«Βροχή» αιτήσεων για Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας με συμβόλαια
Πώς θα εξοικονομηθεί ο απαραίτητος ενεργειακός χώρος - Αποσύρονται «νεκρά» έργα -στη θέση τους νέα και υλοποιήσιμα.
«Βροχή» αιτήσεων για αιολικά και φωτοβολταϊκά παρατηρείται πλέον στον ΑΔΜΗΕ για επενδύσεις με συμβόλαια (PPAs).
Συγκεκριμένα οι υποψήφιες μονάδες ΑΠΕ που προορίζονται για τη σύναψη PPAs, (πρόκειται για διμερή συμβόλαια προμήθειας ηλεκτρισμού από ΑΠΕ μεταξύ παραγωγών και επιλέξιμων καταναλωτών) έχουν σχεδόν πενταπλασιαστεί!
Το «πράσινο» ενεργειακό χαρτοφυλάκιο για ένταξη έχει οριστεί στα 1.500 Μεγαβάτ και οι αιτήσεις ξεπερνούν τα 7000 Μεγαβάτ ως τώρα.
«Θεωρώ πολύ πιθανό οι περισσότεροι παραγωγοί ΑΠΕ να δεχθούν όλους τους νέους όρους σύμβασης. Αλλιώς θα βρεθούν έγκλειστοι σε μία επένδυση για την οποία θα αποτελεί μονόδρομο η εύρεση ενός νέου πελάτη. Όταν παρέλθουν οι έξι μήνες, δηλαδή η διορία για την προσκόμιση της διμερούς σύμβασης, θα δουν τον καταναλωτή να υπαναχωρεί από την προκαταρκτική συμφωνία που έχουν συνάψει, άρα δεν θα έχουν άλλο δρόμο από την αποδοχή» μας λέει κορυφαίος τεχνοκράτης του ΑΔΜΗΕ..
«Σήμερα υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες για τη σύναψη PPAs στη χώρα μας π.χ. η διαμόρφωση του κόστους εξισορρόπησης τα επόμενα χρόνια. Αν σε αυτό προστεθεί το γεγονός ότι δεν υπάρχουν συμβάσεις που να έχουν υλοποιηθεί έστω και μερικά χρόνια, ώστε να φανεί πώς ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς, η απότομη και εκρηκτική εκκίνηση των PPAs πιθανόν να εγκυμονεί κινδύνους» σχολιάζει στέλεχος του ΥΠΕΝ.
Πώς σχολιάζουν όμως στο ΥΠΕΝ τις πληροφορίες για ένα portfolio ΑΠΕ 5 Γιγαβάτ, που έρχεται για συμβάσεις αγοραπωλησίας ηλεκτρικής ενέργειας;
«Ανησυχούμε για το κατά πόσο ένα τόσο μεγάλο χαρτοφυλάκιο ανταποκρίνεται όντως στις ανάγκες της εγχώριας αγοράς. Το ερώτημα δεν είναι μόνο αν υπάρχουν τόσες εγχώριες επιχειρήσεις με ζήτηση σε ρεύμα η οποία να αντιστοιχεί σε ΑΠΕ ηλεκτροπαραγωγή αυτού του μεγέθους, αλλά και για πόσες από αυτές τις εταιρείες υπάρχει η διασφάλιση της τήρησης ενός PPA στον προβλεπόμενο χρόνο ισχύος της σύμβασης» μας λένε.
Αλλά και ο κ. Ι. Μάργαρης, αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ, είπε δημόσια πως «ο Διαχειριστής έχει καταθέσει εισήγηση στο ΥΠΕΝ για το ξεσκαρτάρισμα των έργων με όρους σύνδεσης. Αυτή τη στιγμή, ο ΑΔΜΗΕ έχει χορηγήσει όρους σύνδεσης σε έργα συνολικής ισχύος 11 Γιγαβάτ περίπου, τα οποία είναι προς υλοποίηση. Πηγές του κλάδου εκτιμούν ότι, από το χαρτοφυλάκιο αυτό, οι σταθμοί που ουσιαστικά έχουν νεκρώσει φτάνουν στα επίπεδα των 3 Γιγαβάτ. Το ΥΠΕΝ έχει ήδη ξεκινήσει να προετοιμάζει τη σχετική ρύθμιση, στη βάση της πρότασης».
Αποσύρονται «νεκρά» έργα -στη θέση τους νέα και υλοποιήσιμα
Αλλά και στο ΥΠΕΝ λένε πως η μεγαλύτερη πρόταση που θα αξιοποιηθεί προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι η δυναμικότητα που θα απελευθερωθεί στο σύστημα μεταφοράς, με την απόσυρση έργων που έχουν λάβει όρους σύνδεσης εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα και, χωρίς να υπάρχει κάποιος αντικειμενικός λόγος, έχει «νεκρώσει» η υλοποίησή τους. Έτσι, το σύστημα που θα απελευθερωθεί από αυτά τα έργα θα επιτρέψει την αύξηση του μέγιστου ορίου ισχύος της Ομάδας Β.
«Η πραγματική ζήτηση δεν υπερβαίνει οριακά την έως τώρα μέγιστη διαθέσιμη ισχύ, αλλά κινείται σε πολύ μεγαλύτερα επίπεδα – αγγίζοντας ή και ακόμη ξεπερνώντας τα 5.000 Μεγαβάτ. Επομένως, παρόλο που στόχος του ΥΠΕΝ είναι να προωθήσει τις διμερείς συμβάσεις, αποτελεί πρόκληση η εξεύρεση επιπλέον ηλεκτρικού διαστήματος για την Ομάδα Β, ο οποίος μάλιστα να κινείται στα επίπεδα των 3.500 Μεγαβάτ» λένε στο ΥΠΕΝ.
Πώς σκέφτονται όμως και πώς ενεργούν στο θέμα οι προμηθευτές;
Κορυφαίος μάνατζερ μεγάλου παρόχου μας λέει πως «οι καθετοποιημένοι πάροχοι επιτάχυναν την ανάπτυξη των δικών τους portofolios για σύναψη ενδο-ομιλικών PPAs, με δεδομένο ότι έχει εξαλειφθεί πια το δυνητικό πλεονέκτημα που είχαν οι αιτήσεις με χρονικό προβάδισμα. Αν βάλουμε και την ισχυρή πλέον παρουσία στον εγχώριο κλάδο ΑΠΕ και αρκετών ισχυρών fund, τα οποία εξαρχής δεν ενδιαφέρονταν για συμμετοχή στους διαγωνισμούς της ΡΑΕ, μπορεί να κατανοηθεί γιατί τα 1.500 Μεγαβάτ δεν επαρκούν για να καλύψουν τη ζήτηση» και συνεχίζει :« επικεντρωνόμαστε πλέον στην προώθηση των διμερών συμβάσεων, τοποθετώντας τα αντίστοιχα έργα ψηλά στην ιεράρχηση. Έτσι, η γρήγορη διασφάλιση προσφοράς σύνδεσης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι έτσι κι αλλιώς ο διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος δεν μπορεί να καλύψει όλες τις εκκρεμείς αιτήσεις σύνδεσης στον ΑΔΜΗΕ, αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό κίνητρο στροφής στα συμβόλαια PPAs».
Γιατί όμως οι μεγάλοι πάροχοι στρέφονται ΑΠΕ στα «πράσινα» συμβόλαια PPAs;
«Αυτό οφείλεται κατʼ αρχάς στα αρκετά χαμηλά επίπεδα στα οποία διαμορφώνονται πλέον οι εγγυημένες ταρίφες από τους διαγωνισμούς ΡΑΕ. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ανάγκη καταναλωτών για «πράσινη» ηλεκτροπαραγωγή, ιδίως των προμηθευτών λόγω του πλαφόν στη χονδρεμπορική, αλλά και βιομηχανιών παρά το οριζόντιο πλαφόν αδιακρίτως στις αποζημιώσεις των ΑΠΕ δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για τη σύναψη PPAs με υψηλότερες αμοιβές» μας λέει ο ίδιος μάνατζερ και προσθέτει: «μαθαίνω επίσης πως έρχονται έργα που έχουν κλειδώσει εγγυημένες ταρίφες σε προηγούμενους διαγωνισμούς της ΡΑΕ και για τα οποία οι επενδυτές δεν προσέρχονται στον ΔΑΠΕΕΠ για την υπογραφή συμβάσεων, αλλά πάνε τις μονάδες τους προς τα PPAs, προσδοκώντας υψηλότερα έσοδα» μας λέει καθηγητής του ΕΜΠ με μακρόχρονη εμπειρία στις ΑΠΕ.
Αντιρρήσεις και αντιπροτάσεις απο ΣΕΒ και ΕΒΙΚΕΝ για τα διμερή συμβόλαια
Για τα εμπόδια στη σύναψη διμερών συμβολαίων ανάμεσα στις βιομηχανίες και τις ΑΠΕ, έχουν πάρει θέση κύκλοι του ΣΕΒ λέγοντας πως «ευνοήθηκαν συγκεκριμένοι μεγάλοι παίκτες παίρνοντας προτεραιότητα στη λήψη όρων σύνδεσης. Παράλληλα, για μια ακόμη φορά οι ΑΠΕ που θα συνάψουν σύμβαση με τις βιομηχανίες περιορίζονται σε 1.500 μεγαβάτ εάν υπάρξει χώρος».
Για το ίδιο θέμα ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ, κ.Αν. Κοντολέων υποστηρίζει πως «τα διμερή συμβόλαια πρέπει υποχρεωτικά να περάσουν μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας. Η επιβολή του πλαφόν καθιστά αδύνατη στην πράξη τη σύναψη διμερών συμβολαίων, ενώ σε κάθε περίπτωση πρέπει να επιβάλλεται στα πραγματικά έσοδα του παραγωγού που προκύπτουν μετά την εκκαθάριση του ΡΡΑ μεταξύ των δύο μερών».
Στον ΣΕΒ εκτιμούν πως ο αγοραστής πρέπει να πληρώσει κατά αρχήν την τιμή της αγοράς και στη συνέχεια να λάβει από τον αντισυμβαλλόμενο μόνο τη διαφορά μεταξύ της τιμής του πλαφόν και της συμφωνημένης μέσω PPA τιμής. Αυτό σημαίνει ότι ο αγοραστής θα πληρώσει 250 ευρώ/MWh (τιμή DAM) και θα πάρει πίσω μόνο 35 ευρώ/MWh, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των 50 ευρώ/MWh του PPA και των 85 ευρώ/MWh που είναι η τιμή του πλαφόν.
Με αφορμή τις συγκεκριμένες διαπιστώσεις, όλοι ρωτούν γιατί δεν εγκρίνεται το net metering στην υψηλή τάση, ποιοι ωφελούνται από τα παραπάνω και ποιοι θέλουν να μονοπωλήσουν τα δίκτυα.
Το νέο μοντέλο των πράσινων PPAs
Τα πράσινα PPAs, δηλαδή τα διμερή συμβόλαια προμήθειας ηλεκτρισμού από ΑΠΕ μεταξύ παραγωγών και επιλέξιμων καταναλωτών δίνει στη βιομηχανία αυτό που έχει μεγαλύτερη ανάγκη, δηλαδή σταθερές και ανταγωνιστικές τιμές προμήθειας.
Το νέο μοντέλο των πράσινων PPAs, (Power Purchase agreements), που αποτελεί ήδη παγκόσμια τάση, διέπεται από τη βασική αρχή ότι οι παραγωγοί ΑΠΕ θα μπορούν να συνάπτουν συμβόλαια με βιομηχανίες, καθώς επίσης με επιχειρήσεις.
Το όφελος για ένα παραγωγό με χαρτοφυλάκιο αιολικών και φωτοβολταϊκών είναι ότι διασφαλίζει σε μακροχρόνια βάση και σε προκαθορισμένη τιμή, αγοραστή για την παραγόμενη ενέργεια των πάρκων του, ενώ από την πλευρά της η βιομηχανία και κάθε άλλη ενεργοβόρο επιχείρηση αποκτά αυτό που έχει μεγαλύτερη ανάγκη, δηλαδή σταθερές και ανταγωνιστικές τιμές προμήθειας.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι τιμές των συμβάσεων εμφανίζουν ακόμη μεγάλες μεταξύ τους διαφορές, γεγονός που προφανώς αντανακλά τις ιδιαιτερότητες κάθε μιας από τις χονδρεμπορικές αγορές των στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το επίπεδο ανταγωνισμού και φυσικά, τους διαφορετικούς χρηματοπιστωτικούς κινδύνους.
Στη Φινλανδία για παράδειγμα, οι τιμές για αιολικά διαμορφώθηκαν το 4ο τρίμηνο του 2020 στα 30 ευρώ, αλλά στην Γαλλία έφτασαν έως και τα 90 ευρώ. Στα φωτοβολταϊκά, είδαμε τιμές από 31 ευρώ/ΜWh στη Δανία, οι οποίες όμως έφτασαν και έως τα 62 ευρώ/ΜWh στην Αυστρία.
Τέτοια παραδείγματα περιέργων διακυμάνσεων όσον αφορά στις τιμές υπάρχουν πολλά. Ωστόσο, κοινός παρονομαστής της νέας αυτής αγοράς των πράσινων διμερών συμβολαίων είναι ότι αποτελούν το μέλλον στο χώρο, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη γεωμετρική πρόοδο με την οποία αυξάνονται οι συμβάσεις αυτές παγκοσμίως. Η τρέχουσα δυναμική των «πράσινων» διμερών συμβολαίων δείχνει πολύ μεγάλη.
Σύμφωνα με μελέτη της Pexapark, αναμένεται να υπερβούν φέτος πανευρωπαϊκά τα 10 GW. Η άνοδος της ζήτησης για τέτοιες συμβάσεις συνδέεται ευθέως με την ισχυρή δυναμική των επενδύσεων ΑΠΕ σε πλειάδα χωρών.
Πόσο ωφελούν οι «πράσινες» διμερείς συμβάσεις
Για παράδειγμα, στη Γερμανία αυξάνονται τα έργα σε αιολικά και φωτοβολταϊκά, που δεν υπόκεινται σε επιδοτήσεις, ενώ εδραιώνεται η ανοδική τάση για τα υπεράκτια αιολικά, όπου οι επενδύσεις το 2020 υπερέβησαν τα 26 δισ. ευρώ.
Στην Ισπανία συνεχίζεται η ισχυρή δυναμική της αγοράς των ΑΠΕ, ενώ σε πλειάδα χωρών αποτελούν πλέον παρελθόν τα παραδοσιακά μοντέλα των παχυλών ενισχύσεων του παρελθόντος, με τις διαγωνιστικές διαδικασίες που τα έχουν αντικαταστήσει να ρίχνουν ολοένα και περισσότερο το κόστος παραγωγής «πράσινης» ενέργειας για τις ώριμες τεχνολογίες.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πέρυσι το καλοκαίρι, οι δημοπρασίες στην Πορτογαλία είχαν ως αποτέλεσμα να επιτευχθούν οι χαμηλότερες τιμές παγκοσμίως για φωτοβολταϊκά, ίσες με 11,14 ευρώ/MWh. Στην ίδια λογική, εντάσσονται και εκτιμήσεις της Aurora Energy Research, σύμφωνα με τις οποίες μέχρι το 2030 τα φωτοβολταϊκά πάρκα που δεν θα υπάγονται σε καθεστώς ενίσχυσης σε Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Βρετανία, θα παράγουν άνω των 70 TWh ετησίως.
Δείγμα της εξάπλωσης των διμερών συμβολαίων, είναι ότι το 60% της παραπάνω παραγωγής θα διοχετεύεται σε προμηθευτές ρεύματος, ενώ το 40% απευθείας σε εταιρικούς πελάτες.
Τα PPAs ενισχύουν την προβλεψιμότητα τόσο των εσόδων του πωλητή, όσο και του ενεργειακού κόστους για τον αγοραστή, περιορίζοντας την έκθεσή τους στις διακυμάνσεις τιμών των αγορών ενέργειας. Επιπλέον, διασφαλίζουν προσιτές τιμές, καθώς αξιοποιούν την ισχυρή πτώση κόστους στις ΑΠΕ.
Τέλος, επιτρέπουν στις συμβαλλόμενες εταιρείες να υλοποιήσουν τις περιβαλλοντικές τους δεσμεύσεις για κλιματικά ουδέτερες δραστηριότητες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ευρύ κοινό και τους θεσμικούς επενδυτές, όπως και τα funds που επενδύουν σε αυτές. Η στροφή των εταιρειών τεχνολογίας προς τα διμερή συμβόλαια προμήθειας ενέργειας από ΑΠΕ δεν καλύπτει μόνο την ανάγκη για σταθερό ενεργειακό κόστος των ενεργοβόρων δραστηριοτήτων.
Καλύπτει και τις απαιτήσεις για μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, που βρίσκονται πλέον στον πυρήνα της στρατηγικής τους.