα προηγούμενα χρόνια,
είναι το αποτέλεσμα μιας διαρκούς επίτευξης τελικών δαπανών μικρότερων από
αυτές που είχαν εγγραφεί στους προϋπολογισμούς.





 Αυτό αποτυπώνει και τη διαρκή περικοπή στην
πράξη των δημόσιων δαπανών και δη των επενδυτικών, αλλά και την πάγια πρακτική
να εγγράφονται στους προϋπολογισμούς στόχοι δαπανών υψηλότεροι από αυτούς που
προτίθετο πραγματικά να εφαρμόσει η κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα ήταν η τελική
δαπάνη να υπολείπεται των αρχικών προβλέψεων και άρα η κυβέρνηση να πανηγυρίζει
για επίτευξη υπερπλεονάσματος. Αυτό είναι σοβαρός λόγος να επανεξεταστούν οι
στόχοι του προϋπολογισμού και να μπουν πιο ρεαλιστικοί και κοντά στην πραγματικότητα
στόχοι. Αντί για αυτή την πρακτική, η κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει πλήρως
τους διαθέσιμους εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους για την ανάπτυξη, κοινώς να
αξιοποιήσει, αντί να περικόπτει διαρκώς το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.





Στα άλλα σημαντικά ζητήματα
της τρίτης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, δεν έχει ολοκληρωθεί ούτε ένα από τα 25
ορόσημα/προαπαιτούμενα που έπρεπε να έχουν γίνει μέχρι τα μέσα του έτους, ενώ
έχουν μείνει και σημαντικές εκκρεμότητες, σε ό,τι αφορά την δεύτερη
μεταμνημονιακή αξιολόγηση. Την ίδια ώρα, η έκθεση της Κομισιόν σημειώνει ότι, η
ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει ανάπτυξη 2,2% για το 2019 και το 2020,
εντοπίζοντας την εξαγωγική δυναμική που μπορεί να λειτουργήσει σε αυτή την
κατεύθυνση αλλά και υπογραμμίζοντας τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει η
υποχώρηση της δημόσιας καταναλωτικής και επενδυτικής δαπάνης. Υπάρχει όμως και
το ενδεχόμενο, το συνολικό διεθνές περιβάλλον να είναι δυσμενέστερο ως προς την
εκπλήρωση των κυβερνητικών στόχων.





Κάμψη των πάγιων επενδύσεων





Προβληματισμό δημιουργεί η σημαντική κάμψη των πάγιων επενδύσεων (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) κατά
12,2%, με δεδομένο ότι οι προοπτικές για διατηρήσιμη μεγέθυνση -περί το 2%- τα
επόμενα χρόνια στηρίζονται στο σενάριο ισχυρής ετήσιας αύξησης των επενδύσεων
άνω του 10%. Το ποσοστό των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ υπολείπεται σημαντικά του
αντίστοιχου Ευρωπαϊκού μέσου όρου ενώ είναι χαμηλότερο και σε σχέση με τις
υπόλοιπες χώρες που εξήλθαν από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής. Επιπλέον,
το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
εμφάνισε επιδείνωση κατά το 2018, με το έλλειμμα να διαμορφώνεται στα
υψηλότερα επίπεδα από το 2012. Συγκεκριμένα, το έλλειμμα ανήλθε 2,9% του ΑΕΠ,
αυξημένο σε σχέση με το 2017, κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα. Η επιδείνωση αυτή
οφείλεται στην αύξηση των ελλειμμάτων των ισοζυγίων αγαθών και πρωτογενών
εισοδημάτων, οι οποίες μερικώς μόνο αντισταθμίστηκαν από την αύξηση του
πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών και τη μείωση του ελλείμματος του
ισοζυγίου δευτερογενών εισοδημάτων.





Όσον αφορά στις μακροοικονομικές εξελίξεις εντός του 2019, για το σύνολο του έτους οι προβλέψεις για την αύξηση
του πραγματικού ΑΕΠ εγχώριων και ξένων οργανισμών συγκλίνουν σε ένα εύρος
εκτιμήσεων για άνοδο της τάξης του 1,9% με 2,3%, με το κεντρικό σενάριο του
Δημοσιονομικού Συμβουλίου να είναι ελαφρώς πιο απαισιόδοξο. Εξακολουθούν να
παραμένουν, τόσο εγχώριες όσο και εξωτερικές, εστίες αβεβαιότητας, οι
επιπτώσεις των οποίων δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν εκ των προτέρων με
ακρίβεια. Ειδικότερα:





Αναφορικά με το εξωτερικό περιβάλλον, υπάρχουν σαφείς
ενδείξεις για ενδεχομένη επιβράδυνση
στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Το γεγονός αυτό μπορεί να επηρεάσει αρνητικά
τόσο τις ελληνικές εξαγωγές προϊόντων προς την Ευρώπη, όσο και τις τουριστικές
εισπράξεις από τους Ευρωπαίους τουρίστες στην Ελλάδα. Με δεδομένο ότι πάνω από
το 1/3 των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται στην Ευρώπη, ενώ σχεδόν οι μισές
τουριστικές εισπράξεις προέρχονται από Ευρωπαίους πολίτες μια πιθανή κάμψη στην
ευρωπαϊκή οικονομική δραστηριότητα θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην μεγέθυνση της
ελληνικής οικονομίας. Επίσης η αναμενόμενη ανάκαμψη της τουριστικής αγοράς στην
Τουρκία θα δημιουργήσει περαιτέρω πιέσεις στις ελληνικές τουριστικές
εισπράξεις.





Κίνδυνος γενικευμένης
χρηματοπιστωτικής αστάθειας





Ακόμη, εξακολουθεί να
υπάρχει ο κίνδυνος γενικευμένης χρηματοπιστωτικής αστάθειας σε Ευρώπη στην περίπτωση «άτακτης εξόδου» του Ηνωμένου
Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με δεδομένο ότι περίπου το 15% των
τουριστικών εισπράξεων προέρχονται από πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου μία
«άτακτη έξοδος» θα επηρέαζε αρνητικά το ελληνικό ισοζύγιο υπηρεσιών. Ενδεχόμενη κλιμάκωση των πολιτικών εμπορικού
προστατευτισμού θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στο διεθνές εμπόριο και
στην παγκόσμια οικονομία γενικότερα, λειτουργώντας ως ανασχετικός παράγων για
τις ελληνικές εξαγωγές.





Σε ότι αφορά το εγχώριο
περιβάλλον, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων που υπάρχει στο
ελληνικό τραπεζικό σύστημα («κόκκινα δάνεια») μπορεί να
επηρεάσει αρνητικά αφενός την κεφαλαιακή επάρκεια και την κερδοφορία των
ελληνικών τραπεζών και αφετέρου να περιορίσει τις τραπεζικές πιστώσεις προς τις
ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Σε κάθε περίπτωση η επιτάχυνση της
επίλυσης του ζητήματος μπορεί να δώσει ώθηση στις τραπεζικές πιστώσεις και κατά
συνέπεια να ενισχύσει επενδύσεις και κατανάλωση.