Black Rock: Πώς η κρίση σφυρηλάτησε έναν κολοσσό 6,3 τρισ. δολαρίων
Οι αναμνήσεις που έχουμε από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 στις ΗΠΑ περιστρέφονται κυρίως γύρω από τις ζημιές: Bear Stearns, Lehman Brothers, ιδιοκτήτες ακινήτων, ασφαλιστικές που πήραν απερίσκεπτες αποφάσεις, Αμερικανοί φορολογούμενοι που σήκωσαν στις πλάτες τους τα δισεκατομμύρια δολάρια που δόθηκαν για τη διάσωση τραπεζών. Τι συνέβη, όμως, με τους μεγάλους νικητές; Υπάρχει ένας που ξεχώρισε. Η Black Rock, η μεγαλύτερη διαχειρίστρια κεφαλαίων παγκοσμίως, δεν θα μπορούσε να έχει αναπτυχθεί τόσο πολύ και τόσο γρήγορα χωρίς τις πρωτοφανείς αλλαγές που επέφερε η ύφεση. Η επιχείρηση ορθώνει τώρα το γιγάντιο ανάστημά της στους ανταγωνιστές της: τα πάγια, αξίας 6,3 τρισ. δολαρίων, που διαχειρίζεται υπερβαίνουν το μέγεθος της οικονομίας της Γερμανίας.
Η ανέλιξη
Η ιστορία της ανέλιξης της Black Rock είναι ταυτόχρονα η ιστορία του χρηματοπιστωτικού κλάδου τα τελευταία 10 χρόνια: Η άνοδος των ETFs και των index funds και οι επενδύσεις των χαμηλών προμηθειών, η χαμηλότερη ανοχή στο ρίσκο από την πλευρά των καταναλωτών και η αυξημένη νευρικότητα εντός των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, ο αγώνας της κυβέρνησης να κατανοήσει τα αίτια της κρίσης και να αποτρέψει άλλες στο μέλλον – όλα λειτούργησαν προς όφελος της Black Rock. Η αρχή έγινε με την Barclays, η οποία στον απόηχο της κρίσης αναζητούσε τρόπους να ενισχύσει τα κεφαλαιακά της αποθέματα, έχοντας απορρίψει προηγουμένως τα κεφάλαια διάσωσης της βρετανικής κυβέρνησης. Η τράπεζα έβαλε πωλητήριο σε ένα από τα «διαμάντια» της: τη μονάδα iShares ETF, τμήμα της ταχέως αναπτυσσόμενης θυγατρικής εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων Barclays Global Investors (BGI) με έδρα το Σαν Φρανσίσκο. Η Black Rock ήξερε ήδη πώς να μεταμορφώνεται μέσα από τις επιχειρηματικές της συμφωνίες, έχοντας νωρίτερα εξαγοράσει τις Merrill Lynch Investment Managers και State Street Research & Management. Όταν η iShares διατέθηκε προς πώληση, η BlackRock κατάφερε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, «καθαρίζοντας» το deal με 13,5 δισ. δολάρια σε μετρητά και μετοχές – όχι μόνο για τη μονάδα των ETF, αλλά για ολόκληρη την BGI. «Ήταν σε θέση να παίξουν επίθεση, όταν όλοι άλλοι μπουσουλούσαν», λέει ο Kyle Sanders, αναλυτής της Edward Jones & Co.
Άσοι στο μανίκι…
Η συμφωνία του 2009 υπερδιπλασίασε τα υπό διαχείριση πάγια της Black Rock και αποδείχθηκε έκτοτε εξαιρετικά πολύτιμη: έπειτα από ένα κύμα επενδύσεων σε παθητικά προϊόντα, η iShares βρέθηκε με περιουσιακά στοιχεία 1,8 τρισ. δολαρίων στα τέλη Ιουνίου. Αυτό δίνει στην Black Rock ένα σημαντικό προβάδισμα έναντι των μεγαλύτερων ανταγωνιστών της, Vanguard Group και State Street Corp., οι οποίες είχαν περίπου 936 δισ. δολάρια και 639 δισ. δολάρια σε πάγια ETFs αντίστοιχα. H IShares αντιπροσώπευε το 28% των υπό διαχείριση παγίων της Black Rock στα τέλη του 2017 και το περιθώριο ανάπτυξης καλά κρατεί: τα ETFs βρίσκονται ακόμη σε στάδιο «εκκόλαψης» εκτός ΗΠΑ.
Νέες ευκαιρίες
Εν τω μεταξύ, καθώς το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα αγωνιζόταν να σταθεί ξανά στα πόδια του, η Black Rock βρήκε νέες ευκαιρίες να πουλήσει το λογισμικό της χρηματοοικονομικού κινδύνου, γνωστό ως Aladdin. Το λογισμικό μπορεί να προβλέπει τι επίδραση θα έχει σε ένα χαρτοφυλάκιο μια σειρά από δυσμενή σενάρια, συμπεριλαμβανομένου του πώς ένα κραχ, ανάλογο με αυτό του 2008, θα επηρέαζε σήμερα τις τοποθετήσεις ενός πελάτη. Στους πελάτες περιλαμβάνονται συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικές επιχειρήσεις και ανταγωνιστές διαχειριστές παγίων που πληρώνουν για το Aladdin ανάλογα με τις δυνατότητες που χρησιμοποιούν. Εν μέσω ύφεσης, το Aladdin χρησιμοποιήθηκε σε τοποθετήσεις αθροιστικής αξίας περίπου 7 τρισ. δολαρίων. Σήμερα εποπτεύει περισσότερα από 18 τρισ. δολάρια. Η πιο σημαντική εξέλιξη στην επιχείρηση της Black Rock, ωστόσο, δεν εμφανίζεται στον ισολογισμό της: η κρίση χάρισε στην εταιρεία αυξημένη επιρροή και βαρύτητα. Ο CEO Larry Fink κατανόησε τα πολύπλοκα παράγωγα που βύθισαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα καλύτερα από τον καθένα. Η πρώιμη καριέρα του εστίαζε στους δομημένους και τους εγγυημένους με ενυπόθηκα πάγια τίτλους, σαν αυτούς που πυροδότησαν την κρίση. Όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης χρειάστηκε μια επιχείρηση για να διαχειριστεί το χαρτοφυλάκιο τοξικών παγίων της Bear Stearns, στράφηκε στην Black Rock – όχι μόνο λόγω του παραστήματος του Fink, αλλά και επειδή απουσίαζε η σύγκρουση συμφερόντων που θα προέκυπτε εάν μια τράπεζα αναλάμβανε τη δουλειά. Ο Timothy Geithner, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Federal Reserve Bank της Νέας Υόρκης προτού γίνει υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ το 2009, διατηρούσε στενή επαφή με τον Fink. Σε ένα διάστημα 18 μηνών, από το 2011 έως το 2012, επικοινωνούσε με τον Fink περισσότερο από ό,τι με οποιοδήποτε άλλο εταιρικό στέλεχος.
Master Class από την Black Rock
Το υψηλό προφίλ της Black Rock στη Wall Street είναι εμφανές μέχρι σήμερα. Όταν, νωρίτερα φέτος, ο Fink συνέταξε μια επιστολή προς άλλους CEOs όπου προειδοποιούσε ότι πρέπει να είναι σε θέση να εξηγήσουν με ποιο τρόπο οι εταιρείες τους συνεισφέρουν στην κοινωνία, έκανε διεθνή πρωτοσέλιδα. Συναντιέται συστηματικά με ηγέτες του κόσμου, όπως τον Ιούλιο που συμμετείχε στο δείπνο που παρέθεσε η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Τερέζα Μέι, στον Αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Η επιτυχία της Black Rock μετά την κρίση μπορεί εύκολα να παραβλεφθεί, ειδικά από τη στιγμή που έχει να ανταγωνιστεί ανασυγκροτημένους από την κυβέρνηση γίγαντες, όπως την JP Morgan Chase & Co. Επιπλέον, οι private equity έχουν αυξήσει σημαντικά το φάσμα των επενδύσεών τους την τελευταία δεκαετία, ενώ εταιρείες τεχνολογίας όπως η Google και η Amazon.com άρχισαν να φλερτάρουν με τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.
Παρά τον έντονο ανταγωνισμό, η ανάπτυξη της Black Rock είναι ένα από τα πιο φανταχτερά παραδείγματα για το πώς μια χρηματοπιστωτική εταιρεία μπορεί να μετατραπεί σε αυτοκρατορία, ακόμα και όταν το σύστημα βρίσκεται σε κρίση. Με την κυβέρνηση Τραμπ να αποσύρει τις δικλίδες ασφαλείας που τέθηκαν σε εφαρμογή μετά την ύφεση του 2008, η δεξιότητα αυτή μπορεί να αποδείξει ξανά την αξία της.