Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας: Τι πρέπει να γίνει στην Ελλάδα για την πράσινη μετάβαση
Μεγάλη αύξηση διείσδυσης ΑΠΕ χρειάζεται η χώρα για να αποτρέψει την κλιματική αλλαγή - Η Ε.Ε. ενέκρινε τη μεταρρύθμιση στην αγορά ρύπων.
Σημαντική πρόοδο της Ελλάδας στους τομείς πράσινης μετάβασης και απανθρακοποίησης διαπιστώνει ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) στην ετήσια έκθεσή του.
Ωστόσο προχωρά σε μια σειρά από συστάσεις και πρακτικές ενεργειακής πολιτικής, προκειμένου να βοηθήσει την Ελλάδα να πετύχει ταχύτερα τους στόχους.
Η Αθήνα έχει θέσει ως στόχους να μειώσει τις συνολικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030 και να φτάσει τις καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050.
Τι (μας) προτείνει ο ΙΕΑ
Τα μέτρα που προτείνει ο Οργανισμός στοχεύουν στην όσο το δυνατόν ομαλότερη μετάβαση από το σημερινό καθεστώς σε ένα αποτελεσματικό και ευέλικτο ενεργειακό σύστημα μηδενικού άνθρακα.
Σύμφωνα με τον οργανισμό, η ελληνική κυβέρνηση ναι μεν έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο, ωστόσο έχει ακόμη μακρύ δρόμο να διανύσει για την επίτευξη των παραπάνω στόχων.
Η προσπάθεια πρέπει να περιλαμβάνει την περαιτέρω σημαντική μείωση της εξάρτησης από τον λιγνίτη και τον καθορισμό ενός δεσμευτικού στόχου για τον τερματισμό της παραγωγής ενέργειας προερχόμενης από αυτόν, το αργότερο έως το 2028.
Ταυτόχρονα, ο ΙΕΑ επισημαίνει ότι η κυβέρνηση εργάζεται για να διασφαλίσει μια δίκαιη μετάβαση στις περιοχές εξόρυξης λιγνίτη, όπως και για τη μείωση της ενεργειακής φτώχειας, ωστόσο ενσωματώνοντας περισσότερες «πράσινες» πολιτικές, πιθανότατα θα καταφέρει να μειώσει τους χρόνους.
Το ίδιο ισχύει και σχετικά με τις ΑΠΕ, όπου παρά την σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί, με την «πράσινη» ενέργεια να έχει καλύψει το 20% της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2021, με ακόμη καλύτερες επιδόσεις για το 2022, μένουν ακόμη να γίνουν πολλά.
Ο ΙΕΑ διενεργεί τακτικά και σε βάθος αξιολογήσεις της προόδου των χωρών μελών του, προτείνοντας νέες πολιτικές και εργαλεία.
Ενθαρρύνει την ανταλλαγή βέλτιστων διεθνών πρακτικών και εμπειριών, προκειμένου να συμβάλει στην ταχύτερη βελτίωση των «πράσινων» επιδόσεων και την προώθηση οικονομικότερων λύσεων καθαρής ενέργειας.
Σε άλλη έκθεσή του πάντως προ διμήνου ο ΙΕΑ έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) ανά τον κόσμο που σχετίζονται με την ενέργεια κινούνται ανοδικά και πέρυσι σκαρφάλωσαν σε υψηλά επίπεδα – ρεκόρ.
Το ρεκόρ αυτό έρχεται σε μια χρονιά κατά την οποία οι πιο πράσινες τεχνολογίες όπως η ηλιακή ενέργεια και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα βοήθησαν να περιορισθούν οι επιπτώσεις από την αυξημένη χρήση του άνθρακα και του πετρελαίου.
Σύμφωνα με ανάλυση του Οργανισμού πριν από ένα μήνα, πέρυσι οι εκπομπές από την ενέργεια σε παγκόσμιο επίπεδο αυξήθηκαν κατά 0,9% και διαμορφώθηκαν στα επίπεδα των 36,8 δισ. τόνων.
Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τη χρήση άνθρακα σημείωσαν άνοδο 1,6%, ενώ αυτές από το πετρέλαιο αυξήθηκαν κατά 2,5%, ωστόσο παρέμειναν υπό των προ πανδημίας επιπέδων.
Αντισταθμίστηκαν εν μέρει από την περαιτέρω διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή, τα μέτρα ενεργειακής απόδοσης και τα ηλεκτρικά οχήματα.
Η καθαρή αυτή ενέργεια απέτρεψε πέρυσι την εκπομπή επιπλέον 550 εκατ. τόνων ρύπων.
Μεγάλη αύξηση διείσδυσης ΑΠΕ χρειάζεται η χώρα για να αποτρέψει την κλιματική αλλαγή
Οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου αυξήθηκαν κατά 0,9% το 2022, αγγίζοντας ιστορικά υψηλά με 36,8 δισ. τόνους, όπως αναφέρει ο ΙΕΑ χαρακτηριστικά.
Οι εκπομπές που σχετίζονται με τη χρήση γης παρέμειναν σταθερές, ενώ οι αντίστοιχες που αφορούν την ενέργεια αυξήθηκαν, αν και ήταν χαμηλότερες από τα επίπεδα-ρεκόρ του 2019.
Με αφορμή τα παραπάνω, ο οργανισμός προειδοποιεί ότι το “παράθυρο” για διατήρηση της ανόδου της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου ως το 2100 κλείνει ταχύτατα.
Ο ΙΕΑ παρατηρεί ότι η πρόοδος των ανανεώσιμων τεχνολογιών και των νέων πολιτικών μείωσαν κατά 1 βαθμό Κελσίου την πρόβλεψη για το 2100.
Αν οι δεσμεύσεις των κρατών τηρηθούν πλήρως και εγκαίρως, τότε θα οδηγήσουν σε μια άνοδο της θερμοκρασίας κατά 1,7 βαθμούς μέχρι τότε.
Το ερώτημα πλέον είναι τι πρέπει να συμβεί βραχυπρόθεσμα για να τεθεί ο πλανήτης σε μια τροχιά συμβατή με τον 1,5 βαθμό.
Ο ΙΕΑ υπολογίζει ότι οι εγκαταστάσεις ΑΠΕ διεθνώς θα πρέπει να τριπλασιαστούν ετησίως ως το 2030, αγγίζοντας τα 1.200 γιγαβάτ.
Αντίστοιχα, τα ηλεκτρικά οχήματα θα πρέπει να φτάσουν το 60% των νέων πωλήσεων και το μερίδιο των φορτηγών μηδενικών εκπομπών θα πρέπει να φτάσει το 35%.
Ακόμη μια διάσταση είναι η αποψίλωση των δασών που θα πρέπει να μηδενιστεί λογιστικά ως το 2030.
Τέλος, ο ΙΕΑ υπογραμμίζει ότι ακόμα και σε ένα σενάριο όπου θα ξεπεραστεί ελαφρώς ο στόχος του 1,5 βαθμού, θα χρειαστεί δέσμευση άνθρακα με έργα της τάξης των 1,2 γιγατόνων ως το 2030, από 0,3 γιγατόνους που σχεδιάζονται σήμερα.
Η Ε.Ε. ενέκρινε τη μεταρρύθμιση στην αγορά ρύπων
Οι 27 χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκριναν την Τρίτη τη σαρωτική μεταρρύθμιση στην αγορά ρύπων της ΕΕ, που αποτελεί πυλώνα της κλιματικής πολιτικής του μπλοκ, μέσω της οποίας αναμένεται να αυξηθεί αλματωδώς το κόστος της ρύπανσης στην Ευρώπη, γεγονός που θα μειώσει ταχύτερα τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως αναφέρει το πρακτορείο Reuters.
Η ψήφος των “27” ήταν το τελευταίο στάδιο που απαιτείτο πριν το νέο πλαίσιο λάβει την ισχύ νόμου στο δίκαιο της ΕΕ.
Με βάση τη μεταρρύθμιση, θα μειωθούν δραστικά οι άδειες δωρεάν εκπομπής ρύπων στην αγορά, ταχύτερα του προβλεπομένου με βάση την προηγούμενη νομοθεσία, με τις άδειες αυτές να καταργούνται οριστικά το αργότερο έως το 2034.
Παράλληλα, ο τομέας της ναυτιλίας εισάγεται στο σύστημα της αγοράς ρύπων ξεκινώντας από το 2024.
Αδήριτη ανάγκη για οικονομία και βιομηχανία η αποθήκευση ενέργειας
Σε κοινή τους μελέτη η Κρατική Εταιρία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥΕΠ) και η KPMG συμπεραίνουν πως υπάρχουν σημαντικά οφέλη για το περιβάλλον, την εγχώρια οικονομία και τη βιομηχανία από την ανάπτυξη λειτουργικής αλυσίδας αξίας δέσμευσης και αποθήκευσης CΟ2 (CCS).
Σε «Λευκή Βίβλο» των δύο Οργανισμών επισημαίνεται ότι με την επίτευξη των στόχων κλιματικής ουδετερότητας και την κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης για προϊόντα χαμηλών εκπομπών άνθρακα, η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει ηγετική θέση στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας CCS μπορεί να παράσχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις ελληνικές βιομηχανίες, δημιουργώντας έτσι ευκαιρίες απασχόλησης και προσελκύοντας χρηματοδότηση από την ΕΕ, ιδίως μέσω του Ταμείου Καινοτομίας.
Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο, η δημιουργία μιας αλυσίδας αξίας στην τεχνολογία CCS θα συμβάλει στην ευημερία της χώρας και την επίτευξη των κλιματικών της στόχων, ενώ θα συμβάλει στην παγκόσμια προσπάθεια για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Σύμφωνα με τις ΕΔΕΥΕΠ & KPMG, αν και το σχετικό πλαίσιο είναι ολοκληρωμένο, ακολουθώντας τις βασικές κατευθύνσεις της αντίστοιχης ευρωπαϊκής Οδηγίας, ωστόσο απαιτείται μεγαλύτερη ευελιξία.
Σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έγινε με τη νέα διάταξη που επιτρέπει στους κατόχους έρευνας και εκμετάλλευσης παραχωρήσεων για υδρογονάνθρακες να αξιοποιήσουν τις έρευνες που έχουν ήδη διεξαγάγει, και τα δεδομένα που έχουν συγκεντρώσει, για τη λήψη άδειας έρευνα για την αποθήκευση CO2 σε τμήματα του μπλοκ που τους έχει παραχωρηθεί.
«Η διεθνής πρακτική δείχνει πως η ίδια ευελιξία απαιτείται και με τους κατόχους αδειών έρευνας για αποθήκευση CO2, ή αδειών αποθήκευσης διοξειδίου· υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα πρέπει να τους επιτρέπεται να μεταβιβάζουν τις άδειες σε τρίτους, αντί να εγκαταλείψουν τα πρότζεκτ», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά τα πιο κατάλληλα επιχειρηματικά μοντέλα, φαίνεται ότι η επιτυχημένη συνταγή για το CCS είναι ο συνδυασμός διάφορων σχημάτων εσόδων.
Προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ανταγωνιστικό επιχειρηματικό περιβάλλον –όπου οι επενδυτές θα μπορούν να ανακτήσουν το κόστος εντός ενός εύλογου χρονικού ορίζοντα, και οι χρήστες θα έχουν κίνητρα να δεσμεύσουν CO2, μειώνοντας τα τιμολόγια χρήσης και επεκτείνοντας την υποδομή– οι κίνδυνοι θα πρέπει να κατανεμηθούν σωστά, ώστε να δημιουργείται ισορροπία στη νεοαναδυόμενη αγορά.
Με βάση τη Λευκή Βίβλο, μαθαίνοντας από την εμπειρία πιο προηγμένων χωρών, όπου ήδη λειτουργούν επιτυχώς έργα CCS, θα ενισχύσει την εκκίνηση ανάλογων έργων στη χώρα.
Επίσης, τα επιδεικτικά έργα μεγάλης κλίμακας μπορεί να αποδειχθεί επωφελής για τη δημιουργία ενός ώριμου τοπίου για εμπορικά έργα.