Δεν τελείωσαν οι «περιπέτειες» για την ελληνική οικονομία
«Χαράς ευαγγέλια» για την κυβέρνηση, αφού φαίνεται να επιτυγχάνει έναν βασικό της προεκλογικό στόχο. Να μην περικοπούν τελικά οι συντάξεις το 2019. Οι Ευρωπαίοι, λοιπόν, εκτός απροόπτου, θα κάνουν το… «χατίρι» στον Αλέξη Τσίπρα. Και αναπόφευκτα, μετά από αυτή την, πολιτικά κυρίως, θετική εξέλιξη περνούν σε δεύτερη μοίρα οι απανωτές προειδοποιήσεις, του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, αλλά και της Τράπεζας της Ελλάδος για τις προκλήσεις που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Οι εξελίξεις μέχρι στιγμής έχουν ως εξής. Το ίδιο το ΥΠ.ΟΙΚ. ανακοίνωσε, έστω μέσω διαρροών, ότι το Eurogroup Working Group (EWG) αφού εξέτασε την εισήγηση της Ελλάδας και τη θετική αποτίμηση της Κομισιόν δεν προέβαλε ενστάσεις στο σχέδιο προϋπολογισμού του 2019. Ειδικότερα, οι εμπειρογνώμονες των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ ενημερώθηκαν για τα δημοσιονομικά μεγέθη της Ελλάδος και τις προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2019, και υιοθέτησαν την εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύμφωνα με την οποία ο δημοσιονομικός στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019 θα πιαστεί και χωρίς να ενεργοποιηθούν οι περικοπές στις συντάξεις.
Έτσι, το Euwoworking Group δίνει το «πράσινο φως» για τη μη εφαρμογή του μέτρου. Για τις αποφάσεις αυτές θα ενημερωθούν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, κατά τη διάρκεια του Eurogroup στις 19 Νοεμβριου, προκειμένου να δοθεί το τελικό «πράσινο φως». Ωστόσο, αυτό που μένει να διευκρινιστεί είναι αν το μέτρο θα ακυρωθεί οριστικά ή θα μπει στο συρτάρι για να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση που χρειαστεί. Δηλαδή, αν θα υπάρξει απλά αναβολή της περικοπής των συντάξεων, η οποία θα συνοδευτεί και από κάποια «ρήτρα πλεονάσματος». Με άλλα λόγια, αν κάθε χρόνο θα γίνεται αξιολόγηση της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων, προκειμένου να ενεργοποιηθεί ή όχι το μέτρο.
Το επικείμενο Eurogroup
Όλα αυτά πρόκειται να ξεκαθαρίσουν στο Eurogroup. Και φυσικά μένει να φανεί αν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης λάβουν υπ’ όψιν τους και πολιτικές προεκτάσεις κατά την τελική τους απόφαση. Για παράδειγμα, θα πρέπει να είναι ήδη ξεκάθαρο ότι η στάση της Γερμανίας στο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης να μην περικοπούν οι συντάξεις έχει να κάνει με πολιτικούς λόγους, το δε «αντάλλαγμα» που φέρεται να ζήτησε το Βερολίνο είναι να παρουσιαστεί ένα «πειστικό μείγμα μέτρων», ώστε να μπορέσει να περάσει το θέμα από τη γερμανική Βουλή χωρίς πολλές αντιδράσεις. Στο πλαίσιο αυτό, ενδεικτικό των προθέσεων της γερμανικής πλευράς ήταν πρόσφατο δημοσίευμα του Bloomberg, σύμφωνα με το οποίο το Βερολίνο είχε ήδη αποφασίσει να δώσει στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα τη δυνατότητα αναβολής του μέτρου περικοπής των συντάξεων από 1/1/2019, ενισχύοντάς την έτσι εν όψει του εκλογικού κύκλου του επομένου έτους. Κατά το δημοσίευμα, με την Ελλάδα να βρίσκεται κοντά στην επίτευξη των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων χωρίς την περικοπή των συντάξεων στις αρχές του νέου έτους, η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ εμφανίζεται να στηρίζει την ελληνική κυβέρνηση για την αναβολή του μέτρου. Η απόφαση αυτή του Βερολίνου βεβαίως και υποκρύπτει πολιτικές σκοπιμότητες, αφού, όπως σημειώνει το Bloomberg, δεδομένης της κρίσης στις σχέσεις Βρυξελλών - Ιταλίας λίγοι φαίνεται να έχουν διάθεση για μια νέα σύγκρουση με την Ελλάδα.
Δύσκολες αποφάσεις
Από την άλλη, όμως, το να δοθεί «αέρας» στην Ελλάδα για ακύρωση ή αναβολή μέτρων δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο Βερολίνο και ειδικά εντός της κεντροδεξιάς παράταξης της κ. Μέρκελ. Σύμφωνα με το Bloomberg, η κοινοβουλευτική ομάδα της Μέρκελ [CDU/CSU] συνεχίζει να πιέζει για τις περικοπές στις συντάξεις και θα μπορούσε να επιδιώξει να ασκήσει αντίποινα, μπλοκάροντας την Ελλάδα από το να αποκτήσει πρόσβαση στα κέρδη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τα ομόλογα που κατέχει. Άρα, οι τελικές αποφάσεις δεν θα είναι και τόσο εύκολο να παρθούν.
Οι προκλήσεις και το έλλειμμα αξιοπιστίας
Δεν πρέπει επίσης να παραγνωριστεί το γεγονός ότι κάποιοι από τους πιστωτές της Ελλάδας, με κορυφαίο το ΔΝΤ, αλλά και οίκοι αξιολόγησης, έχουν προειδοποιήσει ότι έχουν προειδοποιήσει να μην ακυρωθούν οι μεταρρυθμίσεις του προγράμματος διάσωσης το οποίο ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο, καθώς κάτι τέτοιο θα έστελνε το λάθος σήμα στις αγορές και θα οδηγούσε σε άνοδο το κόστος δανεισμού. Ειδικά το Ταμείο, σε κάθε ευκαιρία, ξεκαθαρίζει ότι το τι θα γίνει με τα προνομοθετημένα μέτρα για το 2019 και το 2020 (περικοπή συντάξεων, μείωση αφορολόγητου) είναι ένα θέμα που αφορά την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους.
Μεταμνημονιακή εποπτεία
Και αυτό γιατί το ΔΝΤ δεν έχει σε ισχύ πρόγραμμα χρηματοδότησης με την Ελλάδα. Απλά διενεργεί μια μεταμνημονιακή εποπτεία (post-program monitor arrangement), στο πλαίσιο της οποίας δεν μπορεί να επιβάλει πολιτικές. Ωστόσο, το ΔΝΤ είναι υπέρ της εφαρμογής τους προκειμένου να ελευθερωθεί δημοσιονομικός χώρος για ευρύτερα αναπτυξιακά μέτρα. Και συνεχίζει να προτρέπει την Ελλάδα να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της ώστε να εφαρμόσει μέτρα υπέρ της ανάπτυξης. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι υποστηρικτές, κυρίως στο εξωτερικό, της εφαρμογής του μέτρου στηρίζουν την άποψή τους συν τοις άλλοις και στο έλλειμμα αξιοπιστίας που ταλαιπωρεί τη χώρα μας. Ως γνωστόν, η Ελλάδα δεν έχει αποκαταστήσει ακόμα την κανονική πρόσβαση στις αγορές. Η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές λόγω της αντιπαράθεσης της Ρώμης με τις Βρυξέλλες για τον ιταλικό προϋπολογισμό απειλεί το αρχικό σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης για την έκδοση νέων ομολόγων ακόμα και από τον Ιανουάριο. Αν μάλιστα δοθεί το σήμα στις αγορές ότι υπάρχει πισωγύρισμα στις μεταρρυθμίσεις, τα πράγματα στην αγορά ομολόγων μπορεί να χειροτερέψουν.
Εκτός προσανατολισμού
Αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, όπως σημειώνει στην πρόσφατη έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Το έλλειμμα αξιοπιστίας. Πιθανή επιβράδυνση των μεταρρυθμίσεων και ενδεχόμενες δημοσιονομικές πιέσεις από δικαστικές αποφάσεις που ανατρέπουν υλοποιηθέντα μέτρα πολιτικής θα δημιουργήσουν αβεβαιότητα όσον αφορά στον προσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής. Η αβεβαιότητα αυτή θα μπορούσε να επιταθεί λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε εκλογικό κύκλο ο οποίος ιστορικά συνεπάγεται τάσεις χαλάρωσης της οικονομικής πολιτικής. Αναλυτικότερα, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής σημειώνει ότι η κλιμάκωση των δημοσιονομικών πιέσεων υπό το βάρος δικαστικών αποφάσεων που ακυρώνουν εφαρμοσμένες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, αποτελεί σημαντική πηγή αβεβαιότητας. Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση για καταβολή των αναδρομικών ποσών σε μισθωτούς και συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων που προέκυψαν από τις δικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί μια πράξη συμμόρφωσης στη συνταγματική νομιμότητα. Ωστόσο, προκύπτουν ζητήματα ίσης μεταχείρισης καθώς δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί οι μισθολογικές και συνταξιοδοτικές περικοπές ήταν συνταγματικές σε κάποιες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών αλλά αντισυνταγματικές σε κάποιες άλλες. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να εγείρει επιπλέον δικαστικές διεκδικήσεις από άλλες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων με σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο. Η αβεβαιότητα αυτή θα μπορούσε να ενισχυθεί λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε εκλογικό κύκλο με εντεινόμενο πολιτικό ανταγωνισμό ο οποίος μπορεί να στείλει αντιφατικά μηνύματα όσον αφορά στις δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαταράξει τις ευνοϊκές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί.
Καχυποψία
Από ’κεί και πέρα, η αβεβαιότητα ενισχύεται και από τις πρόσφατες υποθέσεις που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας (Folli Follie, πωλήσεις ακινήτων με POS στην Κίνα) που δημιούργησαν καχυποψία για τις επιχειρηματικές πρακτικές και την αποτελεσματικότητα των εποπτικών θεσμών στη χώρα μας, αλλά και από τις έντονες διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αξίας των τραπεζικών μετοχών εξαιτίας αμφιβολιών που εξέφρασαν διεθνείς επενδυτικές τράπεζες για την αποτελεσματικότητα και ταχύτητα αποκλιμάκωσης του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι πρωτίστως ζήτημα θεσμικού πλαισίου και διαμόρφωσης των κατάλληλων μηχανισμών ρύθμισης και ελέγχου που διασφαλίζουν ότι τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας λειτουργούν με διαφανείς κανόνες ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα δημοσιονομικής ανευθυνότητας, χειραγώγησης αγορών και μονοπωλιακές καταστάσεις.
Μια σειρά κινδύνων εξακολουθούν να ελλοχεύουν
Η ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη, από τη στιγμή που οι αναταράξεις από το εξωτερικό πληθαίνουν. Η περαιτέρω κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση της ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και κατ’ επέκταση να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές και τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Η συνέχιση των αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές εξαιτίας ταχύτερης ανόδου των αμερικανικών επιτοκίων και ανατίμησης του δολαρίου και οι συνεπακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις στις αναδυόμενες οικονομίες που έχουν μεγάλο μέρους του χρέους τους εκφρασμένο σε δολάρια καθώς και η συνέχιση των εντάσεων στις σχέσεις Ε.Ε. - Ιταλίας θα μπορούσαν να αυξήσουν την αποστροφή κινδύνου των διεθνών επενδυτών.
Αρνητικές επιπτώσεις
Κάτι τέτοιο θα είχε αρνητικές επιπτώσεις, καθώς θα οδηγούσε σε αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους, γεγονός που θα αποθάρρυνε νέες εκδόσεις ομολόγων και θα δρούσε ανασταλτικά στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο, οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων του ελληνικού δημοσίου βρίσκονται σε επίπεδα άνω του 4%, κυρίως λόγω της Ιταλίας. Παρά τις υψηλές αποδόσεις, η ύπαρξη του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας διασφαλίζει την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης για διάστημα τουλάχιστον δύο ετών και επιτρέπει την προσεκτική και καλά σχεδιασμένη επάνοδο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό καθώς η επιστροφή στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους είναι το τελικό κριτήριο για το εάν τελικά η χώρα θα καταφέρει να ξεπεράσει οριστικά την μακρόχρονη κρίση. Επιπρόσθετα, οι αποδόσεις των τίτλων του δημοσίου επηρεάζουν το σύνολο των εγχώριων επιτοκίων και διατηρούν σε υψηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, δρώντας αποτρεπτικά για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων. Επιπλέον, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, περιορίζει τις δυνατότητες του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις εγχώριες επενδύσεις και την ανάκαμψη της οικονομίας. Το ενδεχόμενο μιας βραδύτερης από την αναμενόμενη αύξησης των επενδύσεων το 2019, σε συνδυασμό με μία ταχύτερη επιβράδυνση της εξωτερικής ζήτησης για τα εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης για το επόμενο έτος.
Ιδιαίτερα χρήσιμη για να κατανοήσουμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομία είναι και η ανάλυση των κινδύνων στην οποία προχωράει στη δική του έκθεση το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο. Συγκεκριμένα, πηγές κινδύνου και αβεβαιότητας θεωρούνται, μεταξύ άλλων: Πρώτον, πορεία εξομάλυνσης της λειτουργίας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, με την επίτευξη των στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών και την εξασφάλιση ικανοποιητικής ροής καταθέσεων. Πιο συγκεκριμένα, οι υποθέσεις του σεναρίου του υπουργείου Οικονομικών κάνουν λόγο για μεγαλύτερη μείωση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών το 2019, κατά 16,9 δισ. ευρώ, έναντι 12,9 δισ. ευρώ που εκτιμάται η μείωση για το 2018.
Επιτάχυνση μέσω πώλησης δανείων
Η επιτάχυνση αυτή εκτιμάται ότι θα προέλθει από την επίσπευση πώλησης δανείων κυρίως στο επιχειρηματικό παρά στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο, καθώς και από την αύξηση των διαγραφών. Ταυτόχρονα, με αμετάβλητο το υποτιθέμενο επιτόκιο καταθέσεων για το 2019 και ελαφρώς αυξημένο για τις δανειοδοτήσεις, το σενάριο του Υπουργείου Οικονομικών υποθέτει μικρότερη αύξηση των καταθέσεων (4,6 δισ. το 2019 έναντι 6,5 δισ. το 2018), αλλά πενταπλασιασμό σχεδόν των δανειοδοτήσεων (5,6 δισ. το 2019 έναντι 1,1 δισ. το 2018). Ο βαθμός πιστωτικής επέκτασης που θα επιτευχθεί το 2019 παράλληλα με τη μείωση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συνεισφέρει σημαντικά στη στήριξη της μεγέθυνσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων.
Δεύτερον, η πορεία βελτίωσης των συνθηκών δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και των ελληνικών επιχειρήσεων από τις διεθνείς αγορές, η οποία συνδέεται ως ένα βαθμό και με τη διεθνή πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Ο δανεισμός από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές θεωρείται μία σημαντική εναλλακτική επιλογή χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων, η οποία θα μπορούσε να υποστηρίξει τη μεγάλη αναμενόμενη μεταβολή (σε διψήφιο ποσοστό) στις επενδύσεις σύμφωνα με το σενάριο του υπουργείου Οικονομικών για το 2019. Περαιτέρω ενίσχυση της δυνατότητας αυτής θα μπορούσε να στηριχθεί στην εφαρμογή βέλτιστων διεθνών πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης καθώς και σε ενίσχυση της εποπτείας της κεφαλαιαγοράς. Επίσης, η περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων τίτλων Ελληνικού Δημοσίου (από 6% σε 4% και 3,8% αντίστοιχα για τα έτη 2017, 2018 και 2019 σύμφωνα με τις υποθέσεις του Υπουργείου Οικονομικών) θα σηματοδοτήσει τη βελτίωση των συνθηκών κάλυψης μελλοντικών χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, βελτιώνοντας περαιτέρω το επενδυτικό κλίμα και την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία. Τρίτον, η παρατήρηση ενός εκλογικού δημοσιονομικού κύκλου με αποσταθεροποιητική δυναμική διαχρονικά, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Το φαινόμενο βεβαίως περιορίστηκε δραστικά στην περίοδο εφαρμογής των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά δεν πρέπει να υποτιμάται στο εξής. Οι κοινωνικές πιέσεις που πηγάζουν από τη μακρόχρονη εφαρμογή μέτρων δημοσιονομικής λιτότητας και διεγείρονται από θεμιτές ή μη προσδοκίες που μπορεί να στηρίξει η λήξη της περιόδου μνημονιακής εποπτείας σηματοδοτούν μια περίοδο εύλογης ανόδου των κοινωνικών εντάσεων. Το γεγονός ότι η περίοδος αυτή συμπίπτει με ένα εκλογικό έτος θα αποτελέσει μια ισχυρή δοκιμασία για τις νέες δομές και τις δυνάμεις υποστήριξης της συνεπούς εκτέλεσης της δημοσιονομικής πολιτικής όπως έχει σχεδιαστεί και πρόκειται να εγκριθεί σε ευρωπαϊκό και εθνικό πλαίσιο.