ΑΕΓΕΚ: Εκτός Χρηματιστηρίου έπειτα από 30 χρόνια – Πώς κατέρρευσε
Στις 21 Απριλίου αναμένεται να «πέσει η αυλαία» της παρουσίας της ΑΕΓΕΚ στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Στις 21 Απριλίου αναμένεται να «πέσει η αυλαία» της παρουσίας της ΑΕΓΕΚ στο Χρηματιστήριο Αθηνών, τρεις δεκαετίες μετά την εισαγωγή των μετοχών της πάλαι ποτέ κραταιάς κατασκευαστικής εταιρείας στο ταμπλό. Με βάση τη χθεσινή απόφαση της Επιτροπής Εισαγωγών και Λειτουργίας Αγορών του Χρηματιστηρίου, οι μετοχές της εταιρείας θα διαγραφούν οριστικά την 21η Απριλίου, καθώς όπως ενημέρωσε η διοίκηση της εταιρείας δεν προκύπτει προοπτική επαναδιαπραγμάτευσης των μετοχών της, που άλλωστε τελούσαν υπό αναστολή ήδη από τον Ιούνιο του 2020.
Είχαν προηγηθεί κι άλλες αναστολές διαπραγμάτευσης, π.χ. το 2017 και το 2018, καθώς η εταιρεία αδυνατούσε να δημοσιεύσει οικονομικά αποτελέσματα, φαινόμενο που επαναλαμβανόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Τα τελευταία χρόνια, η διοίκηση της εταιρείας προχωρούσε σε επιλεκτικές πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, κυρίως ακινήτων και οικοπέδων, προκειμένου να εξυπηρετείται έστω μέρος των υποχρεώσεων.
Μεταξύ άλλων, το καλοκαίρι του 2022 είχαν μεταβιβαστεί γραφεία στη Θεσσαλονίκη, αντί ποσού 1,25 εκατ. ευρώ, όπως επίσης και μια έκταση «φιλέτο» στην Ελαφόνησο, αντί ποσού 1,75 εκατ. ευρώ.
Το 2020 η Alpha Bank, που είναι και ο σημαντικότερος πιστωτής της ΑΕΓΕΚ, είχε αποστείλει εξώδικα με τα οποία είχε καταστήσει άμεσα απαιτητές οφειλές, συνολικού ύψους 186 εκατ. ευρώ, που ήταν ληξιπρόθεσμες. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τέλος του 2016 η εταιρεία είχε ανακοινώσει αρνητικά ίδια κεφάλαια ύψους 163,6 εκατ. ευρώ.
Ουσιαστικά, το «τέλος» για την ΑΕΓΕΚ ήρθε πριν από 10 χρόνια, το 2013 όταν μεταβιβάστηκε η θυγατρική της στον τομέα των κατασκευών ΑΕΓΕΚ Κατασκευαστική στην Ακτωρ, έναντι του συμβολικού τιμήματος του ενός ευρώ. Παράλληλα, η Ακτωρ είχε δαπανήσει τότε κι ένα ποσό 200.000 ευρώ για την αγορά του 4,99% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕΓΕΚ.
Η κίνηση αυτή σηματοδοτούσε την ολοκλήρωση μιας πολυετούς διαδικασίας σταθερής πτώσης για έναν από τους πέντε μεγαλύτερους κατασκευαστικούς ομίλους της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ηταν η περίοδος κατά την οποία είχαν επιβληθεί συγχωνεύσεις τεχνικών εταιρειών, ώστε να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για τη διατήρηση του ανωτάτου πτυχίου έβδομης τάξης.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι συγχωνεύσεις αυτές έγιναν βιαστικά, συχνά χωρίς να θέλουν καν οι βασικοί μέτοχοι των εταιρειών, και δημιούργησαν πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι θα έλυναν (μέσω της μείωσης του αριθμού των εταιρειών και της ισχυροποίησης της χρηματοοικονομικής τους θέσης).
Τα προβλήματα για την ΑΕΓΕΚ ξεκίνησαν λίγο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όταν κατέστη σαφές ότι ο όγκος των υποχρεώσεων θα ήταν δύσκολα διαχειρίσιμος. Το 2006, το σύνολο των υποχρεώσεων άγγιζε τα 566 εκατ. ευρώ, για να υποχωρήσει στο τέλος του 2007 στα 224 εκατ. ευρώ, ποσό που και πάλι κρινόταν υπερβολικό.
Εντέλει, το 2008 και υπό την πίεση των τραπεζών και δη της Alpha Bank, οι βασικοί μέτοχοι (που εν τω μεταξύ είχαν ενεχυριάσει τις μετοχές τους έναντι χρεών), κ. Σπ. Παπαγεωργίου και Γ. Τριανταφύλλου, παραιτούνται από τη διοίκηση, υπέρ ενός έμπειρου τραπεζικού στελέχους, του κ. Σωτήρη Γαβριήλ.
Ακολουθούν διαδοχικές προσπάθειες διάσωσης της ΑΕΓΕΚ, μέσω στρατηγικών επενδυτών, αρχικά της ινδικής DS Constructions και μεταγενέστερα του κ. Γιάννη Μαρούλη, ο οποίος μέχρι τότε έλεγχε την κατασκευαστική εταιρεία Ιόνιος Α.Ε., με πτυχίο Στ΄ Τάξης.
Το 2009 φαινόταν πως η εταιρεία θα μπορούσε να κερδίσει το «στοίχημα» της εξυγίανσης, έχοντας χαμηλό δανεισμό και «χτυπώντας» αρκετά έργα, αν και με υψηλές εκπτώσεις.
Η οικονομική κρίση όμως και η ύφεση που ακολούθησαν αποτέλεσαν αξεπέραστο εμπόδιο για τον κ. Μαρούλη, με αποτέλεσμα μόλις τρία χρόνια μετά, το 2012, η πλευρά Μαρούλη να παραχωρήσει, δίκην ενεχύρου, τις μετοχές που διέθετε στην ΑΕΓΕΚ. Η εταιρεία είχε αναλάβει το έργο του μετρό στη Θεσσαλονίκη, όπως επίσης και μια σειρά οδικών έργων, π.χ. Ακτιο – Αμβρακία, που όμως δεν έμελλε ποτέ να ολοκληρώσει.