EY: Οι καταναλωτές ζητούν από τις επιχειρήσεις να αναλάβουν δράση για τη βιωσιμότητα
Η ανησυχία των καταναλωτών σε παγκόσμιο επίπεδο παραμένει, σύμφωνα με την έβδομη έκδοση της καταναλωτικής έρευνας της EY, Future Consumer Index.
Το 39% των 14.047 καταναλωτών που συμμετείχαν στην έρευνα, πιστεύουν ότι η υγειονομική κρίση του COVID-19 θα συνεχίσει να επηρεάζει τη ζωή τους για τουλάχιστον 12 μήνες ακόμη, έναντι 40% τον Φεβρουάριο του 2021.
Η προτεραιοποίηση της βιωσιμότητας αποτελεί μια βασική αναδυόμενη τάση, ωστόσο, έρχεται σε μια στιγμή που οι καταναλωτές επανεξετάζουν και άλλους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των προσιτών τιμών. Η πλειοψηφία των καταναλωτών (64%) σκοπεύουν να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις όσων καταναλώνουν, όμως το 60% σκοπεύουν να εστιάσουν περισσότερο στη σχέση ποιότητας-τιμής (value for money).
Βιωσιμότητα: Χάσμα μεταξύ προθέσεων και πράξεων
Συνολικά, το 64% των καταναλωτών συνεχίζουν να περνούν περισσότερο χρόνο στο σπίτι από ό,τι πριν την πανδημία του COVID-19. Τα σπίτια έχουν γίνει ένας κόμβος από τον οποίο οι άνθρωποι εργάζονται, καταναλώνουν, ασκούνται και ψυχαγωγούνται, δημιουργώντας μία τεράστια ευκαιρία για στροφή σε βιώσιμες επιλογές που επηρεάζουν θετικά το περιβάλλον και την κοινωνία. Το 30% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι ξοδεύουν σήμερα περισσότερα για προϊόντα που είναι βιώσιμα και καλύτερα για το περιβάλλον, ενώ το 64% είναι διατεθειμένο να αλλάξει συνήθειες και συμπεριφορές εάν αυτό ωφελεί την κοινωνία.
Ωστόσο, το 78% των καταναλωτών ανησυχούν για τον αντίκτυπο της πανδημίας του COVID-19 στα οικονομικά τους, ενώ 53% δηλώνουν ότι η τιμή είναι σημαντικότερο κριτήριο για τις αγορές σήμερα, σε σχέση με πριν από την πανδημία, δημιουργώντας ερωτηματικά σχετικά με το πόσο διατηρήσιμη θα είναι στο μέλλον η θετική στάση απέναντι σε πιο βιώσιμες συμπεριφορές.
Αντί να αναλάβουν σημαντικές οικονομικές δεσμεύσεις για την επίτευξη υψηλότερων κοινωνικών στόχων βιωσιμότητας, πολλοί καταναλωτές επιδιώκουν δράσεις χαμηλού αντίκτυπου και χωρίς κόστος, οι οποίες τους εξοικονομούν χρήματα. Πράγματι, περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες (56%) δηλώνουν ότι υιοθετούν κυρίως βιώσιμες συμπεριφορές εάν αυτές τους εξοικονομούν χρήματα, ιδίως σε ό,τι αφορά βασικές οικιακές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της εξοικονόμησης ενέργειας (85%), της ανακύκλωσης ή της επαναχρησιμοποίησης συσκευασιών μετά τη χρήση (83%) και τη χρήση επαναχρησιμοποιούμενων τσαντών κατά τις αγορές τους (83%).
Ποιος πληρώνει για τη βιωσιμότητα;
Αυτή η έλλειψη οικονομικής δέσμευσης σημαίνει ότι οι περισσότεροι καταναλωτές (68%) βασίζονται στις εταιρείες για την επίτευξη θετικών κοινωνικών και περιβαλλοντικών αποτελεσμάτων. Οι καταναλωτές πιστεύουν ότι οι εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν μεγαλύτερο αντίκτυπο μέσω της καινοτομίας και πρωτοβουλιών που μετασχηματίζουν την αγορά με έμφαση στη βιωσιμότητα: το 28% πιστεύουν ότι οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες πρέπει να μειώσουν τα απόβλητα που προκύπτουν από την παραγωγή, ενώ το 25% εκτιμούν ότι οι εταιρείες οφείλουν να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Τα ευρήματα αυτά της παγκόσμιας έρευνας, συμφωνούν και με την πρώτη καταναλωτική έρευνα της EY για την Ελλάδα, EY Future Consumer Index Ελλάδα 2021, που κυκλοφόρησε τον Μάϊο και σύμφωνα με την οποία, ενώ τρεις στους τέσσερις Έλληνες καταναλωτές θεωρούν ότι τα brands και οι εταιρείες θα πρέπει να συμπεριφέρονται με τρόπο ηθικό και σύμφωνα με τις προσδοκίες της κοινωνίας, και δύο στους τρεις αναφέρουν ότι τα brands έχουν την υποχρέωση να γίνουν καταλύτες θετικής αλλαγής στον κόσμο, εντούτοις, το 67% δηλώνουν ότι η τιμή είναι το σημαντικότερο κριτήριο αγοράς σήμερα και 79% πιστεύουν ότι θα εξακολουθήσει να είναι στα επόμενα τρία χρόνια.
Η παγκόσμια καταναλωτική έρευνα EY Future Consumer Index, διαπιστώνει, επίσης, και ένα κενό εκπαίδευσης και ενημέρωσης των καταναλωτών σχετικά με θέματα βιωσιμότητας: το 61% δηλώνουν ότι χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες για να κάνουν καλύτερες επιλογές όταν ψωνίζουν. Αυτό το εύρημα αναδεικνύει την ανάγκη για περισσότερη διαφάνεια και επικοινωνία από τις εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων και λιανεμπορίου, για να βοηθήσουν και να καθοδηγήσουν τους καταναλωτές να κάνουν βιώσιμες επιλογές. Ως αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης πληροφόρησης, δημιουργούνται επιφυλάξεις για τα βιώσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, καθώς πολλοί καταναλωτές αποθαρρύνονται από ανησυχίες σχετικά με το χαμηλό επίπεδο ποιότητας (67%) και τις υψηλές τιμές τους (66%), ενώ υπάρχει και ένα έλλειμα εμπιστοσύνης εξαιτίας περιστατικών «πράσινου ξεπλύματος» κατά το παρελθόν (δηλαδή της παραπλανητικής πληροφόρησης σχετικά με το πόσο περιβαλλοντικά υγιή/φιλικά είναι τα προϊόντα μιας εταιρείας) και παραπλανητικού μάρκετινγκ (60%).
Οι αντιλήψεις για τη βιωσιμότητα διαφοροποιούνται ανάλογα με την αγορά
Σύμφωνα με την έρευνα, καταγράφονται διαφορές παγκοσμίως όσον αφορά τα ζητήματα βιωσιμότητας που απασχολούν περισσότερο τους καταναλωτές: τα πλαστικά απόβλητα αποτελούν τη μεγαλύτερη ανησυχία στις ΗΠΑ (62%) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (73%), ενώ η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι η κορυφαία ανησυχία στην Κίνα, με τη ρύπανση των υδάτων να απασχολεί περισσότερο τους καταναλωτές στη Βραζιλία (93%). Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει μια ενιαία προσέγγιση για όλες τις επιχειρήσεις, οι οποίες θα πρέπει να εξετάζουν τις εκάστοτε τοπικές και περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ιδιαιτερότητες, όταν διαχειρίζονται ζητήματα βιωσιμότητας.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κος Θάνος Μαύρος, Εταίρος, Συμβουλευτικές Υπηρεσίες EY Ελλάδος και Επικεφαλής Τομέα Καταναλωτικών Προϊόντων και Λιανεμπορίου της EY στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, δήλωσε: «Ενάμιση χρόνο μετά την εμφάνιση της πανδημίας, πολλές από τις επιπτώσεις της κρίσης στις καταναλωτικές συνήθειες, παραμένουν. Δυο κυρίαρχες τάσεις, η επιθυμία για πιο βιώσιμες επιλογές και η ανάγκη για πιο οικονομικές αγορές, φαίνεται να δημιουργούν διλήμματα στους καταναλωτές, καθώς πολλοί από αυτούς θεωρούν ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να απορροφήσουν το κόστος που συνεπάγεται η μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο μέλλον. Οι επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στον τομέα των καταναλωτικών προϊόντων και του λιανεμπορίου, τόσο παγκοσμίως, όσο και στην Ελλάδα, θα πρέπει να βοηθήσουν τους καταναλωτές να μειώσουν το χάσμα μεταξύ προθέσεων και πράξεων, ενώ, παράλληλα, και οι ίδιες θα πρέπει να στραφούν στη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη».