Οι «χρησμοί» του ΔΝΤ

06/08/2018, 09:30
Οι «χρησμοί» του ΔΝΤ

Το ΔΝΤ μίλησε επιτέλους. Και αυτά που είπε δεν ακούστηκαν ευχάριστα ούτε στην κυβέρνηση, αλλά ούτε και στην Κομισιον που έσπευσαν να χαρακτηρίσουν ως υπερβολικά απαισιόδοξες τις προβλέψεις του. Και είναι γεγονός ότι στην έκθεση του άρθρου 4 το ΔΝΤ δεν φαίνεται να συμμερίζεται απόλυτα τις αισιόδοξες εκτιμήσεις τους για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Του Σπύρου Σταθάκη

Το κομβικό σημείο της διαφωνίας φυσικά είναι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Το Ταμείο, λοιπόν, υποστηρίζει ότι το ελληνικό χρέος είναι διαχειρίσιμο μεσοπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν θα είναι βιώσιμο μετά το 2038, σημειώνοντας ότι θα χρειαστεί νέες παρεμβάσεις και νέα μέτρα για να καταστεί μακροχρόνια βιώσιμο. Όπως επεσήμανε σε σχετικές δηλώσεις του ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Βασίλης Κορκίδης, το ΔΝΤ σημειώνει ότι η ελάφρυνση του χρέους, η οποία συμφωνήθηκε πρόσφατα με τους Ευρωπαίους εταίρους, έχει βελτιώσει σε σημαντικό βαθμό τη βιωσιμότητα του χρέους μεσοπρόθεσμα, αλλά οι περισσότερο μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες.

Για το ΔΝΤ είναι κρίσιμης σημασίας οποιαδήποτε τέτοια πρόσθετη ελάφρυνση χρέους να βασίζεται σε ρεαλιστικές παραδοχές, ιδιαίτερα σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρεί ιδιαίτερα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Οι αγορές μπορεί είναι τώρα ανοιχτές αλλά θα είναι δύσκολο να διατηρηθεί η πρόσβαση στις αγορές χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση χρέους. Σύμφωνα με αυτές τις παραδοχές το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία της δέσμης μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους δεν επαρκούν για την εξασφάλιση μακροπρόθεσμης διατηρησιμότητας του χρέους. Το χρέος προς το ΑΕΠ αρχικά θα μειωθεί, αλλά στη συνέχεια αρχίζει μια αδιάκοπη άνοδος περίπου από το 2038.



Τα capital controls
Οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες για την κάλυψη του (GFN) θα ξεπερνούσαν το 20% του ΑΕΠ μέχρι το 2038 και θα συνεχίσουν να αυξάνονται στη συνέχεια. Συνεπώς, όπως προστίθεται, θα χρειαστεί πρόσθετη ανακούφιση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Επίσης περιέχεται και σενάριο σύμφωνα με το οποίο το χρέος προς το ΑΕΠ θα αρχίσει να αυξάνεται από το 2033 με το GFN να παραβιάζει το 20% το ίδιο έτος. Στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει την κατά γράμμα υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί για να ενισχύσει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα και να αναπτυχθεί ταχύτερα αρχής γενομένης με την άρση των capital controls και της αντιμετώπισης του πολύ υψηλού ποσοστού «κόκκινων» δανείων στις ελληνικές τράπεζες.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΣΕΕ το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ εκτιμάται πως θα επιμείνει στην εφαρμογή του νομοθετημένου δημοσιονομικού πακέτου για το 2019-2020 που περιλαμβάνει τις μειώσεις συντάξεων και την περικοπή του αφορολόγητου. Το ΔΝΤ έχει προειδοποιήσει πως το 2019 η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει σε στοχευμένη κοινωνική προστασία με χρηματοδότηση που θα προέλθει από τις εξοικονομήσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα και πως το 2020 θα πρέπει να μειώσει τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, διευρύνοντας τη φορολογική βάση του φόρου εισοδήματος. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί η πρόσβαση στις αγορές περισσότερο μακροπρόθεσμα χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.

Υπό αυτό το πρίσμα το ΔΝΤ πιστεύει πως είναι κρίσιμης σημασίας οποιαδήποτε τέτοια πρόσθετη ελάφρυνση να στηρίζεται σε ρεαλιστικές παραδοχές, ιδιαίτερα σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρεί υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Η έκθεση προτάσεων του άρθρου 4 του ΔΝΤ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στην Ευρωζώνη συνιστά να μην επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις γιατί θα πληγεί η ανταγωνιστικότητα, ενώ δεν επιτρέπει να υπάρξει καμμία ανατροπή στις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.

Το σήμα στις αγορές
Πριν λοιπόν ολοκληρωθεί και επίσημα το τρίτο μνημόνιο στις 21 Αυγούστου, το ΔΝΤ με τον ρόλο που έχει στο νέο καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας της χώρας στέλνει μήνυμα στη κυβέρνηση ζητώντας να διατηρήσει όλες τις μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε τα τελευταία χρόνια και να ενισχύσει τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων. Ειδικά για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις συνιστά να μην επανέλθουν γιατί κάτι τέτοιο θα έχει αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα.

Σχετικά με τις περικοπές στις συντάξεις το Ταμείο επιμένει ότι η εφαρμογή του μέτρου θα στείλει ένα κρίσιμο σήμα στις αγορές. Σύμφωνα με την έκθεση, οι κοινωνικές δαπάνες ανέρχονταν στο 27% του ΑΕΠ (το 2017), υψηλότερες από τον μέσο όρο στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με το μεγαλύτερο ποσοστό να αφορά τις συντάξεις. Τέλος το ΔΝΤ εκφράζει τους φόβους του ότι η πρόοδος των μεταρρυθμίσεων θα επηρεαστεί από τον εκλογικό κύκλο, καθώς θα υπάρξει ενίσχυση της πολιτικής αβεβαιότητας στην Ελλάδα και πιθανή αντιστροφή ορισμένων θετικών παραγόντων που μπορούν να στηρίξουν περαιτέρω την ανάπτυξη και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τον ρυθμό γήρανσης του πληθυσμού στην Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι πρόκειται να βιώσει δραματική γήρανση του πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες.

Ας δούμε όμως ποιο είναι το σκεπτικό πίσω από τις θέσεις του Ταμείου. Αναλυτικότερα, κατά το ΔΝΤ η Ελλάδα έχει πετύχει πολλά, αλλά βρίσκεται ακόμη αντιμέτωπη με πολλές προκλήσεις. Η Ελλάδα θα βγει από την περίοδο του προγράμματος έχοντας σε μεγάλο βαθμό εξαλείψει μακροοικονομικές ανισορροπίες. Μερικές σημαντικές μεταρρυθμίσεις έχουν εφαρμοστεί, η ανάπτυξη επέστρεψε, η ανεργία υποχωρεί (αν και είναι ακόμη πολύ υψηλή) και το προσφάτως συμφωνημένο πακέτο για την ελάφρυνση του χρέους θα εξασφαλίσει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα.

Όμως σημαντικές παρακαταθήκες της κρίσης και μια ατζέντα μεταρρυθμίσεων που δεν έχει ολοκληρωθεί εμποδίζουν ακόμη την ταχύτερη ανάπτυξη, ενώ η συμμετοχή ως μέλος στη νομισματική ένωση και οι στόχοι των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων περιορίζουν τις επιλογές πολιτικής. Η ενίσχυση της ανάπτυξης και του επιπέδου διαβίωσης συνεπώς θα εξαρτηθεί από την βελτίωση του δημοσιονομικού μείγματος πολιτικής, από την επιδιόρθωση των οικονομικών ισολογισμών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, από την περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και από την ενδυνάμωση της αποδοτικότητας και της διακυβέρνησης στον δημόσιο τομέα.



Πέντε κίνδυνοι απειλούν την ανάπτυξη
Σύμφωνα με το ΔΝΤ περαιτέρω προσπάθειες χρειάζονται ώστε να ξεπεραστούν οι παρακαταθήκες της κρίσης και να ενισχυθεί η παραγωγικότητα, η ανταγωνιστικότητα και η κοινωνική ενσωμάτωση. Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαλειφθεί, αλλά το υψηλό δημόσιο χρέος, οι αδύναμοι ισολογισμοί των τραπεζών και του υπόλοιπου ιδιωτικού τομέα, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου και το μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο βαραίνουν τις προοπτικές ανάπτυξης και η πρόοδος αναφορικά με βασικές μεταρρυθμίσεις στον δημοσιονομικό τομέα και στην αγορά έχει μείνει πίσω.

Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες ώστε να επιτύχει διατηρήσιμη υψηλή ανάπτυξη και να εξασφαλίσει ανταγωνιστικότητα εντός της Ευρωζώνης, υποστηρίζοντας παράλληλα αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη για προστασία. Η αναπτυξιακή στρατηγική των αρχών περιέχει υποσχόμενα στοιχεία υπό αυτό το πρίσμα και η περαιτέρω αξιολόγηση κενών, η συνέχεια με τις τρέχουσες μεταρρυθμίσεις και η εφαρμογή θα είναι κρίσιμης σημασίας.

Περαιτέρω μεταρρυθμίσεις θα ενίσχυαν την παραγωγικότητα και τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό. Η πρόοδος στη μεταρρύθμιση της αγοράς προϊόντων ήταν ανομοιόμορφη και σε κάποιους τομείς αργή, με την Ελλάδα να βρίσκεται ακόμη πίσω σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες με βάση αρκετούς δείκτες ανταγωνιστικότητας. Προηγούμενες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας συνεισέφεραν στην ανάκτηση της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας αλλά η νομοθεσία που θα εισάγει εκ νέου την επεκτασιμότητα και τους ευνοϊκότερους όρους των συλλογικών συμβάσεων αρχίζοντας από αργότερα φέτος διακινδυνεύει να αναιρέσει όσα κερδήθηκαν.

Το Ταμείο παροτρύνει με σθένος τις αρχές να μην αναστρέψουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Οποιαδήποτε προσαρμογή του κατώτατου μισθού θα πρέπει να είναι συνετή και να εναρμονίζεται με κέρδη σε ανταγωνιστικότητα με στόχο να διατηρηθεί η δυναμική της ανάκτησης της απασχόλησης και να αποφευχθεί οποιαδήποτε απώλεια ανταγωνιστικότητας. Η βελτίωση στην εφαρμογή και η καλύτερη στόχευση των ενεργών πολιτικών απασχόλησης θα βοηθούσαν στην επανένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας.

Επίσης, η αναβίωση της πιστωτικής δυνατότητας των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης των πολύ υψηλών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), είναι κρίσιμης σημασίας για την υποστήριξη της οικονομίας. Σημαντικές νομικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τη μείωση των NPEs έχουν υιοθετηθεί και έχουν γίνει βήματα για την ανάπτυξη μιας δευτερογενούς αγοράς NPEs αλλά περαιτέρω προσπάθειες εφαρμογής είναι απαραίτητες για να παγιωθούν.

Για την επιτάχυνση της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών χρειάζονται περισσότερο φιλόδοξοι στόχοι μείωσης των NPEs, προληπτική δημιουργία κεφαλαιακών μαξιλαριών, περαιτέρω βήματα για την άμβλυνση των κινδύνων ρευστότητας και χρηματοδότησης και πιο ισχυρή εσωτερική τραπεζική διακυβέρνηση. Οι εναπομείναντες περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων πρέπει να αρθούν κατά τρόπο συνετό με βάση τον συμφωνημένο οδικό χάρτη, με τον ρυθμό που υπαγορεύουν οι συνθήκες στους τομείς της οικονομίας και των τραπεζών αλλά και το επίπεδο της εμπιστοσύνης των καταθετών.

Το χρέος και η δημοσιονομική πολιτική
Η ελάφρυνση χρέους, η οποία συμφωνήθηκε πρόσφατα με τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας, έχει βελτιώσει σε σημαντικό βαθμό τη βιωσιμότητα του χρέους μεσοπρόθεσμα, αλλά οι περισσότερο μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες. Η επέκταση των ωριμάνσεων κατά 10 χρόνια και άλλα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους, σε συνδυασμό με ένα μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας, θα εξασφαλίσουν μια σταθερή μείωση στο χρέος και τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ως ποσοστό του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και αυτό θα πρέπει να βελτιώσει σημαντικά τις προοπτικές ώστε η Ελλάδα να διατηρήσει την πρόσβαση σε χρηματοδότηση από τις αγορές μεσοπρόθεσμα.

Το Ταμείο, εντούτοις, ανησυχεί ότι αυτή η βελτίωση στους δείκτες του χρέους μπορεί να διατηρηθεί περισσότερο μακροπρόθεσμα μόνο υπό φαινομενικά πολύ φιλόδοξες παραδοχές αναφορικά με την αύξηση του ΑΕΠ και την ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει υψηλά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, γεγονός που υποδεικνύει ότι θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί πρόσβαση στις αγορές περισσότερο μακροπρόθεσμα χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Υπό αυτό το πρίσμα το προσωπικό καλωσορίζει τη δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων να παρέχουν επιπρόσθετη ελάφρυνση εάν χρειαστεί, αλλά πιστεύει πως είναι κρίσιμης σημασίας οποιαδήποτε τέτοια πρόσθετη ελάφρυνση να στηρίζεται σε ρεαλιστικές παραδοχές, ιδιαίτερα σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρεί ιδιαίτερα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

Από εκεί και πέρα το ΔΝΤ εκτιμά ότι είναι προτεραιότητα να ισορροπηθεί εκ νέου το δημοσιονομικό μείγμα πολιτικής με έναν τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη. Η επίτευξη του υψηλού 3,5% του ΑΕΠ στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος για την περίοδο 2018-2022 που έχει συμφωνηθεί με τους ευρωπαϊκούς «θεσμούς» θα απαιτήσει υψηλή φορολογία και θα περιορίσει την κοινωνική δαπάνη και τις επενδύσεις. Για να υποστηρίξουν την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς παράλληλα με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, οι αρχές θα πρέπει να στοχεύσουν σε δημοσιονομικά ουδέτερες βελτιώσεις στο δημοσιονομικό μείγμα πολιτικής, αρχίζοντας με το ήδη νομοθετημένο δημοσιονομικό πακέτο για το 2019-2020.
Το 2019 η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει με σχεδιασμένες αυξήσεις στην στοχευμένη κοινωνική προστασία και στην επενδυτική δαπάνη, με χρηματοδότηση που θα προέρχεται από εξοικονομήσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Το 2020 θα πρέπει να μειώσει τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές ενώ παράλληλα θα πρέπει να διευρύνει τη φορολογική βάση του φόρου εισοδήματος με έναν δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. Αυτά τα μέτρα, υποστηριζόμενα από μεταρρυθμίσεις στον δημοσιονομικό - δομικό τομέα με σκοπό την ενίσχυση της αποδοτικότητας και της εφαρμογής, θα βοηθήσουν στη μείωση των ποσοστών φτώχειας και των οικονομικών στρεβλώσεων και θα στηρίξουν την ανάπτυξη.

Οποιαδήποτε καθυστέρηση σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα υπέσκαπτε σε σημαντικό βαθμό την αξιοπιστία των παραδοχών των μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους. Οι αρχές θα πρέπει να είναι προσεκτικές αναφορικά με την υιοθέτηση μονίμων επεκτατικών μέτρων πέρα από αυτά που έχουν ήδη νομοθετηθεί προκειμένου να αποφευχθεί η διακινδύνευση των δημοσιονομικών τους στόχων.