Τον κώδωνα του κινδύνου για τη χώρα μας κρούει σε έκθεσή του ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ).
Ο Οργανισμός εκτιμά πως οι υψηλότερες θερμοκρασίες και κυρίως τα όλο και συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα εξελίσσονται σε μέγιστη απειλή για την ασφάλεια των ενεργειακών υποδομών και της ηλεκτροδότησης, ιδίως στις παράκτιες περιοχές της Ελλάδας που φυσικά είναι απέραντες.
Σε διεθνές επίπεδο ο ΙΕΑ εκτιμά πως μετά από σχεδόν δύο χρόνια άντλησης των εθνικών αποθεμάτων πετρελαίου, η επιβραδυνόμενη ζήτηση και η άνοδος στην παραγωγή φέτος προβλέπεται να βοηθήσει την αγορά να φτάσει σε ένα νέο σημείο ισορροπίας.
Παράλληλα ο γεν. γραμματέας του ΟΗΕ κατακεραυνώνει τη χρήση ορυκτών καυσίμων και δίνει το σύνθημα για στροφή στις ΑΠΕ.
Απειλή για την Ελλάδα η κλιματική αλλαγή
Η αύξηση της στάθμης των υδάτων αναμένεται να συνεχιστεί και κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα, φτάνοντας από 0,2 έως 2 μέτρα μέχρι το 2100.
Ο ΙΕΑ παρατηρεί ότι οι παράκτιες περιοχές της χώρας φιλοξενούν το μεγαλύτερο μερίδιο της κοινωνικοοικονομικής δραστηριότητας, καθώς και ενεργειακές υποδομές – κλειδιά για το δίκτυο.
Συνεπώς, δεδομένου ότι το 21% της ακτογραμμής της Ελλάδας είναι πολύ εκτεθειμένη στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας, οι ενεργειακές υποδομές σε παράκτιες περιοχές ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά.
Η μέση θερμοκρασία στη χώρα αυξάνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τα τελευταία 20 χρόνια ο ρυθμός αύξησης είναι ταχύτερος από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Η Υπηρεσία αναμένει ότι η μέση θερμοκρασία θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι το τέλος του αιώνα, με διαφορετική ένταση ανά εποχή και τοποθεσία.
Συγκεκριμένα μάλιστα αναμένεται ότι η μέση θερμοκρασία του αέρα στην Ελλάδα θα είναι από 3 έως 4,5 βαθμούς Κελσίου υψηλότερη σε σχέση με την περίοδο 1961 έως 1990.
Οι περισσότερες περιοχές της Ελλάδας κατέγραψαν μείωση των βροχοπτώσεων κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα.
Αυτές οι τάσεις αναμένεται να συνεχιστούν και κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα και ιδίως τα καλοκαίρια.
Στο χείριστο σενάριο, κατά το οποίο θα αυξηθούν και οι εκπομπές ρύπων, οι βροχοπτώσεις μπορεί να μειωθούν κατά 17% μέχρι το τέλος του αιώνα σε σχέση με την περίοδο 1961-1990.
Τα καλοκαίρια οι βροχοπτώσεις μπορεί να μειωθούν έως και κατά 47%.
Η χαμηλή βροχόπτωση σε συνδυασμό με τις αυξημένες θερμοκρασίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε χαμηλότερη παραγωγή θερμικής και υδροηλεκτρικής ενέργειας.
Επικαλούμενος παλαιότερη έκθεση από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο ΙΕΑ υπογραμμίζει ότι η άνοδος της θερμοκρασίας όχι μόνο μπορεί να μειώσει την απόδοση των εργοστασίων, αλλά και να ενισχύσει τις ποσότητες νερού ψύξης που απαιτούν.
Επιπλέον, η αιφνίδια αύξηση της ενεργειακής ζήτησης, ιδίως σε περιόδους καύσωνα ή παγετού, μπορεί να αυξήσει και τα blackout, όπως συνέβη στους καύσωνες του 2017 και του 2021.
Τέλος, κατά τον ΙΕΑ, η ελληνική στρατηγική για το κλίμα περιλαμβάνει τη βιομηχανία ενέργειας στους 15 τομείς προτεραιότητας και προτείνει δράσεις για την διασφάλιση της ομαλούς ροής ενέργειας.
Για παράδειγμα, προτείνει την εγκατάσταση έξυπνων δικτύων για την διαχείριση από την πλευρά της ζήτησης, την λήψη προληπτικών μέτρων στον προγραμματισμό ενεργειακών υποδομών και εξετάζει την ευαισθησία των ενεργειακών δικτύων, εργοστασίων και σχετικών υποδομών.
Επίσης, προτείνει μέτρα για την προστασία του υφιστάμενου ενεργειακού δικτύου, των πηγών υδροδότησης που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ρεύματος και επιτρέπει την έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών.
Οι πετρελαϊκές επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία
Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας και η έξοδος της Κίνας από τα lockdown, θα φέρουν την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου αυξημένη κατά 1,8 εκατ. βαρέλια φέτος και κατά 2,2 εκατ. βαρέλια το 2023, ώστε να φτάσει τα 101,6 εκατ. βαρέλια, ξεπερνώντας τα επίπεδα προ της πανδημίας με οδηγό την Κίνα, σύμφωνα πάντοτε με τον ΙΕΑ.
Οι παραγωγοί πλην του ΟΠΕΚ+ αναμένεται να προσθέσουν φέτος παραγωγή 1,9 εκατ. βαρελιών και 1,8 εκατ. βαρελιών το 2023. Η αντίστοιχη του ΟΠΕΚ+ προβλέπεται να υποχωρήσει το 2023 ως αποτέλεσμα των κυρώσεων στη Ρωσία.
Για φέτος, αν η Λιβύη ανακάμψει, τότε η παραγωγή του καρτέλ θα αυξηθεί κατά 2,6 εκατ. βαρέλια, γεγονός που θα διαβρώσει το “μαξιλαράκι” που διαθέτει ο ΟΠΕΚ στα ιστορικά χαμηλά των 1,5 εκατ. βαρελιών.
Σε ότι αφορά τα διυλιστήρια, η χωρητικότητα διεθνώς αναμένεται να επεκταθεί κατά 1 εκατ. βαρέλια φέτος και κατά 1,6 εκατ. βαρέλια το 2023. Εντούτοις, οι αγορές προϊόντων θα παραμείνουν “σφιχτές”, ιδίως στο ντίζελ και την κηροζίνη.
Τέλος, τα αποθέματα του ΟΟΣΑ βρίσκονται πλέον 290 εκατ. βαρέλια κάτω από το μέσο όρο της περιόδου 2017-2021.
ΟΗΕ: Ολέθρια τα ορυκτά καύσιμα
Για «αυταπάτη» έκανε λόγο ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ σε ό,τι αφορά τη νέα χρηματοδότηση για την εξερεύνηση ορυκτών καυσίμων, και ζήτησε τον άμεσο τερματισμό της.
Σε δηλώσεις στην Αυστριακή Παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής στη Βιέννη, ο Αντόνιο Γκουτέρες έδωσε μια αποθαρρυντική αξιολόγηση των προοπτικών του πλανήτη.
«Η ενεργειακή κρίση που επιδεινώθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία έχει προκαλέσει έναν επικίνδυνο διπλασιασμό των ορυκτών καυσίμων από τις μεγάλες οικονομίες», είπε την χαρακτηριστικά.
«Ο πόλεμος αποκάλυψε ένα ολέθριο μάθημα: το ενεργειακό μας μείγμα έχει καταργηθεί», είπε ο Γκουτέρες. «Αν είχαμε επενδύσει μαζικά σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο παρελθόν, δεν θα βρισκόμασταν τώρα τόσο δραματικά στο έλεος της αστάθειας των αγορών ορυκτών καυσίμων τώρα».
Οι ανησυχίες που σχετίζονται τόσο με την ενεργειακή μετάβαση όσο και με την ενεργειακή ασφάλεια έχουν ενταθεί από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με την τιμή τόσο του πετρελαίου όσο και του φυσικού αερίου να βρίσκονται σε ανοδική τροχιά τους τελευταίους μήνες.
Η Ρωσία είναι σημαντικός προμηθευτής και των δύο, και ορισμένες μεγάλες οικονομίες έχουν διαμορφώσει σχέδια για να μειώσουν την εξάρτησή τους από τους υδρογονάνθρακες της τους τελευταίους μήνες. Αυτή η επιθυμία να απομακρυνθούμε από τις ρωσικές εισαγωγές έχει οδηγήσει σε ορισμένες προκλητικές καταστάσεις.
Όπως γράφει το CNBC, τον Μάιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέτασε τις λεπτομέρειες ενός σχεδίου για την ενίσχυση της ικανότητας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας της ΕΕ και τη μείωση της εξάρτησής της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
Ταυτόχρονα, αναγνώρισε ότι οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις άνθρακα μπορεί να χρειαστεί να χρησιμοποιηθούν για «περισσότερο από ό,τι αναμενόταν αρχικά».
Ο άνθρακας έχει ουσιαστική επίδραση στο περιβάλλον και η Υπηρεσία Ενεργειακών Πληροφοριών των ΗΠΑ καταγράφει μια σειρά εκπομπών από την καύση του.
Αυτά περιλαμβάνουν διοξείδιο του άνθρακα, διοξείδιο του θείου, σωματίδια και οξείδια του αζώτου.
Και η Greenpeace έχει περιγράψει τον άνθρακα ως «τον πιο βρώμικο, τον πιο ρυπογόνο τρόπο παραγωγής ενέργειας».
Ακριβές τιμές και κλιματικό χάος
Στην ομιλία του στη σύνοδο κορυφής στη Βιέννη, ο Γκουτέρες αναφέρθηκε ιδιαίτερα στις τιμές που βιώνουν αυτή τη στιγμή οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. «Ο κόσμος μας αντιμετωπίζει το κλιματικό χάος», πρόσθεσε.
«Η νέα χρηματοδότηση για υποδομές εξερεύνησης και παραγωγής ορυκτών καυσίμων είναι αυταπάτη», είπε. «Θα τροφοδοτήσει περαιτέρω τη μάστιγα του πολέμου, της ρύπανσης και της κλιματικής καταστροφής».
Ο γ.γ. του ΟΗΕ κάλεσε επίσης «όλους τους οικονομικούς παράγοντες να εγκαταλείψουν τη χρηματοδότηση ορυκτών καυσίμων» και να επενδύσουν αντ ’αυτού στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
«Ο μόνος αληθινός δρόμος προς την ενεργειακή ασφάλεια, τις σταθερές τιμές ενέργειας, την ευημερία και έναν βιώσιμο πλανήτη βρίσκεται στην εγκατάλειψη των ρυπογόνων ορυκτών καυσίμων – ειδικά του άνθρακα – και στην επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης που βασίζεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», είπε.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, υποστήριξε ο Γκουτέρες, είναι «το ειρηνευτικό σχέδιο του 21ου αιώνα». Και περιέγραψε μια στρατηγική που, όπως ισχυρίστηκε, θα «ξεκινήσει τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Αυτή περιλαμβάνει τον τριπλασιασμό των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τη μετατόπιση των ενεργειακών επιδοτήσεων από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ταχεία παρακολούθηση εγκρίσεων για έργα αιολικής και ηλιακής ενέργειας.
Για το μέλλον του πλανήτη, ο Γκουτέρες απηύθυνε μια επείγουσα έκκληση συγκέντρωσης.
«Το παράθυρο για την πρόληψη των χειρότερων επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης κλείνει γρήγορα», είπε. «Ο πλανήτης μας έχει ήδη θερμανθεί έως και 1,2 βαθμούς».
«Για να διατηρήσουμε τον στόχο του 1,5 βαθμού εφικτό», είπε, «πρέπει να μειώσουμε τις εκπομπές κατά 45% έως το 2030 και να φτάσουμε τις καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι τα μέσα του αιώνα. Αλλά οι τρέχουσες εθνικές δεσμεύσεις θα οδηγήσουν σε αύξηση κατά σχεδόν 14% αυτή τη δεκαετία».