Θα κοστίσει ακριβά στην οικονομία το πισωγύρισμα
Υπάρχει το τελευταίο χρονικό διάστημα μια διάχυτη αβεβαιότητα, που αποτυπώνεται στην πορεία τόσο του χρηματιστηρίου όσο και της αγοράς ομολόγων, και έχει να κάνει με τις προοπτικές της οικονομίας κατά την μεταμνημονιακή περίοδο. Η αβεβαιότητα αυτή, κυρίως των ξένων επενδυτών, σαφώς και συνδέεται με τις εξελίξεις στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο οικονομικό περίγυρο, όπως η κλιμακούμενη ένταση ανάμεσα στην Κομισιόν και την Ιταλία, και την κρίση ρευστότητας στις αναδυόμενες οικονομίες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό…
Από το σύνολο σχεδόν των οικονομικών αναλύσεων ξένων επενδυτικών οίκων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και αφορούν στην Ελλάδα προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι πιθανόν να αντιστρέψει κάποιες από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί, εξέλιξη που κρίνεται αρνητικά. Ειδικά τώρα, που η λήξη του τρίτου προγράμματος στήριξης ανοίγει νέες ευκαιρίες για την οικονομική ανάπτυξη στη χώρα μας, μετά από πολλά χρόνια μνημονίων και βαρύτατης οικονομικές κρίσης. Και είναι κρίμα να συμβεί ένα πισωγύρισμα από τη στιγμή που η οικονομία δείχνει σημάδια ανάκαμψης.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Ειδικότερα, κοινή συνισταμένη των αναλύσεων των ξένων επενδυτικών οίκων είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει αρχίσει σταδιακά και αναρρώνει. Έτσι, η οικονομική ανάκαμψη έχει πλέον ξεκινήσει, με το ΑΕΠ να αυξάνεται για έκτο συνεχόμενο τρίμηνο, για πρώτη φορά από το 2006. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί ρυθμός ανάπτυξης 2% το 2018 και μπορεί να σημειωθεί επιτάχυνση το επόμενο έτος, παρόλο που πολλοί δείκτες έχουν δρόμο ακόμη προς την ανάκαμψη. Ωστόσο, η κρίση άφησε σημάδια στο ελληνικό χρέος, την ανεργία και το τραπεζικό σύστημα, και η οικονομική ανάκαμψη μόλις που ξεκίνησε, οπότε ο δρόμος για την ελληνική οικονομία είναι μακρύς. Στα αρνητικά πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι λιγότερο ευνοϊκό από το 2017. Από εκεί και πέρα, οι ξένοι επενδυτές ανησυχούν ότι η οικονομική πολιτική θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντιστροφή κάποιων από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί στο παρελθόν. Από τη στιγμή μάλιστα που η Ελλάδα βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, πράγμα που σημαίνει ότι θα έχει συχνότερες αξιολογήσεις σε σχέση με άλλες χώρες που βγήκαν από τα προγράμματα, μια τέτοια εξέλιξη ενδέχεται να περιπλέξει τα πράγματα. Ως ενδεικτικό παράδειγμα αναφέρεται το θέμα που έχει προκύψει με τις περικοπές των συντάξεων. Μιλάμε για τη μεταρρύθμιση ασφαλιστικού συστήματος, η οποία έχει ψηφιστεί και πρέπει να τεθεί σε ισχύ το 2019. Σκοπός αυτής της μεταρρύθμισης είναι η εξοικονόμηση 1% του ΑΕΠ, με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Με δεδομένο, όμως, ότι η χώρα θα επιτύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους, δηλαδή πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 3,5% του ΑΕΠ, και καθώς οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν μέσα στον επόμενο χρόνο, η κυβέρνηση επιθυμεί να πάρει πίσω τη δέσμευση για τις συντάξεις. Το ζήτημα είναι αν οι επίσημοι πιστωτές θα αποδεχθούν τελικά το αίτημα της κυβέρνησης, και τις δώσουν αυτό το «δώρο», το οποίο προφανώς θα χρησιμοποιήσει προεκλογικά.
Ζήτημα αξιοπιστίας
Πάντως, οι αγορές δεν φαίνεται να βλέπουν με καλό μάτι μία τέτοια εξέλιξη. Είναι, βλέπετε, κατά κύριο λόγο ζήτημα αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής. Δεν θεωρείται θετική εξέλιξη από τους ξένους επενδυτικούς οίκους το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση, αμέσως μετά την έξοδο από το τρίτο μνημόνιο, ζητάει την ακύρωση μιας σημαντικής διαρθρωτικής μεταρρύθμισης. Από την άλλη, όμως, το αίτημα να μην περικοπούν οι συντάξεις είναι, κατά κάποιον τρόπο, δίκαιο, από τη στιγμή που οι συνταξιούχοι στη χώρα μας έχουν ήδη υποστεί βαρύτατο πλήγμα στα εισοδήματά τους τα τελευταία χρόνια, με τις απώλειες να ξεπερνούν τα 50 δισ. ευρώ. λόγω των αλλεπάλληλων περικοπών των συντάξεων, κάποιες από τις οποίες, μάλιστα, έχουν κριθεί αντισυνταγματικές από το ΣτΕ. Οπότε, εκ των πραγμάτων, το όλο ζήτημα είναι περίπλοκο.
Το οικονομικό περιβάλλον δεν είναι ευνοϊκό
Στο πλαίσιο αυτό έχει σημασία να δούμε τι επισημαίνει και το ΙΟΒΕ στην τελευταία τριμηνιαία έκθεση για την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο, καθώς η χώρα εισέρχεται σε εκλογικό κύκλο, και με τη γενικότερα ανάλογη εμπειρία που τείνει να επιβαρύνει την οικονομία μέσω αύξησης της αβεβαιότητας και αναβολής αναγκαίων δημοσιονομικών ή άλλων τομών, θα πρέπει να μη λησμονείται και η ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία και τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης που την καθιστούν εύθραυστη.
Η αίσθηση εγρήγορσης θα πρέπει να είναι ακόμη περισσότερο έντονη με δεδομένο πως στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον δεν μπορεί να αποκλείεται επιδείνωση το επόμενο διάστημα ή ακόμη και στοιχεία κρίσης. Στο διεθνές περιβάλλον η συσσώρευση υψηλού δανεισμού σε όλα τα επίπεδα, η αναζήτηση ισορροπίας ανάμεσα σε αναδυόμενες και ώριμες αγορές, μαζί με την ενίσχυση τάσεων εμπορικού προστατευτισμού δημιουργούν ένα υπόβαθρο ώστε με μια ευκαιρία να δρομολογηθεί μείωση της ζήτησης από το εξωτερικό και αύξηση του κόστους χρηματοδότησης για οικονομίες με τα χαρακτηριστικά της δικής μας.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, τέτοιες ευκαιρίες θα μπορούσαν να δοθούν εάν ενισχυθεί η ένταση στη βάση διαφωνιών για τη δημοσιονομική πολιτική σε ισχυρά μέλη της Ευρωζώνης ή αν υπάρξει αποτυχία σύγκλισης σε μια συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο, που θα έχει θετικά οικονομικά χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα, παρατηρείται καθυστέρηση στα μέτρα εμβάθυνσης και θωράκισης της Ευρωζώνης και κυρίως στην τραπεζική ένωση. Εν όψει αυτών των κινδύνων, και με δεδομένο το υψηλό δημόσιο χρέος, αποτελεί μονόδρομο για την ελληνική οικονομία η επιμονή στην αλλαγή των δομικών χαρακτηριστικών της που θα επιτρέψει μια ισχυρή αναπτυξιακή στροφή.
Σε μεταβατική περίοδο
Από ’κεί και πέρα, το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι ουσιαστικά η χώρα βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο. Συγκεκριμένα, η οικονομία κινείται σε ενδιάμεση περιοχή όπου δεν υπάρχει πλέον η προστασία των προγραμμάτων αλλά και δεν έχει ακόμη επιτευχθεί η πρόσβαση στις αγορές. Επιπλέον, η ύπαρξη του λεγόμενου «μαξιλαριού ασφαλείας» δεν μπορεί να προκαλεί εφησυχασμό, για τουλάχιστον δύο λόγους. Πρώτον, όσο παρατείνεται η περίοδος μη ομαλής χρηματοδότησης, αυξάνεται και η πιθανότητα πως τελικά η χρηματοδότηση θα γίνει με δυσχέρεια, ειδικά αν συνυπολογιστεί και το ενδεχόμενο επιδείνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος. Δεύτερον και εξίσου σημαντικό, το ζήτημα είναι η συνολική χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, των επιχειρήσεων, τραπεζών και νοικοκυριών, και όχι μόνο του δημόσιου τομέα. Για την επίτευξη αυτού του ιδιαίτερα κρίσιμου στόχου, της πρόσβασης σε σταθερή χρηματοδότηση, απαραίτητη είναι η ύπαρξη ενός αξιόπιστου αναπτυξιακού πλαισίου. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει την εμπέδωση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής, και ειδικότερα ότι ακόμη και μετά την έξοδο από τα προγράμματα δεν θα υπάρξει παλινδρόμηση σε ανεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές ή οπισθοδρόμηση σε τομείς δομικών μεταρρυθμίσεων που είναι κρίσιμοι για την ανταγωνιστικότητα. Ταυτόχρονα, προϋποθέτει τη στροφή της οικονομικής πολιτικής ώστε να καταστεί η ελληνική οικονομία ελκυστικός προορισμός για διεθνείς επενδύσεις και για ανθρώπινο κεφάλαιο.
Το «καμπανάκι» για το θέμα των συντάξεων και οι προειδοποιήσεις από τους πιστωτές
Επειδή, όμως, πλέον βρισκόμαστε, έστω και ατύπως, σε προεκλογική περίοδο, η δημόσια συζήτηση δυστυχώς δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τα παραπάνω σοβαρά ζητήματα, που έχουν να κάνουν με τη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο. Αντιθέτως, η πολιτική αντιπαράθεση κυριαρχείται το τελευταίο διάστημα από μόνο ένα ζήτημα, το ενδεχόμενο να αναβληθεί ή να ακυρωθεί η προγραμματισμένη περικοπή μέρους των συντάξεων για παλαιούς συνταξιούχους, που έχουν λάβει τη σύνταξή τους δηλαδή πριν από τον τελευταίο σχετικό νόμο. Είναι αλήθεια ότι για πολλούς από αυτούς η προγραμματισμένη μείωση θα οδηγήσει τη σύνταξή τους σε οδυνηρά χαμηλά επίπεδα. Επίσης, για άλλους θα είναι μια σημαντική μείωση ενώ ανήκουν στην κατηγορία όσων πλήρωσαν κατά τον εργασιακό τους βίο σχετικά περισσότερες ασφαλιστικές εισφορές. Άλλωστε, θα πρόκειται για μία επιπλέον μείωση συντάξεων που έχουν ήδη περικοπεί σε προηγούμενα χρόνια. Και, φυσικά, τελικός στόχος της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι η βελτίωση της ευημερίας των πολιτών, εργαζομένων και συνταξιούχων. Σύμφωνα, ωστόσο με το ΙΟΒΕ η επιχειρηματολογία που κυριαρχεί στον τρέχοντα δημόσιο διάλογο φαίνεται να αγνοεί ορισμένα κρίσιμα δεδομένα του προβλήματος. Πρώτον, οι όποιες κινήσεις στην οικονομική πολιτική δεν πρέπει να δημιουργούν την αίσθηση ότι αυτή θα κινηθεί προς δημοσιονομικά ανεύθυνες ή προς αντιαναπτυξιακές κατευθύνσεις. Εάν συμβεί αυτό η όποια αναβολή στη μείωση των συντάξεων θα είναι ιδιαίτερα βραχύβια και η περικοπή θα καταστεί αναπόφευκτη πολύ σύντομα, ενώ η αναβολή θα έχει ενδιάμεσα και ευρύτερες επιπτώσεις στην οικονομία. Δεύτερον, η κίνηση προς την κατεύθυνση δημιουργίας δύο κατηγοριών συνταξιούχων που, ενώ έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, λαμβάνουν διαφορετικές συντάξεις, θα δημιουργήσει, εκτός από ερωτήματα ηθικής φύσης, και σημαντικά πρακτικά προβλήματα.
Ποιοι επωμίστηκαν το βάρος
Τρίτον, ενώ οι περικοπές των συντάξεων ήταν ιδιαίτερα σημαντικές και επώδυνες τα τελευταία χρόνια, το σχετικά μεγαλύτερο βάρος της κρίσης το έχουν επωμισθεί οι νέοι άνεργοι και εργαζόμενοι. Η στήριξή τους, με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν, ειδικά προγράμματα για ενίσχυση της προοπτικής εισόδου τους στην αγορά εργασίας, υποστήριξη της δημιουργίας οικογένειας και άλλους τρόπους, πρέπει να είναι προτεραιότητα και για λόγους κοινωνικής και διαγενεακής δικαιοσύνης, αλλά και για λόγους ενίσχυσης των προοπτικών ανάπτυξης. Η τελική λύση θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη όλες τις επιμέρους σημαντικές πτυχές του προβλήματος. Το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η δημιουργία προϋποθέσεων ώστε το επόμενο χρονικό διάστημα να γίνει δυνατή η σταδιακή αύξηση όλων των συντάξεων ανάλογα με την αύξηση και των μισθών και τη μεγέθυνση της οικονομίας. Θα μπορούσε, βεβαίως, κάποιος να ισχυριστεί, ιδίως από το κυβερνητικό στρατόπεδο, ότι τα παραπάνω τα λέει ένα ινστιτούτο το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τους βιομηχάνους. Και ως γνωστόν, οι σχέσεις της κυβέρνησης με τον ΣΕΒ το τελευταίο χρονικό διάστημα δεν διέρχονται και την καλύτερη περίοδό τους. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να υποβιβάσει τα μηνύματα που στέλνουν οι επίσημοι πιστωτές της χώρας. Σίγουρα η Κομισιόν δείχνει μια θετική διάθεση προς το αίτημα της κυβέρνησης να μην περικοπούν οι συντάξεις. Επίσης η ΕΚΤ δεν έχει πει κουβέντα για το ζήτημα το τελευταίο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, το ΔΝΤ, αν και εμμένει στην άποψή του για το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας μας, φαίνεται ότι παραχωρεί «χώρο και χρόνο» στην κυβέρνηση να διαπραγματευτεί με τους Ευρωπαίους.
Πράσινο φως από το ΔΝΤ
Άλλωστε, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος πήρε στη διάρκεια δύο διαδοχικών συναντήσεων με Πολ Τόμσεν και Κριστίν Λαγκάρντ στο Μπαλί πράσινο φως από το ΔΝΤ να διαπραγματευτεί με τους Ευρωπαίους χωρίς να φοβάται ότι το Ταμείο θα επιμείνει δημοσίως στην πάγια θέση του, για τη διαρθρωτική φύση των περικοπών στις συντάξεις. Ό,τι έχει να πει το ΔΝΤ θα το πει μετά τον Ιανουάριο, όταν θα εκπονήσει την πρώτη έκθεση της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας, και επομένως σε αυτό το παράθυρο τριών και πλέον μηνών η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να διαπραγματευτεί απρόσκοπτα το θέμα των συντάξεων μόνο με τους Ευρωπαίους. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αντικρουόμενες φωνές μέσα στις τάξεις των δανειστών. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος δανειστής της χώρας μας, ο ESM, δεν έχει ακόμη πειστεί για τις προθέσεις της κυβέρνησης. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από τις πρόσφατες δηλώσεις του επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος έδειξε να έχει ενστάσεις για την ακύρωση του μέτρου της περικοπής κατά 18% των συντάξεων το 2019. Συγκεκριμένα, ο κ. Ρέγκλινγκ υποστήριξε ότι παρόλο που υπάρχει δημοσιονομικός χώρος στην Ελλάδα φέτος, δεν θα είναι αρκετά μεγάλος για να μην εφαρμοστούν τελείως οι περικοπές των συντάξεων που έχουν συμφωνηθεί.
Το πλεόνασμα
Κατά τον επικεφαλής του ESM, η ελληνική οικονομία όντως έχει επιτύχει υψηλότερο πλεόνασμα από το απαιτούμενο 3,5%. Και αυτό είναι θετικό. Το πλεόνασμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς. Το ποσό, ωστόσο, δεν είναι αρκετό για να δικαιολογεί αυτόματα την κατάργηση του μέτρου της περικοπής των συντάξεων. Και, φυσικά, υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Στο πλαίσιο του προγράμματος και της ολοκλήρωσής του η Ελλάδα έχει δεσμευτεί για τη συνέχιση και εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής πορείας που έχει χαραχθεί υπό του προγράμματος του ΕΜΣ. Η εφαρμογή αυτής της δέσμευσης είναι αντικείμενο ιδίως της μεταμνημονιακής επιτήρησης. Και, φυσικά, στις δεσμεύσεις αυτές περιλαμβάνεται και η μεταρρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος το 2019.
Οπότε, πέρα από την έγκριση του κρατικού προϋπολογισμού του 2019 από την Κομισιόν, οι «θεσμοί» πρέπει να συντάξουν την έκθεσή τους στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής επιτήρησης για το αν η Ελλάδα τηρεί τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει, αν πετυχαίνει τους στόχους που έχει συμφωνήσει με τους «θεσμούς», όπως επίσης και τα μέτρα που θέλει να εφαρμόσει. Και όπως επεσήμανε και ο πρώην επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, σε συνέντευξη που παραχώρησε στη «Ναυτεμπορική», η κυβέρνηση μπορεί να έχει κάποιο δίκιο από την πλευρά της, ωστόσο θα δοθεί η εικόνα ότι μόλις ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα, και ενώ δεσμεύτηκε έναντι των επίσημων πιστωτών ότι θα συνεχίσει τον κύκλο των μεταρρυθμίσεων και ότι δεν θα επιστρέψει πίσω, τελικά το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να αμφισβητεί αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Έτσι εγείρεται το ερώτημα αν η ελληνική κυβέρνηση παραμένει μια κυβέρνηση προσανατολισμένη στις μεταρρυθμίσεις ή απλώς επικεντρώνεται στο πώς θα αντιστρέψει ήδη εφαρμοσμένες πολιτικές.