«Από τη Σκύλλα στη Xάρυβδη» η οικονομία
Την ώρα που το πολιτικό σκηνικό έχει πάρει κυριολεκτικά «φωτιά», με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών και τις ραγδαίες ανακατατάξεις στα πολιτικά κόμματα, αναπόφευκτα μάλλον έχει περάσει η έλευση των κλιμακίων των δανειστών στην Αθήνα, για τη δεύτερη μεταμνημονιακή αξιολόγηση. Βλέπετε, μπορεί τον Αύγουστο του 2018 να έληξε και τυπικά το τρίτο μνημόνιο, και από τότε η κυβέρνηση να διατυμπανίζει ότι έληξε η «επιτροπεία από τους δανειστές», ωστόσο η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική!Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση έχει καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες σε επικοινωνιακό επίπεδο, να αποκρύψει το γεγονός, πως η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, άρα και οι περιοδικοί έλεγχοι από τα κλιμάκια των δανειστών συνεχίζονται κανονικά. Η πρώτη αξιολόγηση το περασμένο Φθινόπωρο διεξήχθη σε ένα σχετικά χαλαρό κλίμα, και οι δανειστές είχαν εμφανιστεί κάπως «γενναιόδωροι» προς την κυβέρνηση. Αυτή τη φορά όμως φαίνεται ότι οι θεσμοί επέστρεψαν με άγριες διαθέσεις, καθώς η πορεία των μεταρρυθμίσεων έχει βαλτώσει, και σημειώνονται καθυστερήσεις στην υλοποίηση των προαπαιτούμενων.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Ασφυκτικός έλεγχος
Ο ασφυκτικός έλεγχος από τους δανειστές ουσιαστικά ξεκίνησε στη συνεδρίαση του EuroWorking Group (EWG) του Ιανουαρίου, όπου και αποτιμήθηκε η εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2018 μαζί με τις εκκρεμότητες που απορρέουν από το πρόγραμμα ενισχυμένης εποπτείας. Την σκυτάλη πήραν τα ελεγκτικά κλιμάκια των δανειστών, τα οποία, πέρα από τις 16 προαπαιτούμενες δράσεις της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης που έχει καθυστερήσει η υλοποίησή τους, έκαναν κυριολεκτικά «φύλλο και φτερό» και τα δημοσιονομικά δεδομένα. Ειδικότερα, υπό το φίλτρο των δανειστών πέρασαν οι κυβερνητικές παροχές, καθώς και ο κίνδυνος εκτροχιασμού από τις δικαστικές αποφάσεις καταβολής αναδρομικών. Η ατζέντα των διαπραγματεύσεων περιελάμβανε ακόμα τα κόκκινα δάνεια, τις αλλαγές στο δημόσιο, τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του ελληνικού κράτους και τις ιδιωτικοποιήσεις, από τις εισπράξεις των οποίων θα καλυφθεί μέρος των δανειακών υποχρεώσεων που έχει φέτος η Ελλάδα. Το χρονοδιάγραμμα προβλέπει, ότι στις 27 Φεβρουαρίου 2019 θα δοθούν στην δημοσιότητα τα συμπεράσματα της αξιολόγησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η έκθεση των θεσμών θα συζητηθεί στο Eurogroup της 12ης Μαρτίου, το οποίο θα αφορά κυρίως το ελληνικό ζήτημα. Από την συγκεκριμένη έκθεση θα εξαρτηθεί αν θα εκταμιευθούν ή όχι τα κέρδη που αποκόμισαν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα, ύψους 600 εκατ. ευρώ.
Απαγορευτικό σήμα
Σύμφωνα τώρα με τα όσα τονίζει το ΔΙΚΤΥΟ στο πρόσφατο Δελτίο Πολιτικής Ανάλυσης και Εκτίμησης, με δεδομένο το απαγορευτικό σήμα για τις αγορές, το οποίο φαίνεται πως δύσκολα θα αρθεί πριν τον Μάρτιο, η διαπραγμάτευση των επόμενων μηνών της κυβέρνησης με τους δανειστές θεωρείται εξαιρετικά κρίσιμη για την χρηματοδότηση της οικονομίας και πιθανότατα να επηρεάσει άμεσα και να δρομολογήσει τις πολιτικές εξελίξεις. Επιπλέον, όπως υπενθυμίζει το ΔΙΚΤΥΟ, θα πρέπει να συνυπολογιστούν και κάποια κρίσιμα για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όπως: Οι δεσμεύσεις για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ, σε συνδυασμό με την οριακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών και οι συνεχείς κεφαλαιακές ανάγκες μέχρι την διευθέτηση του ζητήματος των κόκκινων δανείων, μαζί με τους κεφαλαιακούς ελέγχους που παραμένουν. Επίσης, ο κίνδυνος να προσφύγει το δημόσιο στην άντληση πόρων από το λεγόμενο «κεφαλαιακό μαξιλάρι» ή cash buffer των 30 δισ. ευρώ για χρήση πέραν από εξόφληση δανείων του ΔΝΤ. Κάτι το οποίο θα στείλει εξαιρετικά αρνητικό μήνυμα στις αγορές.
Απροθυμία
Καταγεγραμμένη είναι πλέον και η απροθυμία για την υλοποίηση σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που εκτιμάται ότι θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό κλίμα, θα προσελκύσουν επενδυτικά κεφάλαια, και τελικά θα ενισχύσουν την αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας. Και αυτό το «βάλτωμα» στις μεταρρυθμίσεις έχει να κάνει κυρίως με το πολιτικό κόστος. Συν τοις άλλοις, το κλίμα πολιτικής αστάθειας που προκαλεί η ακραία και διχαστική πολιτική αντιπαράθεση, η οποία δεν επιτρέπει στους εξωτερικούς παρατηρητές την μακροπρόθεσμη προσέγγιση της ελληνικής οικονομίας.
Η ατζέντα της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης
Υπό τις συνθήκες αυτές λοιπόν, διεξάγονται οι έλεγχοι των κλιμακίων των δανειστών, στο πλαίσιο του προγράμματος ενισχυμένης εποπτείας. Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του ΕΒΕΠ, τις σημαντικές εκκρεμότητες της αξιολόγησης, είναι η κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, που αποτελεί το πιο πολύπλοκο θέμα, τόσο όσον αφορά στο διάδοχο σχήμα του «νόμου Κατσέλη», όσο και στη μείωση των «κόκκινων» δανείων των τραπεζών. Η βασική ατζέντα των διαπραγματεύσεων με τους επικεφαλής των θεσμών αναμένεται να είναι η ακόλουθη:
Για το θέμα της πρώτης κατοικίας, και την αντικατάσταση του νόμου Κατσέλη, νέο πλαίσιο θα βρίσκεται πολύ κοντά στο κυπριακό μοντέλο «Εστία» με την επιδότηση, από το κράτος, των δόσεων του δανείου. Η συζήτηση με τις τράπεζες θα φορά στο εάν και πώς θα γίνεται «κούρεμα» του δανείου, σε αντιστοιχία με την αντικειμενική αξία του ακινήτου, όταν η αξία του ακινήτου είναι μεγαλύτερη από το υπόλοιπο του δανείου, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα τεθεί μειωμένο όριο αξίας ακινήτου για την υπαγωγή στο νέο πλαίσιο.
Τα κόκκινα δάνεια
Γενικότερα για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, θεωρείται πιο εύκολο να εγκριθεί από την Κομισιόν και να εφαρμοστεί το σχέδιο του ΤΧΣ (APS), το οποίο έχει ήδη υλοποιηθεί στην Ιταλία. Πρόβλημα αποτελεί το ύψος των κρατικών εγγυήσεων, αν και θα ληφθεί βαθμολογία από δείγμα χαρτοφυλακίου κόκκινων δανείων. Το σχέδιο της Τραπέζης της Ελλάδος πάντως αναμένεται να ενσωματωθεί σε δεύτερη φάση, εάν λάβει φυσικά την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ήδη μάλιστα έχει συσταθεί κοινή επιτροπή του ΥΠΟΙΚ με την ΤτΕ για το θέμα αυτό. Για τις ιδιωτικοποιήσεις, αναμένεται να επισπευστεί η απόφαση της προκήρυξης για την άδεια καζίνο στο «Ελληνικό» και να υπογραφεί η νέα σύμβαση του «Ελ. Βενιζέλος». Παράλληλα, θα προχωρήσει το θέμα των ΕΛΠΕ, και θα υπάρξουν νομοσχέδια από το υπουργείο Ενέργειας για τον διαχωρισμό των δικτύων και από το υπουργείο Ναυτιλίας για την παραχώρηση δραστηριοτήτων στα τέσσερα λιμάνια. Τέλος σε ότι αφορά το δημοσιονομικό κόστος από τις δικαστικές αποφάσεις για αναδρομικά συντάξεων, δώρων και επιδομάτων στο Δημόσιο, καθώς και για το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού, υπάρχει ήδη μελέτη από το υπουργείο Εργασίας και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις και την κάλυψη ενός κόστους που ενδέχεται να φτάσει το 15% του ΑΕΠ.
Οι δυσκολίες και οι αντιθέσεις
Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το περίγραμμα της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης. Και όπως εύκολα γίνεται κατανοητό, τα θέματα που απασχολούν κυβέρνηση και δανειστές δεν είναι καθόλου εύκολα στο χειρισμό τους. Ήδη καταγράφονται αντικρουόμενες απόψεις, όπως για παράδειγμα στην αντικατάσταση του νόμου Κατσέλη, όπου διεξάγεται μία σκληρή παρτίδα «πόκερ», μεταξύ της κυβέρνησης, των δανειστών και των τραπεζών. Και από την εξέλιξή της θα κριθεί η τύχη των τραπεζών, αλλά και των δανειοληπτών.Σε κάθε περίπτωση, τέλη Φεβρουαρίου ο νόμος Κατσέλη μας τελειώνει, και μέχρι τότε θα πρέπει να έχει βρεθεί το νέο πλαίσιο που θα τον αντικαταστήσει. Αλλά οι διαφορές μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών παραμένουν. Αναλυτικότερα, για την αξία προστασίας πρώτης κατοικίας, η κυβέρνηση αποδέχεται μεν τη μείωση του ορίου από τις 180.000 ευρώ για τον άγαμο και τις 280.000 ευρώ για ένα ζευγάρι με τρία παιδιά, ωστόσο προτείνει να κυμανθεί κατά μέσο όρο στις 200.000 ευρώ. Ωστόσο οι τράπεζες προτείνουν όριο προστασίας στις 100.000 ευρώ, με δυνατότητα προσαύξησης στα 130.000 ευρώ.Για τα δάνεια στα οποία θα προστατεύεται η πρώτη κατοικία, η κυβέρνηση λέει όχι μόνο να ισχύει η προστασία για τα στεγαστικά δάνεια, αλλά και για επιχειρηματικά/επαγγελματικά δάνεια, που έχουν υποθήκη πρώτη κατοικία. Οι τράπεζες επιμένουν, η προστασία να ισχύει μόνο για τα στεγαστικά δάνεια. Τέλος, για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων, που θα μπουν στη νέα ρύθμιση, η κυβέρνηση επιθυμεί «κούρεμα» δανείων οριζόντιου τύπου, με βάση την τρέχουσα εμπορική αξία του ακινήτου, ενώ οι τράπεζες αποδέχονται το «κούρεμα» δανείων, αλλά κατά περίπτωση.
Τα ανοικτά μέτωπα
Στα άλλα ανοικτά μέτωπα της δεύτερης αξιολόγησης, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, μέσω του προγράμματος του ΤΑΙΠΕΔ έχει στην πράξη κολλήσει. Συγκεκριμένα, παραμένουν ανολοκλήρωτες πολλές σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις που περιλαμβάνονταν στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αξιοποίησης του ΤΑΙΠΕΔ ήδη από τον Ιούλιο του 2015 και σύμφωνα με το 3ο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής θα έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί πριν από τη λήξη του τελευταίου τον Αύγουστο 2018.
Σε αυτές περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων το Ελληνικό, ο ΔΑΑ, η Εγνατία Οδός, τα Ελληνικά Πετρέλαια, η ΔΕΗ, η ΔΕΠΑ, η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ. Σύμφωνα τώρα με τον Προϋπολογισμό του 2019, ο στόχος εσόδων από αποκρατικοποιήσεις για το 2019 ανέρχεται σε 1,5 δισ. ευρώ. Ωστόσο, σύμφωνα με την τριμηνιαία κατανομή τους, η είσπραξη του 97% του ως άνω ποσού τοποθετείται χρονικά στο 4ο τρίμηνο του 2019, ενώ 77% του ποσού αυτού εκτιμάται ότι θα προέλθει από διαγωνισμούς που δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί.Ανησυχία εκφράζεται από τους δανειστές και για τα δημοσιονομικά δεδομένα. Φυσικά η κυβέρνηση επιτυγχάνει τον βασικό δημοσιονομικό στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Ωστόσο, αυτό επιτυγχάνεται με την άσκηση μιας οικονομικής πολιτικής που και τα λάθος μηνύματα στέλνει σε επενδυτές, αγορές και δανειστές αλλά και στην ουσία συνεχίζει να επιβαρύνει και ναι υπονομεύει περεταίρω τα εισοδήματα των πολιτών, ακόμα και των πιο αδύναμων. Ήδη παρατηρείται φορολογική κόπωση στους πολίτες, ενώ η συνεχής υστέρηση των δαπανών του ΠΔΕ λειτουργεί αντιαναπτυξιακά.
Οι δαπάνες του ΠΔΕ
Είναι ενδεικτικό το γεγονός, ότι τον Δεκέμβριο του 2018, οι δαπάνες του ΠΔΕ διαμορφώθηκαν σε 6.237 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας μείωση έναντι του στόχου κατά 513 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, πρόβλημα για τη ρευστότητα στην οικονομία αποτελούν και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου. Προαπαιτούμενο της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας ήταν να έχουν μηδενιστεί μέχρι το τέλος του 2018.Ωστόσο, στα τέλη Νοεμβρίου του 2018, εξακολουθούσαν να ξεπερνούν τα 2,5 δισ. ευρώ. Μόνο οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων στο τέλος της περασμένης χρονιάς έφταναν τα 780,9 εκατ. ευρώ.Σε ότι αφορά τη δημοσιονομική «βόμβα» των αναδρομικών, η Κομισιόν εγκαίρως έχει προειδοποιήσει για το ενδεχόμενο να χρειαστούν πρόσθετα μέτρα, προκειμένου να μην υπάρξει εκτροχιασμός έναντι του ανελαστικού δημοσιονομικού στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Ειδικότερα, στην πρώτη έκθεση για την μεταμνημονιακή εποπτεία που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Νοέμβριο, η Κομισιόν σημείωνε επί λέξει:
«Οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν τους δημοσιονομικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών αποφάσεων, και καλούνται να λάβουν αντισταθμιστικά μέτρα, στο βαθμό που θα χρειαστεί για να επιτευχθούν οι μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής και οι ετήσιες αναθεωρήσεις του». Πέρα όμως από τα προαπαιτούμενα και τις εκκρεμότητες, διάχυτη είναι η ανησυχία των θεσμών και για τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας, καθώς εντείνονται και οι κίνδυνοι σε παγκόσμιο επίπεδο. Ειδικά επισημαίνεται η η αυξητική τάση των επιτοκίων και η επιβράδυνση της διεθνούς επενδυτικής δραστηριότητας αποτελούν τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία το 2019. Η εξέλιξη αυτή αναπόφευκτα θα επηρεάσει και την Ελλάδα, η οποία θα πρέπει να αναζητήσει κεφάλαια στις αγορές για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, καθώς για πρώτη φορά έπειτα από 9 χρόνια θα στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις, χωρίς την οικονομική στήριξη που παρείχαν τα μνημόνια.
Τι λέει ο ΣΕΒ
Απαιτείται λοιπόν η περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, ώστε η Ελληνική οικονομία να θωρακιστεί έναντι της διαφαινόμενης κάμψης της παγκόσμιας οικονομίας, και να επιτευχθούν ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης στο μέλλον. Σύμφωνα και με τον ΣΕΒ, η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμη πιο επιτακτική αν ληφθεί υπόψη ότι η ανάπτυξη της οικονομίας στηρίζεται σήμερα πρωτίστως στις εξαγωγές και τον τουρισμό που θα είναι και οι πρώτοι τομείς που θα κινδυνεύσουν από έναν διεθνή κύκλο οικονομικής επιβράδυνσης. Συγκεκριμένα, οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ) για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα έτη είναι μετριοπαθείς και συγκλίνουν κοντά στο 2%. Ο ρυθμός αυτός, κατά τον ΣΕΒ, δεν επαρκεί για να καλυφθούν οι απώλειες της ύφεσης, ενώ ενδέχεται να διαμορφωθεί σε ακόμα χαμηλότερο επίπεδο, δεδομένης της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Επιπρόσθετα, το 2019 είναι έτος εκλογών, γεγονός το οποίο εκ των πραγμάτων θα θέσει την οικονομική δραστηριότητα για ένα διάστημα σε κατάσταση αναμονής ή και αβεβαιότητας. Συνεπώς, θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε το διάστημα αυτό να είναι σύντομο, αποφεύγοντας έναν νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, ως αποτέλεσμα προεκλογικών παροχών. Προς αυτή την κατεύθυνση, εκείνο που προέχει είναι η διασφάλιση των συνθηκών που θα επιτρέψουν την πραγματοποίηση επενδύσεων και την αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων σε μόνιμη βάση.