Ακύρωση ταξιδιού: Μπορώ να αρνηθώ το «Voucher τουρισμού»;

16/05/2020, 16:28
1

Σύμφωνα με το εβδομηκοστό άρθρο της από 13.04.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ A’ 84) περί των μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις, ορίζεται ότι:





«Κατ’ εξαίρεση ρυθμίσεις περί καταγγελίας συμβάσεων μεταξύ τουριστικών επιχειρήσεων και των πελατών τους για την παροχή τουριστικών υπηρεσιών





1. Το παρόν εφαρμόζεται σε συμβάσεις παροχής τουριστικών υπηρεσιών, μεμονωμένα ή με τη μορφή οργανωμένου ταξιδιού (πακέτου), οι οποίες έχουν συναφθεί μεταξύ αφενός τουριστικών επιχειρήσεων της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4276/2014 (Α΄ 155) και αφετέρου πελατών, και οι οποίες καταγγέλλονται από τις 25 Φεβρουαρίου 2020 έως και τις 30 Σεπτεμβρίου 2020 από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος.





2. (…) 3. Εάν, κατόπιν της κατά την παρ. 1 καταγγελίας, η τουριστική επιχείρηση υποχρεούται να επιστρέψει στον πελάτη οποιοδήποτε ποσό που ο πελάτης έχει καταβάλει ως προκαταβολή, εγγύηση, αρραβώνα, μερική ή ολική εξόφληση ή με οποιαδήποτε άλλη μορφή για την εκτέλεση της σύμβασης, η τουριστική επιχείρηση δύναται, κατά παρέκκλιση των κατά περίπτωση εφαρμοστέων διατάξεων σύμβασης ή νόμου, να προσφέρει στον πελάτη αντί της επιστροφής χρημάτων ισόποσο πιστωτικό σημείωμα ισχύος δεκαοκτώ (18) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης του.(…)».





Εκ της ως άνω διάταξης συνάγεται, ότι, εφόσον οι συναφθείσες τουριστικές συμβάσεις, μεταξύ τουριστικών επιχειρήσεων και πελατών τους, είτε υπό την μορφή των μεμονωμένων κρατήσεων είτε με την μορφή των οργανωμένων ταξιδιών (πακέτου), καταγγελθούν, ή πρόκειται να καταγγελθούν, μεταξύ των χρονικών σημείων από τις 25 Φεβρουαρίου 2020 έως και τις 30 Σεπτεμβρίου 2020, ιδρύεται η υποχρέωση των τουριστικών επιχειρήσεων επιστροφής των ήδη καταβληθέντων ποσών από τους πελάτες των τελευταίων.





Επομένως, και άνευ ετέρου, επί καταγγελίας από τον πελάτη της τουριστικής σύμβασης γεννάται η υποχρέωση επιστροφής οποιουδήποτε ποσού, που ο τελευταίος έχει καταβάλει, ως προκαταβολή, εγγύηση, αρραβώνα, μερική ή ολική εξόφληση ή με οποιαδήποτε άλλη μορφή για την εκτέλεση της σύμβασης.





Συνεπώς, και σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, επί καταγγελίας της τουριστικής σύμβασης στα ως άνω χρονικά όρια η επιχείρηση οφείλει, άνευ άλλου τινός, να επιστρέψει τα ποσά που, ήδη, της καταβλήθηκαν, ανεξαρτήτως της μορφής ή της ονομασίας τους.





Παράλληλα, δε, προς την ανωτέρω ρύθμιση ορίζεται, ότι η επιχείρηση δύναται –δεν υποχρεούται– να προσφέρει στον πελάτη της, αντί της επιστροφής, που είναι η εκ του νόμου υποχρέωσή της, ισόποσο πιστωτικό σημείωμά ισχύος 18 μηνών.





Συνάγεται, δηλαδή, ότι για την τουριστική επιχείρηση υπάρχει μία εναλλακτική αντί της άμεσης επιστροφής, που είναι η εκ του νόμου ταχθείσα υποχρέωση της, η προσφορά ισόποσου πιστωτικού σημειώματος διάρκειας 18 μηνών.





Συναφώς, δε, γεννάται το εξής ερώτημα, από τι εξαρτάται η ενεργοποίηση της δυνατότητας παροχής πιστωτικού σημειώματος, προκειμένου η τουριστική επιχείρηση να αποφύγει την άμεση επιστροφή των ποσών, που ήδη της καταβλήθηκαν εκ μέρους των πελατών της;





Η εν λόγω έννομη συνέπεια εξαρτάται,καθ’ ερμηνεία του νόμου, από δύο προϋποθέσεις:





α. Από τη βούληση της επιχείρησης, δηλαδή από το κατά πόσον θα θελήσει να παράσχει ισόποσα πιστωτικά σημειώματα στους πελάτες της και





β. Από την αποδοχή των εν λόγω πιστωτικών σημειωμάτων.





Συνάγεται, δηλαδή, ότι η αναγωγή της τουριστικής επιχείρησης στην προσφορά πιστωτικού σημειώματος, προϋποθέτει, λογικώς και κανονιστικώς, την αποδοχή του πιστωτικού σημειώματος εκ του πελάτου της (argumentumasilentio).





Διαφορετική ερμηνευτική εκδοχή, περί ιδρύσεως υποχρεώσεως αποδοχής του εν λόγω πιστωτικού σημειώματος από τον πελάτη της επιχείρησης, αφ’ενός δεν ευρίσκει έρεισμα στη νομοθετική διάταξη και αφετέρου ακόμη κι αν ρυθμίζονταν ως υποχρεωτική, θα προσέκρουσε στο Σύνταγμα και στις θεμελιώδεις ελευθερίες, καθώς θα δέσμευε, μεταξύ άλλων, υπέρμετρα την συναλλακτική του ελευθερία, ως έκφανση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.





Επομένως, εκ του συνόλου των ανωτέρω συνάγεται, ότι επί καταγγελίας της σύμβασης τουριστικών υπηρεσιών από πελάτη τουριστικής επιχείρησης, που λαμβάνει χώρα μεταξύ 25 Φεβρουαρίου 2020 έως και τις 30 Σεπτεμβρίου 2020, η οικεία τουριστική επιχείρηση έχει υποχρέωση επιστροφής, στον πελάτη της, κάθε ποσού που έλαβε από τον πελάτη της.





Μόνο, δε, αν ο τελευταίος επιθυμεί, η επιχείρηση δύναται να του παράσχει ισόποσο πιστωτικό σημείωμα διάρκειας ισχύος 18 μηνών.





Επί αρνήσεως αυτού, η επιχείρηση οφείλει, ως προαναφέρθηκε, να του επιστρέψει άμεσα κάθε καταβληθέν ποσό.









Γράφει ο Νικόλαος Ι. Πέττας, δικηγόρος, PGDipTaxLaw