Σ.Ε.Π.Ε: Μικρή άνοδος στην ελληνική αγορά smartphones το 2021
Οι απαιτήσεις της νέας τεχνολογίας υπερταχείας μετάδοσης δεδομένων, του πολυσυζητημένου 5G αλλά και η σταδιακή αποκλιμάκωση της κρίσης που έχει δημιουργήσει η πανδημία του COVID 19 και τα περιοριστικά μέτρα είναι οι βασικές παράμετροι που θα οδηγήσουν την αγορά των smartphones στην Ελλάδα σε λίγο υψηλότερα επίπεδα το 2021 έναντι του 2020.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδος η αγορά των “έξυπνων κινητών” στη χώρα μας αναμένται να κινηθεί ελαφρά ανοδικά.
Το 2020, η αξία της αγοράς των συσκευών smartphones στην Ελλάδα κινήθηκε στα επίπεδα των 518 εκατ.ευρώ, παρουσιάζοντας μικρή μείωση - σε αξία - της τάξης του 1% έναντι του 2019, που είχε διαμορφωθεί στα €523 εκατ. Η μείωση σε επίπεδο όγκου πωλήσεων ήταν της τάξης του 9%.
Η συγκράτηση της πτώσης σε μονοψήφιο ποσοστό, ως προς την αξία παρά τη μεγαλύτερη μείωση σε επίπεδο όγκου, αποδίδεται στην στροφή των Ελλήνων σε πιο ακριβές συσκευές. Συνολικά, η κατηγορία super premium συσκευών (με τιμή άνω των 1.000 ευρώ) κέρδισε σχεδόν 5 μονάδες το 2020 έναντι του 2019, αυξήθηκε δηλαδή σε απόλυτο νούμερο. Το 36% των πωλήσεων αφορούσε σε συσκευές με κόστος άνω των 600 ευρώ από 31,7% το 2019.
Την πρώτη θέση, από πλευράς πωλήσεων στην Ελλάδα διατήρησε το 2020 η Samsung, με μερίδιο αγοράς 37% με βάση την αξία και 33,2% με βάση τον όγκο των πωλήσεων. Όσον αφορά τη συγκέντρωση της ελληνικής αγοράς, αυτή δείχνει να συνεχίζεται: ενώ το 2015, 11 εταιρείες μοιράζονταν το 96% του μεριδίου αγοράς σε αξία, το 2020 το ποσοστό αυτό μοιράζεται σε 4 εταιρείες.
Σύμφωνα με τον ΣΕΠΕ, ένας από τους παράγοντες που επηρέασαν την κάμψη της αγοράς smartphones, το 2020 ήταν και η αύξηση του χρόνου διατήρησης των συσκευών, αφού η κρίση που δημιούργησε η πανδημία περιόρισε σε σημαντικό βαθμό τους οικογενειακούς, αλλά και εταιρικούς προϋπολογισμούς. Ως αποτέλεσμα, αυξήθηκε περαιτέρω ο χρόνος διατήρησης των συσκευών στα χέρια των καταναλωτών.
¨Όπως δείχνουν τα στοιχεία που παρουσίασε η Samsung, ο καταναλωτής κράτησε για περισσότερο διάστημα από τον μέσο όρο τη συσκευή του, που μέχρι τότε ήταν 27,3 μήνες. Επεκτάθηκε, έτσι, ο χρόνος διατήρησης μιας συσκευής στους 28,4 μήνες, στις πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες.
Στο μεταξύ, ένας στους πέντε (20%) Ευρωπαίους πολίτες, επέλεξε να κινηθεί για την επόμενη αγορά του προς ένα πιο οικονομικό εύρος τιμής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το 3ο τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το αντίστοιχο του 2019, το 20% του καταναλωτικού κοινού επέλεξε να κινηθεί αγοραστικά σε ένα πιο οικονομικό εύρος τιμής.
Επίσης, μειώθηκε το trade up, το ποσοστό αυτών που αγόρασαν μια συσκευή πιο ακριβή από αυτήν που είχαν, ενώ το trade down αυξήθηκε κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες.
Την ίδια στιγμή, η super premium κατηγορία (με τιμή πάνω από 1.000 ευρώ) κέρδισε έδαφος, καθώς αυξήθηκε κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι το γενικότερο κλίμα δεν απέτρεψε τους καταναλωτές από το να επιλέξουν μια συσκευή, ακριβότερη μεν, αλλά με τεχνολογικά διευρυμένες δυνατότητες.