Η Ελλάδα, σύμφωνα με την ΕΕΕ, παραμένει η κορυφαία ναυτιλιακή χώρα στον κόσμο, καθώς οι Έλληνες πλοιοκτήτες με 5.514 πλοία ελέγχουν σήμερα περίπου το 21% του παγκόσμιου στόλου, σε όρους χωρητικότητας (dwt)1.
Η συνολική χωρητικότητα του ελληνόκτητου στόλου έχει αυξηθεί κατά 45,8% σε σύγκριση με το 2014, ενώ ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, δηλαδή από το 2019, η χωρητικότητα αυξήθηκε κατά 7,4%
Οι Έλληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν:
• 31,78% του παγκόσμιου στόλου πετρελαιοφόρων
• 25,01% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου
• 15,60% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χημικών & προϊόντων πετρελαίου • 13,85% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς Υγροποιημένου Αερίου Πετρελαίου (LPG) • 9,33% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Η ελληνική ναυτιλία είναι η ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής ναυτιλίας
Ο ελληνόκτητος στόλος αντιπροσωπεύει το 59% του στόλου που ελέγχεται από Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) , ο οποίος σε ποσοστό άνω του 75% δραστηριοποιείται στον bulk/tramp τομέα.
Το ένα τρίτο του ελληνόκτητου στόλου φέρει σημαία Κράτους Μέλους της ΕΕ που δραστηριοποιείται ανά την υφήλιο.
Οι πλοιοκτήτες/διαχειριστές πλοίων στον bulk/tramp τομέα, μεταφέροντας φορτία σε ad hoc βάση, δεν είναι σε θέση να επηρεάσουν τις τιμές της ναυλαγοράς.
Τα περισσότερα πλοία στον τομέα της bulk/tramp ναυτιλίας λειτουργούν βάσει συμβάσεων χρονοναύλωσης.
Ο χρονοναυλωτής αναλαμβάνει την εμπορική λειτουργία του πλοίου και καθορίζει τον τύπο και τις ποσότητες του φορτίου που θα μεταφερθούν, καθώς και τη διαδρομή και την ταχύτητα του πλοίου.