Κοστίζει ακριβά το «πισωγύρισμα» στις μεταρρυθμίσεις
Η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος, σε συνθήκες μάλιστα έντονης πόλωσης, έχει ανοίξει για τα καλά, όπως φαίνεται, την «όρεξη» για παροχολογία, η οποία όμως δεν ταιριάζει με τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες. Τον «χορό» των παροχών άνοιξε φυσικά η κυβέρνηση, η οποία, πέρα από μία σειρά φοροελαφρύνσεων και αυξήσεων πάσης φύσεως επιδομάτων, υπόσχεται και την ανατροπή μέτρων και διαρθρωτικών παρεμβάσεων που ψηφίστηκαν και άρχισαν να εφαρμόζονται τα προηγούμενα χρόνια ή εκκρεμεί ακόμη η εφαρμογή τους.
Του Σπύρου Σταθάκη
Πρόκειται για κινήσεις, που εντάσσονται στο βασικό κυβερνητικό «αφήγημα» για την έξοδο από τα μνημόνια, το τέλος της ασφυκτικής εποπτείας από τους δανειστές, και για τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών στη χώρα. Βεβαίως, ο απώτερος στόχος της κυβέρνησης δεν είναι άλλος, από την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συσπείρωση των κομματικών της δυνάμεων, εν όψει των επερχόμενων εκλογών. Έτσι, μετά το θέμα που άνοιξε για τις νέες περικοπές στις συντάξεις το 2019,τώρα φαίνεται ότι τίθεται και ζήτημα σχετικά με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου το 2020.
Ήδη κυβερνητικά στελέχη υποστηρίζουν ανοικτά, ότι γίνονται προσπάθειες να μην προχωρήσουν οι μειώσεις που έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές τόσο για τις συντάξεις όσο και για το αφορολόγητο. Άλλα το θέμα το έθεσε με τον πλέον επίσημο τρόπο ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος. Μιλώντας στη Βουλή, ο κ. Τσακαλώτος ισχυρίστηκε, ότι πλέον υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος και να μην περικοπούν οι συντάξεις, και να μην εφαρμοστεί η μείωση στο αφορολόγητο και να παρουσιάσουμε πολύ μεγάλο κομμάτι των αντιμέτρων. Έχουν ιδιαίτερη σημασία και τα επιχειρήματα του υπουργού, διότι προφανώς σε αυτά στηρίζεται και η προσπάθεια της κυβέρνησης να πείσει τους δανειστές, ότι και τα δύο μέτρα είναι αχρείαστα. Μεταξύ άλλων, ο κ. Τσακαλώτος σημείωσε ότι το 2017, όταν επιβλήθηκαν τα μέτρα-αντίμετρα, και επιβλήθηκαν γιατί η Γερμανία και η Ολλανδία έδωσαν το δικαίωμα βέτο στο ΔΝΤ, έλεγε τότε το ΔΝΤ για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 ότι θα είναι 1%. Μέχρι τον Ιούλιο του 2018 έλεγε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα ήταν 1,4% και τώρα λέει ότι είναι 3,5% του ΑΕΠ. Τώρα, κατά τον υπουργό Οικονομικών, είμαστε εκτός του μνημονίου και υπάρχει και ο δημοσιονομικός χώρος.Οπότε, αυτά που συμφωνήθηκαν πέρυσι, ιδίως σε ό,τι αφορά τις παρεμβάσεις σε ασφαλιστικό και φορολογικό, δεν μπορούν να ισχύσουν.
Προσπάθεια προσέλκυσης ξένων επενδύσεων
Την ίδια στιγμή ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο του ταξιδιού του στις ΗΠΑ, ξεκινούσε την προσπάθεια προσέλκυσης ξένων επενδύσεων. Αναλυτικότερα, ο Αλέξης Τσίπρας, για περισσότερη από μία ώρα είχε συνάντηση με επενδυτές, τις οποίες συντόνισαν οι Bank of America/Merrill Lynch. Στη συνάντηση τον πρωθυπουργό συνόδευαν ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης και ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Δημήτρης Λιάκος. Σύμφωνα λοιπόν με κυβερνητικές πηγές, ο πρωθυπουργός συζήτησε με στελέχη επενδυτικών funds που δείχνουν ενδιαφέρον να επενδύσουν στη χώρα, για την πορεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ενώ παράλληλα συζητήθηκαν και γεωπολιτικά θέματα. Έκανε δε εκτενή αναφορά στην ανάκαμψη των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, που πλέον διαμορφώνουν μια αισθητή βελτιωμένη εικόνα για τη χώρα και τις προοπτικές της. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η δεύτερη συζήτηση, που διοργάνωσε η Morgan Stanley, με επενδυτές που είχε ο πρωθυπουργός .Ο Αλέξης Τσίπρας επανέλαβε την περιγραφή της αισθητά βελτιωμένης εικόνας όλων των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, τη σταθερή και ασφαλή δημοσιονομική πορεία, την ρύθμιση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και αναφέρθηκε εκτενώς στη μεγάλη αναπτυξιακή δυναμική που έχει η Ελλάδα, ειδικά μετά την 20η Αυγούστου. Το ακόμη πιο σημαντικό, πάντα με τις ίδιες κυβερνητικές πηγές είναι, ότι ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, με στόχο τη δημιουργία φιλοεπενδυτικού κλίματος. Κατά τα φαινόμενα λοιπόν, στην κυβέρνηση πρέπει να αντιλαμβάνονται επιτέλους, ότι το μεγάλο στοίχημα είναι η προσέλκυση σημαντικών ξένων παραγωγικών επενδύσεων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ιδιίως στους τομείς που η Ελλάδα έχει ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα. Σύμφωνα με σχετικήα ανάλυση του ΣΕΒ, οι επενδύσεις σήμερα (€20 δισ.) προέρχονται χονδρικά κατά €10 δισ. από τις επιχειρήσεις, €5 δισ. από τα κράτος και €5 δισ. από τα νοικοκυριά που επενδύουν σε σπίτια, γραφεία, μαγαζιά κλπ (καθώς περιλαμβάνουν και τους αυτοαπασχολούμενους). Οι επενδύσεις σήμερα είναι, όμως, λιγότερες από τις μισές απ’ ό,τι ήταν το 2009 (€44 δισ.).
Στο 11% του ΑΕΠ η εθνική αποταμίευση
Από την άλλη, η εθνική αποταμίευση είναι ανεπαρκής για να χρηματοδοτήσει μια μεγάλη επέκταση των επενδύσεων, και να φέρει την ισχυρή ανάπτυξη που τόσο έχει ανάγκη η οικονομία μας. Ειδικότερα για να ξαναφτάσουν οι επενδύσεις στα €40 δισ. ετησίως και σε σύντομο χρονικό διάστημα, με δεδομένη την περιορισμένη αποταμίευση σήμερα (€20 δισ.) απαιτούνται ισόποσα κεφάλαια από το εξωτερικό. Σήμερα, το ποσοστό εθνικής αποταμίευσης είναι μόλις 11% του ΑΕΠ και χρηματοδοτεί επενδύσεις ύψους 13% του ΑΕΠ, με τη διαφορά να καλύπτεται με κεφάλαια από το εξωτερικό (ενώ η ΕΕ-28 είναι καθαρός εξαγωγέας κεφαλαίων). Απαιτείται, συνεπώς, η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό.
Επιπλέον, ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι μια αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων, είτε από τις επιχειρήσεις που μπορούν να αξιοποιήσουν τις αποταμιεύσεις που συσσωρεύουν είτε από τα νοικοκυριά που δεν θα χρειάζονται στον ίδιο βαθμό να ρευστοποιούν συσσωρευμένο πλούτο για να καταναλώνουν περισσότερο απ’ ότι τους επιτρέπει το διαθέσιμο εισόδημά τους. Στο πλαίσιο αυτό, η αποκατάσταση σε μόνιμη βάση της εμπιστοσύνης στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, με τη δημιουργία φιλοεπενδυτικού κλίματος και διαφύλαξης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, είναι προϋπόθεση sine qua non για την προσέλκυση των ξένων κεφαλαίων και τη μεγέθυνση των επενδύσεων.
«Θολό» το κλίμα στις αγορές
Όλα τα παραπάνω, βεβαίως, είναι σε θεωρητικό επίπεδο. Διότι στην πραγματικότητα, το επενδυτικό κλίμα δεν είναι και τόσο θετικό για τη χώρα μας, όπως τουλάχιστον θέλει να το παρουσιάσει η κυβέρνηση. Αντιθέτως, η αβεβαιότητα σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές της χώρας μας μάλλον ενισχύονται, παρά την «καλή» είδηση για την επιτυχή ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος στήριξης. Εξάλλου, ο ίδιος ο πρωθυπουργός έγινε μάρτυρας αυτών των ανησυχιών των ξένων επενδυτών, σε αναντιστοιχία με τα όσα ισχυρίζονται τα διάφορα κυβερνητικά non papers.
Τα θετικά
Αρχικά πρέπει να σημειώσουμε ότι βεβαίως και υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον για την ελληνική οικονομία, και ενδιαφέρονται για συγκεκριμένους παραγωγικούς τομείς που επιδεικνύουν δυναμισμό, όπως ο τουρισμός, η ενέργεια, το real estate κ.ά. Επιπλέον αναγνωρίζουν οι ξένοι επενδυτές, τόσο την πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, κυρίως σε ότι αφορά την δημοσιονομική εξυγίανση και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και το γεγονός ότι η Ελλάδα, είναι μια χώρα που βρίσκεται στον πυρήνα της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, διαθέτει ένα εργατικό δυναμικό με εξαιρετικές ικανότητες και υψηλού επιπέδου κατάρτιση και παράλληλα έχει πλούσιους φυσικούς πόρους, υποδομές και μία στρατηγικής σημασίας γεωγραφική θέση. Τα θετικά όμως σταματούν εδώ.
Από τις συναντήσεις του πρωθυπουργού προέκυψε το συμπέρασμα, ότι τους ξένους επενδυτές τους απασχολούν σοβαρά κρίσιμα ζητήματα, όπως η πολιτική σταθερότητα, η κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, αλλά και το ενδεχόμενο να υπάρξει ανατροπή στην υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων, που έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές. Και εμείς από τη μεριά μας είχαμε εγκαίρως επισημάνει ότι παρατεταμένη προεκλογική περίοδος, η παροχολογία και η αίσθηση που δημιουργείται ότι με την λήξη του τρίτου προγράμματος αρχίζει το ξήλωμα των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν την περίοδο των μνημονίων, και πως η κυβέρνηση ενδεχομένως δεν θα τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των δανειστών (π.χ. οι περικοπές των συντάξεων το 2019), δημιουργεί ένα κλίμα αβεβαιότητας στην διεθνή επενδυτική κοινότητα. Και μην ξεχνάμε, ότι πλέον ο ουσιαστικός έλεγχος της οικονομίας έχει περάσει, από τους επίσημους πιστωτές, στις διεθνείς αγορές, που εκ των πραγμάτων είναι ποιο απαιτητικές. Η πορεία του ελληνικού χρηματιστηρίου και των επιτοκίων των ομολόγων του Δημοσίου αυτό ακριβώς δείχνει. Το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου, παρά τις όποιες καθημερινές διακυμάνσεις, δεν λέει να πεσει κάτω από το 4%, επίπεδο απαγορευτικό για την πολυπόθητη έξοδο στις αγορές. Την ίδια στιγμή, το συνεχές σφυροκόπημα κυρίως των τραπεζικών μετοχών στο χρηματιστήριο, έχει ως αποτέλεσμα μέχρι στιγμής τουλάχιστον, οι απώλειες στην κεφαλαιοποίηση των τραπεζών να ξεπερνούν τα 4 δις ευρώ, και οι τιμές να έχουν επιστρέψει ουσιαστικά στα επίπεδα στα οποία πραγματοποιήθηκαν οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου το 2015.
Επιδείνωση του οικονομικού κλίματος
Το χειρότερο όμως «χτύπημα» η κυβέρνηση το δέχθηκε από το δείκτη οικονομικού κλίματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, το οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση. Έτσι, ο δείκτης υποχώρησε στις 101,3 μονάδες, επιστρέφοντας σε επίπεδα Δεκεμβρίου 2017, έναντι 105,2 μονάδων τον Αύγουστο και 105,3 μονάδων τον Ιούλιο. Τα στοιχεία ενσωματώνουν και τις κυβερνητικές εξαγγελίες στη ΔΕΘ αλλά και την πορεία της πραγματικής οικονομίας το τελευταίο διάστημα και τις προσδοκίες της αγοράς για το μέλλον. Και φυσικά διαψεύδουν «πανηγυρικά» τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης, για την αισθητά βελτιωμένη εικόνα της οικονομίας.
Το «χτύπημα» από τη Moody’s
Και το «κερασάκι στην τούρτα» ήταν η διάψευση των προσδοκιών για αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s. Είχε καλλιεργηθεί ένα κλίμα ότι θα προχωρούσε στην αναβάθμιση της χώρας κατά μία βαθμίδα, στην κατηγορία Β2 στις 21 Σεπτεμβρίου, ως επιβράβευσή της για την έξοδο από το πρόγραμμα διάσωσης με ασφαλή αποθέματα ρευστότητας. Τελικά, η Moody’s δεν προχώρησε σε αυτή την κίνηση, αν και είχε προειδοποιήσει στην τελευταία έκθεσή για την Ελλάδα, στις 24 Αυγούστου, για τον κίνδυνο να χάσει η οικονομία το έδαφος που έχει κερδίσει από τυχόν εφησυχασμούς, επισημαίνοντας την ανάγκη να τηρηθούν οι δεσμεύεις που ανέλαβε η ελληνική κυβέρνηση και να υλοποιηθούν απαρέγκλιτα οι μεταρρυθμίσεις.
Αυστηρό μήνυμα
Ακόμη πιο σημαντικά πάντως είναι τα όσα αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης σε σχετική έκθεση, με την οποία επιχειρηματολογεί για την απόφαση να μην προχωρήσει στην αναβάθμιση. Και το μήνυμα προς την κυβέρνηση είναι αυστηρό, παρά το γεγονός ότι καλύπτεται πίσω από μία τεχνοκρατική ανάλυση. Ότι δεν πρέπει να προχωρήσει σε αθέτηση των υποχρεώσεών της έναντι των δανειστών και να μην υπάρξει πισωγύρισμα στις μεταρρυθμίσεις. Ειδικότερα, η Moody’s επισημαίνει ότι οι προοπτικές για την αξιολόγηση της Ελλάδας είναι θετικές, και στηρίζονται στις ισχυρές επιδόσεις στην εφαρμογή απαιτητικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», το πολύ χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης χρέους και οι διαχειρίσιμες ανάγκες δανεισμού, δεδομένης της στήριξης από τους πιστωτές, όπως και τα υψηλότερα επίπεδα πλούτου από χώρες, που βρίσκονται σε ανάλογη βαθμίδα.
Στα μείον είναι η ανάγκη για πολύ περιοριστική δημοσιονομική θέση για αρκετά χρόνια ακόμη προκειμένου να μειωθεί το εξαιρετικά υψηλό χρέος, όπως και η πρόκληση της ολοκλήρωσης των μεταρρυθμίσεων σε θεσμικό επίπεδο και επίπεδο διακυβέρνησης, καθώς και το γεγονός ότι το τραπεζικό σύστημα παραμένει αδύναμο, με πολύ υψηλή έκθεση σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Σε ότι αφορά στους παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση του αξιόχρεου, είναι η διατήρηση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και η συνέχιση των προσπαθειών στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων, που έγιναν τα τελευταία χρόνια. Ένδειξη επιτυχούς επιστροφής στις αγορές, όπως και ενδεχόμενη ταχύτερη βελτίωση των συνθηκών στον τραπεζικό τομέα, θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν στην πολυπόθητη αναβάθμιση.
Οι προκλήσεις
Οι μεγάλες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα τον οίκο αξιολόγησης, αφορούν στη μείωση του χρέους για την οποία θα χρειαστεί η εφαρμογή ιδιαίτερα σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια, στην εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και στη μείωση των NPEs των τραπεζών. Και κάπου εκεί έρχεται και η προειδοποίηση της Moody’s. υπό τις σημερινές συνθήκες δεν θεωρείται πιθανή μία υποβάθμιση. Εάν όμως η ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει να αποκλίνει από τις δεσμεύσεις της ή να ανατρέψει μεταρρυθμίσεις, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν πιέσεις για την αξιολόγηση. Ξεκάθαρο το μήνυμα του οίκου αξιολόγησης, τόσο για τις περικοπές στις συντάξεις όσο και για τη μείωση του αφορολόγητου ορίου.