Ενα «ναι» γεμάτο ερωτήματα και αμφισημίες
«Ναι» στη Συμφωνία των Πρεσπών σε ποσοστό που ξεπερνά το 91% είπαν περίπου 630.000 πολίτες της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο χθεσινό δημοψήφισμα. Ωστόσο η εξαιρετικά χαμηλή συμμετοχή των ψηφοφόρων η οποία δεν ξεπέρασε το 40% (σ.σ.: 36,27% για την ακρίβεια) δημιουργεί σωρεία προβληματισμών για το μέλλον της συμφωνίας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα Σκόπια.
Το πολιτικό κλίμα αναφορικά με την πολυσυζητημένη συμφωνία είναι κακό στο εσωτερικό των δύο χωρών. Είναι ενδεικτικό ότι στα Σκόπια οι δρόμοι είχαν γεμίσει με αφίσες υπέρ του «Ναι στην Ευρωπαϊκή Μακεδονία» -σκόπιμα επιχειρήθηκε να απαλειφθεί ο γεωγραφικός προσδιορισμός «Βόρεια».
Στη χώρα μας από την άλλη πλευρά ο κυβερνητικός εταίρος του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ο πρόεδρος των Ανεξάρτητων Ελλήνων Πάνος Καμμένος, φαίνεται διατεθειμένος να κάνει το παν προκειμένου η Συμφωνία των Πρεσπών να μη φτάσει στη Βουλή και αν φτάσει, να μην ψηφιστεί. Ο κ. Καμμένος έσπευσε ήδη από χθες Κυριακή να χαρακτηρίσει «άκυρο» το δημοψήφισμα, προκαλώντας αντιδράσεις από σημαίνοντα στελέχη τόσο της κυβέρνησης όσο και του ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα και η Νέα Δημοκρατία διαμηνύει ότι δεν θα επιτρέψει την κύρωση της συμφωνίας από την Βουλή, θέση την οποία ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε από την πρώτη στιγμή.
Επιμένει ο Ζάεφ
Ο πρωθυπουργός της πΓΔΜ Ζόραν Ζάεφ επιμένει πως θα εισάγει τη συμφωνία στο κοινοβούλιο της χώρας του προς ψήφιση.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας ο κ. Ζάεφ, έκανε λόγο για νίκη του «ναι» χωρίς πάντως να κάνει την παραμικρή αναφορά στη μικρή συμμετοχή των συμπατριωτών του και πρόσθεσε ότι «η θέληση των πολιτών πρέπει να γίνει σεβαστή από όλους».
Οπως είπε, «οι ψηφοφόροι ψήφισαν με υπερηφάνεια. Περιμένω πως η πλειοψηφία των πολιτών που ψήφισε, ψήφισε «υπέρ» παρά το κάλεσμα της αντιπολίτευσης για μποϊκοτάζ».
«Στις δημοκρατίες αποφασίζουν οι πολίτες οι οποίοι ψηφίζουν. Οι πολίτες που ψήφισαν ενέκριναν σε μεγάλο ποσοστό τη συμφωνία των Πρεσπών και την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ» ανέφερε ο κ. Ζάεφ και κάλεσε το VMRO και τους βουλευτές της αντιπολίτευσης να στηρίξουν τις συνταγματικές αλλαγές στη Βουλή.
Όπως είπε χαρακτηριστικά ο σκοπιανός πρωθυπουργός «πρέπει να περάσουμε πλέον στην πολιτική δραστηριότητα στο κοινοβούλιο. Πρέπει το VMRO να στηρίξει τις συνταγματικές αλλαγές διαφορετικά άλλος δημοκρατικός δρόμος δεν υπάρχει, παρά η προσφυγή στις κάλπες».
Κατήγγειλε νοθεία ο Μιτσκόσκι
Εμπρηστικός, ωστόσο, εμφανίστηκε ο ηγέτης του VMRO Χρίστιαν Μίτσκοσκι, περιγράφοντας το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ως «κόκκινο φως για τη Συμφωνία» προσθέτοντας παράλληλα ότι οι πολίτες έστειλαν ισχυρό μήνυμα περί Μακεδονίας, γλώσσας, και ταυτότητας.
Ο κ. Μιτσκόσκι κατήγγειλε νοθεία σε κάποιες περιοχές, για την οποία, όπως είπε οι κυβερνώντες, θα λογοδοτήσουν.
Πρόσθεσε ότι το αποτέλεσμα συνιστά επίσης μήνυμα για την «εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης». «Ο λαός θέλει την ένταξη στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ αλλά όχι αυτή τη Συμφωνία. Ο Ζάεφ πρέπει να λογοδοτήσει για την κακή Συμφωνία και τον εμπαιγμό της διεθνούς κοινότητας. Ο αγώνας συνεχίζεται», κατέληξε ο ηγέτης της αντιπολίτευσης.
Επικοινωνία των δύο ηγετών
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του δημοψηφίσματος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον ομόλογό του της πΓΔΜ.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, κατά την επικοινωνία τους, ο κ. Τσίπρας, επαίνεσε τον κ. Ζάεφ «για την αποφασιστικότητα και τη γενναιότητα του να συνεχίσει στην εφαρμογή της συμφωνίας».
Οι πρώτες αναλύσεις
Την ίδια ώρα και οι πρώτες αναλύσεις θέτουν ζήτημα νομιμοποίησης του αποτελέσματος λόγω της εξαιρετικά χαμηλής συμμετοχής. Ο γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ Θάνος Π. Ντόκος, με άρθρο του στην «Καθημερινή», έγραψε τα εξής, δίνοντας το στίγμα της επόμενης μέρας:
«Το θεωρούμενο από πολλούς ως «εύκολο» πρώτο βήμα στη διαδικασία επικύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών από την πΔΓΜ αποδείχθηκε τελικά αρκετά δύσκολο. Το «ναι» επικράτησε, όπως αναμενόταν, αλλά η συμμετοχή των πολιτών στο δημοψήφισμα ήταν τόσο χαμηλή (34%) που ασφαλώς θέτει για την κυβέρνηση Ζάεφ ζήτημα νομιμοποίησης της όλης διαδικασίας. Η περιορισμένη συμμετοχή μπορεί να εξηγηθεί σε ένα βαθμό από την αναντιστοιχία του αριθμού των εγγεγραμμένων με τον πραγματικό αριθμό ψηφοφόρων (λόγω μετανάστευσης), τη γενικότερη αδιαφορία των πολιτών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες για τις εκλογές και τα κοινά και, ενδεχομένως, από την ενόχληση πολλών πολιτών για την άνευ προσχημάτων διεθνή παρέμβαση. Ασφαλώς όσοι δεν ψήφισαν δεν είναι υποχρεωτικά υποστηρικτές του «όχι». Και θα πρέπει να σημειωθεί το πολύ υψηλό ποσοστό (90%) υπέρ του «ναι» μεταξύ αυτών που προσήλθαν στις κάλπες. Ωστόσο, ένα τόσο χαμηλό ποσοστό σε ένα δημοψήφισμα που εν πολλοίς θα κρίνει το μέλλον της χώρας ασφαλώς προβληματίζει.
Ο κ. Ζάεφ δεν έχει άλλη επιλογή από το να θέσει την αναθεώρηση του Συντάγματος σε ψηφοφορία στη Βουλή της πΓΔΜ. Η εξασφάλιση της απαραίτητης πλειοψηφίας των 2/3 δεν μπορεί να αποκλειστεί, καθώς θα τον υποστηρίξουν, πέραν του κόμματός του, και τα δύο αλβανικά, ενώ υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο υπερψήφισης της συμφωνίας από βουλευτές του VMRO (ακούγονται, μάλιστα, και διάφορα περί «συναλλαγής», αλλά οι αδιαφανείς κοινοβουλευτικές και γενικότερες πολιτικές διαδικασίες δεν είναι και κάτι εξαιρετικά σπάνιο στις βαλκανικές δημοκρατίες). Ωστόσο, το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στο δημοψήφισμα και η συνακόλουθη έλλειψη δυναμικής υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών μειώνουν, χωρίς να μηδενίζουν, τις σχετικές πιθανότητες.
Φαίνεται ότι το πιθανότερο σενάριο είναι η προκήρυξη νέων εκλογών, όπου ο κ. Ζάεφ μάλλον θα επικρατήσει και πάλι, χωρίς, ωστόσο, να εξασφαλίσει μια ισχυρότερη πλειοψηφία της σημερινής. Οπότε εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, η Συμφωνία των Πρεσπών θα είναι νεκρή και η γειτονική χώρα δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, η ευρωπαϊκή προοπτική θα απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο και η πΓΔΜ θα επιστρέψει στο φαύλο κύκλο της εσωτερικής αστάθειας, οικονομικής αποτελμάτωσης και εθνοτικών τριβών. Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία σε μια περίοδο «περίεργης» κινητικότητας στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου.
Πάντως, για την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι σε περίπτωση οριστικού ενταφιασμού της Συμφωνίας των Πρεσπών ως αποτέλεσμα της αδυναμίας της πΓΔΜ να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της, η ευθύνη δεν θα βαρύνει τη χώρα μας. Για το τι θα συμβεί σε περίπτωση που τελικά η άλλη πλευρά επικυρώσει αλλά με τέτοια καθυστέρηση που η Ελλάδα να έχει εισέλθει σε περίοδο εκλογών, αλλά και για το γενικότερο ερώτημα εάν η τελική επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών θα έχει θετικές συνέπειες για τα ελληνικά συμφέροντα ή όχι, είναι μια συζήτηση που ασφαλώς θα συνεχίσει να μας απασχολεί, αλλά χωρίς σοβαρές πιθανότητες σύγκλισης απόψεων και μεγαλύτερης συναίνεσης. Προς το παρόν, όμως, η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο του αντιπάλου και η ελληνική πλευρά έχει ρόλο παρατηρητή. Ιδωμεν.»