Σε υψηλά 19 ετών η ελληνική μεταποίηση
Η «άνοιξη» της ελληνικής μεταποίησης συνεχίζεται, με τον κλάδο να αναπτύσσεται τον Απρίλιο με τους ταχύτερους ρυθμούς από το 2000. Όπως προκύπτει από τη μηνιαία έρευνα της ΙHS Markit, η αύξηση της παραγωγής και των νέων παραγγελιών επιταχύνθηκε , ενώ η τόνωση της απασχόλησης ήταν η πιο δυναμική που έχει καταγραφεί τουλάχιστον από το 1999, όταν και άρχισε η συλλογή δεδομένων της έρευνας.
Ο δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) της Markit σκαρφάλωσε από τις 54,7 μονάδες τον Μάρτιο στις 56,6 μονάδες τον Απρίλιο και βρίσκεται πλέον σε υψηλά 19 ετών.
Η ισχυρότερη ζήτηση από τους πελάτες του εσωτερικού και του εξωτερικού συνέβαλλε στην αύξηση των αγορών εισροών και στη μείωση των αποθεμάτων τόσο των πρώτων υλών όσο και των ετοίμων προϊόντων, καθώς τα αποθέματα χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη της παραγωγής.
Τα επίπεδα παραγωγής εξακολούθησαν να αυξάνονται τον Απρίλιο, επεκτείνοντας την τρέχουσα περίοδο συνεχούς αύξησης που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2017. Η αύξηση ήταν μάλιστα η ταχύτερη που έχει καταγραφεί από τον Οκτώβριο του 2007. Οι νέες εργασίες που έλαβαν οι Έλληνες κατασκευαστές αυξήθηκαν ραγδαία τον Απρίλιο, και με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2018. Ομοίως ισχυρότερη ήταν και η ζήτηση από το εξωτερικό, με τον δείκτη νέων εργασιών εξωτερικού να ανέρχεται στα υψηλότερα επίπεδα από τον Ιανουάριο.
Χάρη στις ισχυρές παραγγελίες, τα ελληνικά εργοστάσια αύξησαν τις θέσεις εργασίας με τους ταχύτερους ρυθμούς όλων των εποχών.
Εν τω μεταξύ, ο όγκος αδιεκπεραίωτων εργασιών παρέμεινε, σε γενικές γραμμές, αμετάβλητος μετά την αλλεπάλληλη συρρίκνωση των εργασιών σε εκκρεμότητα. Η συνεχής άνοδος των νέων εργασιών και η μεγαλύτερη ζήτηση από τους πελάτες του εσωτερικού και του εξωτερικού συνέβαλαν στο γεγονός ότι καταγράφηκε ο μεγαλύτερος, από τον Ιούλιο του 2012, βαθμός αισιοδοξίας ως προς την αύξηση της μελλοντικής παραγωγής.
Οι αγορές εισροών αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό τον Απρίλιο, μετά την αύξηση των απαιτήσεων παραγωγής. Τα αποθέματα εισροών και ετοίμων προϊόντων μειώθηκαν περαιτέρω, καθώς χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν τις απαιτήσεις παραγωγής. Κατά συνέπεια, η απόδοση των προμηθευτών επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς οι ελλείψεις πρώτων υλών είχαν ως αποτέλεσμα τις καθυστερήσεις στις παραδώσεις προμηθειών.