Γιατί οι φόροι Μπάιντεν στους πλούσιους απειλούν τη Wall και τη μεσαία τάξη
Ο Αμερικανός πρόεδρος σχεδιάζεινα διπλασιάσει το φόρο επί των κεφαλαιακών κερδών στο 39,6%, από 20% που είναι σήμερα. Οι πλούσιοι Αμερικανοί ζητούν εναγωνίως από οικονομικού συμβούλους και λογιστές τρόπους σχετικά με το πώς να αποφύγουν την επιπλέον φορολογική επιβάρυνση. "Η πρόταση Μπάιντεν διπλασιάζει αποτελεσματικά το συντελεστή φόρου υπεραξίας για εισοδήματα άνω του 1 εκατ. δολ.» δήλωσε ο συνιδρυτής της Cresset Capital Management και CIO. «Αυτή είναι μια σημαντική αύξηση κόστους για τους μακροπρόθεσμους επενδυτές. Αναμείνατε sell off φέτος εάν οι επενδυτές αισθανθούν ότι η πρόταση αυτή γίνει νόμος το 2022».
Στα χρόνια της καραντίνας πολύς κόσμος εισήλθε στο μαγικό και σκοτεινό παιχνίδι των κεφαλαιαγορών, τζογάροντας το κορωνο-επίδομα του. Κι αν ο αμείλικτος (και στημένος προς όφελος της ελίτ) κόσμος των αγορών, όπου 9 στους 10 χάνουν τα λεφτά τους, δεν είναι από μόνο τους αρκετός για να αποθαρρύνει τις μάζες από το να δοκιμάζουν την τύχη τους, τότε τι θα λέγατε το κράτος να μας παίρνει τα μισά λεφτά και από εκεί (αν κι εφόσον κερδίσουμε πρώτα κάτι);
Να που σιγά σιγά όλα αρχίζουν να δένουν, όπως είχαμε αναλύσει πριν μερικές εβδομάδες αναφορικά με το $1.9 τρις. δήθεν επενδυτικό σχέδιο υποδομών του Μπάιντεν, του οποίου πραγματικός σκοπός είναι να καθαγιάσει και δικαιολογήσει ένα κατά τα άλλα αδικαιολόγητα βαρύ και οικονομικά παράλογο φορολογικό σχέδιο. Σειρά έχει τώρα ένα νέο πακέτο δαπανών εκπαίδευσης και παιδικής φροντίδας άνω του $1,5 τρις. που… κάπως πρέπει να χρηματοδοτηθεί.
«Φορολογήστε τους πλούσιους» φωνάζουν οι -νέο-σοσιαλιστές στην πλειοψηφία τους- Αμερικανοί (αφού αυτό προστάζει η μόδα της εποχής), και ο Μπάιντεν δίνει στους ψηφοφόρους του αυτό που ζητάνε.
Ή τουλάχιστον έτσι λέει… Διότι όποιος πιστεύει στ’ αλήθεια πως η βαριά φορολογία θα πλήξει τους δυνατούς και θα επιφέρει «ισορροπία» πλανάται πλάνην οικτρά. Η μέση τάξη, οι μικρομεσαίοι είναι αυτοί που θα την πληχθούν μακροπρόθεσμα, με πολλούς άμεσους και έμμεσους τρόπους. Από την άλλη όποιος πιστεύει πως οι «πλούσιοι» και οι μεγάλες πολυεθνικές θα πληρώσουν για τα $28 τρις. σε αμερικανικό χρέος ή έστω τα $2 τελευταία τρις σε νέο έλλειμμα, έχει μεγάλο πρόβλημα στα Μαθηματικά…
Η ΓΕΛΕΝ ΚΑΙ Ο ΦΟΡΟΣ
Να που όπως είχαμε εξηγήσει αναφορικά με τις πρόσφατες συναντήσεις των παγκόσμιων οικονομικών φορέων και τη δημιουργία μιας νέα οικονομικής τάξης πραγμάτων, η πρόταση της Τζάνετ Γιέλεν (Υπουργός Οικονομικών ΗΠΑ) για ενιαίο, παγκόσμιο φόρο δεν ήταν τυχαία. Ο λόγος; Διότι αν η εξωφρενική «ονείρωξη» των υποστηρικτών της Σύγχρονης Νομισματικής Θεωρίας (που επίσης είναι της μόδας) γίνει πραγματικότητα, τότε οι ΗΠΑ θα έχουν τελειώσει. Οποιοσδήποτε στη ζωή του έχει πάρει μέρος στην παραμικρή επιχειρηματική ή επενδυτική δραστηριότητα, μπορεί εύκολα να κατανοήσει γιατί κάτι τέτοιο δε μπορεί να δουλέψει προς (μακροπρόθεσμο) όφελος της οικονομίας. Θα αναζητηθούν φορολογικές έδρες σε πιο ευνοϊκά και φιλόξενα πλαίσια, όπως σε χώρες της Ευρώπης. Ακόμη και στην Ελλάδα ο φόρος επί των κεφαλαιακών κερδών είναι στο 15%.
Γι’ αυτό και η Γιέλεν συζητά με G7-ΔΝΤ κλπ την εισήγηση ενιαίο φόρου. Πρώτα στρώνεις το έδαφος, πρώτα επιβάλλεις παγκόσμια φορολογία, μετά την ανεβάζεις στον τόπο σου. Αν όλοι είμαστε τα ίδια χάλια, τότε κανείς δε θα έχει που να διαφύγει, να βρει καταφύγιο.
«Αν δεν είστε πλούσιοι… μη φοβάστε»
Οι θεωρητικοί της Σύγχρονης Νομισματικής υποστηρίζουν παθιασμένα πως τα ελλείμματα είναι καλά διότι τακτοποιούν και την αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για αμερικανικά δολάρια. Η κυβέρνηση Μπάιντνε-Χάρις πιστεύει πως η αύξηση του ελλείμματος δεν αποτελεί πρόβλημα, καθώς η Fed συνεχίζει να αγοράζει ομόλογα, να διατηρεί τα επιτόκια χαμηλά και το κόστος δανεισμού σταθερό.
Ωραία λοιπόν, γιατί να αυξήσουμε τους φόρους επομένως; Αφού το (υπέρογκο) χρέος και τα ελλείμματα δεν έχουν σημασία σε αυτό το έκτρωμα που αποκαλούμε πλέον παγκόσμια οικονομία, και η ανάπτυξη και αγορά εργασίας είναι αυτό στο οποίο πρέπει να επικεντρωθούμε, τότε γιατί να αυξηθούν οι φόροι; Το σχέδιο Μπάιντεν δε βγάζει κανένα νόημα, από καμία άποψη, είτε όσον αφορά το κέρδος, την ανάπτυξη ή το έλλειμα. Είναι μη παραγωγικό εργαλείο.
Σε συνάρτηση με τον υφιστάμενο σωρευτικό φόρο επί του εισοδήματος από επενδύσει που εισήγαγε ο Μπαράκ Ομπάμα για τη μεταρρύθμιση της υγειονομικής περίθαλψης, ο φόρος για τους επενδυτές για κεφαλαιακά κέρδη και μερίσματα μπορεί να ανέλθει ως και το 43,4%. Πρόκειται για τον υψηλότερο φορολογικό συντελεστή από τη δεκαετία του 1920.
Οι ίδιοι οι Δημοκρατικοί βέβαια καυχιούνται πως θα «χτυπήσουν» μόνο τους δυνατούς, δηλαδή την ελίτ του 1% (αυτό κι αν είναι ανέκδοτο), και πως οι υπόλοιποι ήτοι το 99% «δεν έχει τίποτα να φοβηθεί». Είναι όμως πράγματι έτσι;
«Για τα άλλα 997 από τα 1.000 νοικοκυριά της χώρας ... δεν πρόκειται για αλλαγή που θα τα απασχολήσει. Δεν θα αλλάξει καθόλου τη φορολογική μεταχείριση των κεφαλαιακών κερδών», δήλωσε ο κορυφαίος οικονομικός σύμβουλος του Μπάιντεν, Μπράιαν Ντις, διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου, ο οποίος περασπίστηκε το σχέδιο του προέδρου, επισημαίνοντας ότι δεν αποτελεί ούτε μεγάλο βάρος αλλά ούτε και θα προκαλέσει ανάχωμα για τις επενδύσεις.
Εξήγησε ότι η προτεινόμενη αύξηση φόρου θα στοχεύει σε εκείνα τα νοικοκυριά που συνήθως δεν αντλούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους μέσω της μισθωτής εργασίας. «Για τους τυπικούς Αμερικανούς, το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους προέρχεται από μισθούς. Έτσι, για άτομα που δηλώνουν λιγότερα από 1 εκατομμύριο δολάρια ετησίως, περίπου το 70% του εισοδήματός τους προέρχεται από μισθούς. Αλλά για όσους κερδίζουν περισσότερα από 1 εκατομμύριο δολάρια, για το κορυφαίο 0,3%, ισχύει το αντίθετο. Περίπου το 30% του [εισοδήματός τους] προέρχεται από μισθούς».
Αυτή η νομοθεσία, χωριστή από το Αμερικανικό Σχέδιο Εργασίας που βασίζεται στις επενδύσεις στις υποδομές, πιστεύεται ότι περιλαμβάνει μέτρα που στοχεύουν στο να βοηθήσουν τους αμερικανούς εργαζόμενους να μάθουν νέες δεξιότητες, να επεκτείνουν τις επιδοτήσεις για τη φροντίδα των παιδιών και να κάνουν τα δίδακτρα του κοινοτικού κολεγίου δωρεάν για όλους.
Sell-off πριν το νέο φορολογικό έτος;
Ερωτηθείς για να ασχοληθεί με την κριτική ότι η αύξηση του συντελεστή του κεφαλαιουχικού φόρου θα μπορούσε να μειώσει τις επενδύσεις σε αμερικανικές επιχειρήσεις, ο Ντις υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτόν τον ισχυρισμό. Ο φόρος επί των κεφαλαιουχικών κερδών είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τη Wall Street, δεδομένου ότι υπαγορεύει πόσο μεγάλο μέρος των κερδών από την πώληση μετοχών συλλέγεται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
«Σε ένα ευρύ φάσμα ακαδημαϊκών και εμπειρικών στοιχείων, δεν υπάρχουν ενδείξεις σημαντικής επίδρασης των ποσοστών των κεφαλαιουχικών φόρων στο επίπεδο των μακροπρόθεσμων επενδύσεων στην οικονομία», είπε.
«Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό, συμπεριλαμβανομένου αυτού, αν κοιτάξετε από πού προέρχονται πολλά επιχειρηματικά κεφάλαια και επενδύσεις σε αρχικό στάδιο, προέρχονται από συνταξιοδοτικά ταμεία, τα wealth funds, οντότητες που στην πραγματικότητα δεν επηρεάζονται από τις αλλαγές στο καθεστώς φορολόγησης.
Ο Ντις ισχυρίστηκε επίσης ότι τα έσοδα που δημιουργούνται θα μπορούσαν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν σε προγράμματα και επιδοτήσεις που έχουν αποδειχθεί ότι επιτείνουν την αναπτυξιαξή πορεία της οικονομίας με την πάροδο του χρόνου.
«Οι επενδύσεις, για παράδειγμα, στην πρώιμη παιδική ηλικία και στα παιδιά μας επιστρέφουν τεράστια μερίσματα όσον αφορά τη δική τους ακαδημαϊκή επιτυχία, το μειωμένο κόστος στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη στο μέλλον», δήλωσε ο διευθυντής της NEC και πρώην αξιωματούχος Ομπάμα.
Περιττό επίσης να σχολιάσουμε, να αναμένετε χρηματιστηριακό κραχ πριν την εκπνοή του έτους (παρότι κάποιοι το περιμέναμε καλοκαίρι του 2022), καθώς η Wall Street θα θέλει προφανώς να κλειδώσει τα κέρδη της με πιο ευνοϊκούς συντελεστές, χωρίς να χρειαστεί να δώσει τα μισά στο κράτος. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για κέρδη από κρυπτονομίσματα που έχουν συμπεριληφθεί παγκοσμίως στα φορολογικά πλαίσια, και αφορούν και τους μικροεπενδυτές.
«Η πρόταση Μπάιντεν διπλασιάζει αποτελεσματικά το συντελεστή φόρου υπεραξίας για εισοδήματα άνω του 1 εκατ. δολ.» δήλωσε ο Jack Ablin, συνιδρυτής της Cresset Capital Management και CIO. «Αυτή είναι μια σημαντική αύξηση κόστους για τους μακροπρόθεσμους επενδυτές. Αναμείνατε sell off φέτος εάν οι επενδυτές αισθανθούν ότι η πρόταση αυτή γίνει νόμος το 2022».
«Οι επενδυτές συνωστίζονται σε μικρό αριθμό μετοχών ανάπτυξης», δήλωσε ο Mark Yusko, CEO & CIO της Morgan Creek Capital Management. Αυτές οι μετοχές οδηγούν τα κέρδη τα τελευταία χρόνια. Ο φόβος για μεγαλύτερο συντελεστή φόρου επί των κερδών θα μπορούσε να προκαλέσει sell off, οπότε ορισμένοι επενδυτές θα προσπαθήσουν να τρέξουν… για να αποφύγουν την bear market» συμπλήρωσε.
Ήδη ψάχνουν τρόπους να γλιτώσουν το φόρο
Να προχωρήσουν σε αύξηση των συνταξιοδοτικών λογαριασμών τους, να τοποθετήσουν τα κέρδη τους σε funds που επωφελούνται της αναβαλλόμενης φορολόγησης ακόμη και να πουλήσουν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να αμβλύνουν την επιβάρυνση που θα υποστούν από την αύξηση της φορολόγησης στα κεφαλαιουχικά κέρδη στις ΗΠΑ προτείνουν οι οικονομικοί σύμβουλοι στους πελάτες τους.
Για τις όποιες αλλαγές θα δοθούν σκληρές μάχες στο Κογκρέσο, όπου οι Δημοκρατικοί διαθέτουν οριακή μικρή πλειοψηφία και ο τελικός φορολογικός συντελεστής πιθανότατα θα είναι χαμηλότερος από αυτό που πρότεινα το οικονομικό επιτελείο. Εάν όμως επιτευχθεί διακομματική συμφωνία, ο νέος φορολογικός συντελεστής επί των κεφαλαιουχικών κερδών θα ήταν δυνατόν να τεθεί σε ισχύ φέτος.
Οι πλούσιοι Αμερικανοί ζητούν εναγωνίως από οικονομικού συμβούλους και λογιστές τρόπους σχετικά με το πώς να αποφύγουν την επιπλέον φορολογική επιβάρυνση.
«Δεν νομίζω ότι κάποιος πληρώνει μετά χαράς περισσότερους φόρους και επισημαίνουμε στους πελάτες δεν τίθεται ζήτημα εάν θα καταβάλουν αυξημένους φόρους, αλλά θέμα είναι πότε και πόσο», δήλωσε η Alvina Lo, επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής στο fund Wilmington Trust.
Η ίδια επισήμανε ότι οι πελάτες της επιλέγουν περιουσιακά στοιχεία και μετοχές προς πώληση προκειμένου να «κλειδώσουν» τον τρέχοντα φορολογικό συντελεστή ενώ την ίδια ώρα μεγιστοποιούν τις συνεισφορές τους σε ατομικούς λογαριασμούς συνταξιοδότησης για τις οποίες ισχύει αναβαλλόμενος φόρος.
Εάν οι φορολογικές αλλαγές ισχύουν αναδρομικά στις αρχές του 2021, ενδέχεται να είναι ήδη πολύ αργά για να «κλειδώσει» κάποιος το χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή για ορισμένα κεφαλαιουχικά κέρδη.
Επί του παρόντος, στους φορολογούμενους που κερδίζουν περισσότερα από 200.000 δολ. επιβάλλεται συντελεστής φόρου επί των κεφαλαιουχικών κερδών περίπου 23,8%, συμπεριλαμβανομένου του καθαρού επενδυτικού φόρου 3,8% (ο οποίος χρηματοδοτεί το Affordable Care Act, γνωστό ως Obamacare).
Για ορισμένους Αμερικανούς που ζουν στη Νέα Υόρκη και την Καλιφόρνια, ο συνολικός φορολογικός συντελεστής τους μπορεί να υπερβεί το 50% όταν συμπεριλαμβάνονται οι πολιτειακοι φόροι, σύμφωνα με το Ίδρυμα για τη Φορολογία (Tax Foundation). Κάποιοι επιταχύνουν τις συμφωνίες για να πουλήσουν τις επιχειρήσεις τους ή να πουλήσουν τα χαρτοφυλάκια των μετοχών τους, είπε.
«Θα υπάρξουν πραγματικά σθεναρές αντιδράσεις στην πληρωμή ποσοστού άνω του 50%. Καθώς για αυτή ην κατηγορία φορολογούμενων η επιβάρυνση ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια. Θα αναζητήσουν άλλες πρόνοιες του φορολολογικού κώδικα επωφεληθούν από τις περιπτώσεις εξαιρέσεων είτε αναβολής της φορολογικής επιβάρυνσης», είπε.
Οι επενδυτές επιχειρήσουν να αναβάλουν και ενδεχομένως να μειώσουν το φόρο που καταβάλλουν επί των υπεραξιών εάν επανεπενδύσουν τα κέρδη σε funds τα οποία εποφελούνται της αναβαλλόμενες φορολόγησης (opportunity zone funds) οποία συνήθως επενδύουν σε ακίνητα.
«Είναι ένα εξαιρετικά δημοφιλές επενδυτικό όχημα σε μεγάλο βαθμό επειδή πολλοί από τους πελάτες μας είναι CEOs, ιδιοκτήτες επιχειρήσεων» δήλωσε ο Ablin. «Σκέφτονται να πουλήσουν την επιχείρησή τους και να αποκομίσουν κέρδη πολλών εκατομμυρίων δολαρίων ως προς τα κεφάλαιά τους», σημείωσε.
Γιατί το σχέδιο Μπάιντεν δεν έχει νοήμα
Αρχικά, το προβλεπόμενο κέρδος (για το κράτος) είναι αμελητέο. Το 2018, τα έσοδα από φόρους επί των κεφαλαιακών κερδών ανήλθαν στα $158.4 δις. Μια αύξηση της τάξεως του 5% θα έφερνε 18 με 30 δις. στο αισιόδοξο μάλιστα σενάριο όπου δεν θα υπάρχει αρνητική οικονομική επίδραση στο ΑΕΠ λόγω της ίδια της αύξησης του φόρου. Τα όποια κέρδη μάλιστα «απλώνονται» σε βάθος δεκαετίας, επομένως το άμεσο αντίκτυπο είναι ακόμη χειρότερο, ενώ δεν υπολογίζονται καν οι δαπάνες που οδηγούν το έλλειμμα πάνω από το 2.5% του ΑΕΠ.
Δεύτερον, η πραγματική επίδραση στην οικονομία θα είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι υπολογίζει η κυβέρνηση Μπάιντεν. Αυτές οι φοροαυξήσεις φυσικά και δεν επηρεάζουν «μόνο τους πλούσιους». Αποθαρρύνεται και φρενάρει η επιχειρηματικότητα, καθώς μειώνονται οι χρηματοροές σε ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη νεοφυών επιχειρήσεων και εταιριών υψηλής παραγωγικότητας. Αυτός είναι κι ο λόγος που στην Ευρώπη η φορολογία είναι πιο χαλαρή. Οι Αμερικανοί ρισκάρουν εκροές κεφαλαίων που θα διαφύγουν σε άλλες πιο ανταγωνιστικές φορολογικά χώρες.
Ίσως αυτό να μην είναι κάτι που πλήττει ιδιαίτερα τις πολυεθνικές, όμως το αντίκτυπο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι τεράστιο. Γι’ αυτό και τέτοιου είδους μέτρα είναι οπισθοδρομικά και όχι παραγωγικά. Η Γιέλεν το γνωρίζει αυτό, και γι’ αυτό πιέζει να εφαρμοσθεί ο παγκόσμιος φορολογικός συντελεστής. Αν δε φοβόταν πως μια υψηλή φορολογία στις ΗΠΑ (και μόνο εκεί) θα έπληττε την οικονομία της, δε θα είχε πρόβλημα οι υπόλοιπες χώρες να συνεχίσουν να έχουν ευνοϊκούς συντελεστές. Ο μόνος τρόπος να λειτουργήσει (προς όφελος του κράτους και των ισχυρών φυσικά) αυτό το σχέδιο Μπάιντεν, είναι να ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα κράτη της Δύσης.
Τέλος, κανείς δε μιλά για το πρόβλημα των υποχρεωτικών δαπανών. Στις ΗΠΑ έχουν εκτιναχθεί πλέον στα $3 τρις. από $1.8 μέχρι πριν μια δεκαετία. Οι οικονομίες ακμάζουν και εισέρχονται σε υφέσεις. Είναι αδύνατον να ρίξεις το έλλειμμα με αντιαπραγωγικές μεθόδους όπως αυξήσεις φόρων, τη στιγμή που ο ρυθμός αύξησης των δαπανών ξεπερνά την οικονομική ανάπτυξη.
Κανένας σοβαρός οικονομολόγος δεν πιστέυει ότι φοροαυξήσεις είναι ικανές να παράγουν βιώσιμα ετήσια κέρδη σε οποιονδήποτε οικονομικό κύκλο, είτε σε ανάπτυξη ή ύφεση, προκειμένου να καλύψουν πάνω από $200 δις. το χρόνο σε δαπάνες που διαμορφώνουν έλλειμμα άνω του ενός τρις.