H Ευρώπη είναι το μεγάλο θύμα του ενεργειακού πολέμου
Η Γηραιά Ήπειρος συμπεριφέρθηκε σαν κακομαθημένο... νήπιο και τώρα θα πληρώσει το λάθος της με νέα εποχή λιτότητας – Το σκληρό μέγεθος της ενεργειακής κρίσης σε γραφήματα
Μετά από μια δεκαετία αυστηρής οικονομικής λιτότητας, η Ευρώπη είναι στα πρόθυρα μιας νέας εποχής ενεργειακής λιτότητας.
Η πόλη του Ανόβερου εισήγαγε πρόσφατα αυστηρούς κανόνες εξοικονόμησης ενέργειας που περιλαμβάνουν την περιορισμό της παροχής ζεστού νερού σε δημόσια κτίρια, πισίνες, αθλητικές αίθουσες και γυμναστήρια, την απαγόρευση των κινητών κλιματιστικών, αερόθερμων ή καλοριφέρ, την απενεργοποίηση των δημόσιων σιντριβανιών και τη διακοπή του νυχτερινού ηλεκτροφωτισμού μεγάλων κτιρίων.
Και φυσικά δεν είναι η μόνη: αρκετές χώρες και δημοτικές αρχές σε όλη την Ευρώπη εξετάζουν το ενδεχόμενο να μειώσουν ή να σβήσουν το δημόσιο φωτισμό, ή και να υιοθετήσουν «ενεργειακές απαγορεύσεις κυκλοφορίας», κλείνοντας από νωρίς τις επιχειρήσεις και τις δημόσιες υπηρεσίες. Επίσης, εξετάζονται και πιο δραστικά μέτρα — μεταξύ των οποίων η επιβολή δελτίου φυσικού αερίου στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας όπως ο χάλυβας και η γεωργία.
Αυτά τα μέτρα αποτελούν μέρος ενός σχεδίου μείωσης της ζήτησης για φυσικό αέριο, με τον δυσοίωνο τίτλο Save Gas for a Safe Winter, κατά 15% σε όλη την Ευρώπη από τώρα έως την επόμενη άνοιξη. Προβλέπεται μάλιστα ότι αν η κρίση κλιμακωθεί επικίνδυνα, οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών μπορούν να επιβάλλουν πρόστιμα για μη συμμόρφωση.
Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ αυξάνονται οι φόβοι ότι η μείωση της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου μπορεί να βυθίσει την Ευρώπη σε ενεργειακή κρίση αυτόν τον χειμώνα. Συνολικά, οι εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη βρίσκονται περίπου στο ένα τρίτο των επιπέδων του 2021, κι ενώ αρκετές ευρωπαϊκές χώρες έχουν μειώσει τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, και η ίδια η Ρωσία μειώνει περαιτέρω τις ροές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω του Nord Stream 1, του μεγαλύτερου αγωγού της ηπείρου, επικαλούμενη κυρίως τεχνικά ζητήματα. Μόλις τις προάλλες, επικαλούμενη ανάγκες επισκευής του τεχνικού εξοπλισμού, η Ρωσία ανακοίνωσε μια ακόμη μείωση της ποσότητας φυσικού αερίου που ρέει μέσω του Nord Stream 1, ο οποίος λειτουργεί πλέον με δυναμικότητα μόνο 20%.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι τιμές του φυσικού αερίου να εκτοξευθούν σε αδιανόητα επίπεδα – σχεδόν 10 φορές υψηλότερα από ό,τι πριν από δύο χρόνια. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος έχουν αυξηθεί ανάλογα. Η άνοδος των τιμών της ενέργειας τροφοδοτεί ήδη έναν πληθωρισμό ρεκόρ -αυτή τη στιγμή είναι κοντά στο 9% και αυξάνεται- που συμπιέζει την καταναλωτική δύναμη, βυθίζει χιλιάδες στη φτώχεια και επιβαρύνει δραματικά τη βιομηχανία.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Γερμανία, η οποία εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου. Πράγματι, η γερμανική βιομηχανική παραγωγή συρρικνώνεται για πάνω από τρεις μήνες. Παραδόξως, το 16% των βιομηχανικών γερμανικών εταιρειών έχουν μειώσει την παραγωγή ή έχουν αναστείλει εν μέρει τις δραστηριότητές τους λόγω της αύξησης των τιμών της ενέργειας. Αυτό εξηγεί γιατί τον περασμένο μήνα η Γερμανία έγινε η πρώτη χώρα που κλιμάκωσε την προειδοποίησή της για την τροφοδοσία φυσικού αερίου σε «επίπεδο συναγερμού».
Φαύλος κύκλος στασιμοπληθωρισμού
Η συνδυασμένη επίδραση της αύξησης των τιμών, της υστέρησης της ζήτησης (τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, καθώς η Κίνα επιστρέφει στο lockdown) και της πτώσης της παραγωγής και των επενδύσεων παγώνουν ήδη την ανάπτυξη στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Κι ενώ ιδρύματα όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ, παρά τις σημαντικές καθοδικές αναθεωρήσεις, εξακολουθούν να προβλέπουν ότι το πραγματικό ΑΕΠ στην ΕΕ θα είναι γύρω στο 2,5% φέτος, αρκετοί αναλυτές θεωρούν ότι ακόμη και αυτές οι προβλέψεις είναι υπερβολικά αισιόδοξες.
Ο Carsten Brzeski, Chief Economist της Ευρωζώνης στην ING bank, για παράδειγμα, προβλέπει η Ευρώπη θα περάσει σε ύφεση στο τέλος του έτους καθώς οι υψηλές τιμές μειώνουν την αγοραστική δύναμη.
Επιδεινώνοντας την κατάσταση, η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια ελάχιστα θα βοηθήσει στον περιορισμό του πληθωρισμού, δεδομένου ότι αυτός προκαλείται υπό την επιρροή παραγόντων που βαραίνουν από την πλευρά της προσφοράς. Αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα μειώσει περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα, καθιστώντας πιο δύσκολο για τα κράτη να κινητοποιήσουν τους απαραίτητους πόρους για να μετριάσουν τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης.
Και όσον αφορά το περίφημο πρόγραμμα TPI που εξήγγειλε η ΕΚΤ, με στόχο να βοηθήσει τις χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, το συγκεκριμένο εργαλείο μπορεί να ενεργοποιηθεί μόνο για εκείνες τις χώρες που κρίνονται «οικονομικά βιώσιμες» (μια αμφισβητήσιμη έννοια από μόνη της), παρόλο που η τρέχουσα πολυκρίση αναπόφευκτα θα επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά όλων των ευρωπαϊκών χωρών.
Επιπλέον, παρόλο που η ΕΕ εύλογα πρότεινε να διατηρηθούν σε αναστολή οι δημοσιονομικοί κανόνες για έναν ακόμη χρόνο, αρκετές χώρες, με επικεφαλής τη Γερμανία, ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να επιστρέψουν από το 2024 στη λιτότητα. «Για τη Γερμανία, είναι ξεκάθαρο: δεν θα κάνουμε χρήση της γενικής ρήτρας διαφυγής», δήλωσε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Cristian Lindner, υποστηρίζοντας ότι προτεραιότητα τώρα έπρεπε να είναι η καταπολέμηση του πληθωρισμού. «Θα επιστρέψουμε στο φρένο χρέους. Πρέπει να σταματήσουμε τον εθισμό στα υψηλά χρέη». Για αυτό, πρόσθεσε, «πρέπει να βγούμε από τις επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές μας και τα χρέη, ώστε η κεντρική τράπεζα να έχει τον χώρο να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό με τα μέσα της».
Με δυο λόγια, η Γερμανία φαίνεται ότι σκοπεύει να βυθίσει για άλλη μια φορά την Ευρώπη ακόμη πιο βαθιά στην ύφεση, μέσω μιας εντελώς αυτοκαταστροφικής λιτότητας, όπως ακριβώς έκανε στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η Ευρώπη οδεύει ήδη προς ένα εφιαλτικό σενάριο όπου ο υψηλός πληθωρισμός συνδέεται με χαμηλή ή αρνητική ανάπτυξη. Η λιτότητα απλώς θα έκανε την κακή κατάσταση ακόμα χειρότερη.
Ωστόσο, εάν τα πράγματα είναι άσχημα τώρα, είναι αυτονόητο ότι μια περαιτέρω μείωση στις ροές ρωσικού φυσικού αερίου, οι οποίες εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου της ΕΕ -και πολύ περισσότερο μια ολοκληρωτική παύση- θα είχε εντελώς καταστροφικές συνέπειες, ειδικά αν επέλθει κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όταν η ζήτηση για φυσικό αέριο θα βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο. Η ενέργεια, άλλωστε, είναι κυριολεκτικά η ψυχή της οικονομίας. Είναι αυτό που κρατά τα σπίτια μας φωτισμένα και ζεστά (ή δροσερά) και τα αυτοκίνητα, τις βιομηχανίες, τα σούπερ μάρκετ και τα ηλεκτρονικά μας gadget σε λειτουργία. Χωρίς αυτό, ο πολιτισμός κυριολεκτικά σταματά.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εάν τα ενεργειακά αποθέματα της Ευρώπης δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στη ζήτηση, οι συνέπειες θα είναι αδιανόητες: τα εργοστάσια θα αναγκαστούν να κλείσουν, οι εργαζόμενοι θα απολυθούν και τα νοικοκυριά θα αναγκαστούν να περιορίσουν τη χρήση ηλεκτρισμού και θέρμανσης σε συγκεκριμένες ώρες.
Η Ευρώπη κινδυνεύει να οδηγηθεί σε κοινωνική κατάρρευση. Η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Annalena Baerbock παραδέχτηκε πρόσφατα ότι οι ελλείψεις φυσικού αερίου αυτόν τον χειμώνα «θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν λαϊκές εξεγέρσεις»: ταραχές, λεηλασίες, στρατιωτικό νόμο, πιθανώς και ανατροπή κυβερνήσεων.
Σε μια προσπάθεια να αποτρέψει αυτό το σενάριο της καταστροφής, η ΕΕ ενέκρινε έναν κανονισμό που προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να πληρώσουν τις αποθήκες φυσικού αερίου που διαθέτουν τουλάχιστον στο 80% της χωρητικότητάς τους έως τα τέλη Οκτωβρίου (σήμερα είναι στο 67%). Αυτό, ωστόσο, εξαρτάται από το αν θα υπάρξουν σταθερές ροές φυσικού αερίου τους επόμενους μήνες.
Επιπλέον, ακόμη και αν επιτευχθεί ο στόχος του 80%, δεν αρκεί για να περάσουν οι χώρες ολόκληρο τον χειμώνα χωρίς συνεχείς προμήθειες φυσικού αερίου. Ενώ με την τρέχουσα χωρητικότητα, η ΕΕ θα έχει αρκετό φυσικό αέριο για να φτάσει στα τέλη Νοεμβρίου (υποθέτοντας ότι από την 1η Οκτωβρίου θα ξεκινήσει ο χειμώνας).
Επιπλέον, τα επίπεδα αποθήκευσης και η χωρητικότητα αποθήκευσης διαφέρουν πολύ στην ΕΕ. Σε ορισμένες χώρες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Βουλγαρία και η Κροατία, τα αποθέματά τους θα εξαντληθούν έως τον Δεκέμβριο ακόμη και αν γεμίσουν πλήρως τις αποθήκες τους (ενώ άλλες υστερούν σοβαρά στην πλήρωση των δεξαμενών). Η Γερμανία παραμένει η πιο εκτεθειμένη.
Παρά το γεγονός ότι διαθέτει μακράν τις μεγαλύτερες δεξαμενές αποθήκευσης στην Ευρώπη, η εγχώρια ζήτηση για φυσικό αέριο είναι εξίσου μεγάλη και οι δεξαμενές της φτάνουν μόνο για 108 ημέρες κατανάλωσης. Οι γεμάτες δεξαμενές της Γερμανίας θα στεγνώσουν στις 16 Φεβρουαρίου και καθώς επί του παρόντος είναι γεμάτες μόνο κατά το 67%, θα αδειάσουν το Δεκέμβρη αν η Ρωσία κλείσει αύριο το φυσικό αέριο.
Γενικά είναι πολύ απίθανο η Ευρώπη να επιβιώσει από την πλήρη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου. Ενώ ορισμένες χώρες μπορούν να υποκαταστήσουν επιτυχώς τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου με εναλλακτικές, αν και πιο ακριβές, πηγές φυσικού αερίου – όπως το LNG – άλλες, πρωτίστως η Γερμανία, εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ρωσικές εισαγωγές.
Μια Γηραία Ήπειρος που συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο… νήπιο
Τελικά η Ευρώπη το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ελπίζει στην καλή θέληση του Πούτιν, για να βγάλει το χειμώνα. Ωστόσο, ο ηγέτης της Ρωσίας δεν είναι ο μόνος που ευθύνεται για την τρέχουσα δύσκολη θέση των ευρωπαίων πολιτών.
Εάν σήμερα βρισκόμαστε στο χείλος της καταστροφής και αντιμετωπίζουμε ήδη τεράστια οικονομική δυσπραγία, η ευθύνη βαραίνει καθαρά τους ώμους των ευρωπαίων ηγετών. Αν βάλουμε στη μία πλευρά το γεγονός ότι η διεξαγωγή ενός «απόλυτου οικονομικού και χρηματοπιστωτικού πολέμου» ενάντια σε μια περιφερειακή δύναμη με πυρηνικά όπλα που μοιράζεται περισσότερα από 2.000 χιλιόμετρα σύνορα με την Ευρώπη δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί έξυπνη κίνηση, ήταν ολοφάνερο ότι η διακοπή των οικονομικών σχέσεων Ευρώπης Ρωσίας θα έβλαπτε πολύ περισσότερο την Ευρώπη από τη Ρωσία, δεδομένης της εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο.
Πράγματι, οι Ευρωπαίοι ηγέτες το παραδέχτηκαν έμμεσα όταν απέκλεισαν τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από το καθεστώς κυρώσεων. Υπάρχει κάτι παθολογικά νηπιακό στη συμπεριφορά των Ευρωπαίων ηγετών: τους αρέσει να τριγυρνούν στην παγκόσμια σκηνή και να κάνουν μεγαλειώδεις ομιλίες σχετικά με τη «δημοκρατία που στέκεται απέναντι στην αυτοκρατορία», και όμως δεν φαίνεται να γνωρίζουν τις πραγματικές συνέπειες των λόγων τους.
Το ζήτημα των ρωσικών προμηθειών φυσικού αερίου είναι μια αντιπροσωπευτική περίπτωση. Στην αρχή της σύγκρουσης, η ΕΕ, η οποία πριν από τον πόλεμο λάμβανε περίπου το 40% του φυσικού αερίου της από τη Ρωσία, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μειώσει αυτές τις εισαγωγές φυσικού αερίου κατά τα δύο τρίτα μέχρι το τέλος του έτους και να καταργήσει εξ ολοκλήρου τις αγορές ρωσικού φυσικού αερίου έως το 2027. Πράγματι, τους τελευταίους έξι μήνες οι ευρωπαίοι ηγέτες καυχώνται ότι απεξαρτώνται από το ρωσικό αέριο για να «χτυπήσουν τον Πούτιν εκεί που πονάει περισσότερο».
Ταυτόχρονα όμως γκρινιάζουν για τον πληθωρισμό και την άνοδο των τιμών -τι νόμιζαν ότι θα συνέβαινε- και κυριεύτηκαν από πανικό και ηθική οργή όταν η Gazprom ανακοίνωσε ότι θα περικόψει τις ροές φυσικού αερίου της προς την Ευρώπη.
Η Ρωσία χρησιμοποιεί το φυσικό αέριο ως όπλο εκβιασμού στη διαπάλη της με την Ευρώπη; Φυσικά και το χρησιμοποιεί.
Αλλά πρόκειται για ένα παιχνίδι που δεν ξεκίνησε η Μόσχα αλλά οι Ευρωπαίοι.
Ίσως νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να εμπλακούν σε μονομερή ενεργειακό πόλεμο με τη Ρωσία, με τον δικό τους ρυθμό και με τους δικούς τους όρους, (γι’ αυτό απέκλεισαν τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από το καθεστώς κυρώσεων), χωρίς η άλλη πλευρά να τους αντεπιτεθεί. Για να γίνουν τα πράγματα ακόμα πιο γκροτέσκο, όχι μόνο ο πόλεμος φυσικού αερίου που ξεκίνησε η Ευρώπη απέναντι στη Ρωσία δεν την εξασθένισε, αλλά αντίθετα τη βοήθησε να αυξήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα, λόγω της αύξησης των τιμών των ενέργειας.
Όσο βάρβαρος κι αν είναι ο πόλεμος του Πούτιν, η επιβίωση εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών θυσιάζεται στο βωμό της ανικανότητας των ηγεσιών τους.
Τρία γραφήματα που αποτυπώνουν το μέγεθος της ενεργειακής κρίσης
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια άνευ προηγουμένου ενεργειακή κρίση που ωθεί την οικονομία πιο κοντά σε ύφεση και θέτει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τις φιλοδοξίες της περιοχής για την κλιματική αλλαγή.
Το CNBC ρίχνει μια ματιά στο πώς η Ρωσία, με επικεφαλής τον Πρόεδρο Πούτιν, συμπιέζει τις προμήθειες φυσικού αερίου στην Ευρώπη και τι σημαίνει αυτό για το μέλλον.
Η Ρωσία μειώνει τις προμήθειες
Η Ρωσία έχει μειώσει σημαντικά τις ροές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη από τότε που οι δυτικές χώρες επέβαλαν σκληρές κυρώσεις στο Κρεμλίνο μετά την εισβολή της στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου.
Η Μόσχα αρνείται ότι χρησιμοποιεί φυσικό αέριο ως όπλο, αλλά οι Ευρωπαίοι διαμαρτύρονται ότι η Gazprom, η κρατική ενεργειακή εταιρεία της Ρωσίας, δεν είναι πλέον αξιόπιστος πάροχος.
Οι μειωμένες προμήθειες φυσικού αερίου από τη Ρωσία αποτελούν πρόβλημα για τα κράτη της ΕΕ, δεδομένου ότι συνήθιζε να εισάγει περίπου το 40% των αποθεμάτων φυσικού αερίου της από τη χώρα.
Τα δεδομένα από το Nord Stream, τον αγωγό που συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία, επιβεβαιώνουν ότι υπάρχουν λιγότεροι όγκοι φυσικού αερίου που κατευθύνονται δυτικά.
Μόνο την περασμένη εβδομάδα, οι προμήθειες μέσω του Nord Stream 1 μειώθηκαν στο 20% από 40% με την Gazprom να επικαλείται προβλήματα συντήρησης.
Ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Robert Habeck είπε ότι η τεχνική δικαιολογία της Gazprom ήταν μια «φάρσα».
Οι προμήθειες είχαν διακοπεί για λίγο πριν από την τελευταία μείωση, με τις εργασίες συντήρησης να ολοκληρώνονται μεταξύ 11 Ιουλίου και 21 Ιουλίου.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον εκτελεστικό βραχίονα της ΕΕ, 12 κράτη μέλη υποφέρουν ήδη από τις μειωμένες ροές φυσικού αερίου και μερικά άλλα έχουν αποκοπεί πλήρως.
Ανώτατοι αξιωματούχοι της ΕΕ λένε ότι η Ρωσία «εκβιάζει» την Ευρώπη και «εξοπλίζει» τις προμήθειες φυσικού αερίου της. Η Μόσχα έχει επανειλημμένα αρνηθεί τις κατηγορίες.
«Πρέπει να είμαστε έτοιμοι, μπορεί να υπάρξει πλήρης αναστάτωση στο εγγύς μέλλον, και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έχουμε ένα σχέδιο σε εφαρμογή», δήλωσε στο CNBC την περασμένη εβδομάδα ο Kadri Simson, επίτροπος ενέργειας της Ευρώπης.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανησυχούν για την πλήρη διακοπή των προμηθειών, ιδίως επειδή πολλές βιομηχανίες χρησιμοποιούν το εμπόρευμα ως πρώτη ύλη στη διαδικασία παραγωγής τους.
Στο πλαίσιο αυτό, έχουν γίνει προσπάθειες αναζήτησης εναλλακτικών προμηθευτών και διαφορετικών πηγών ενέργειας.
Ωστόσο, αυτή η μετάβαση είναι ένα δύσκολο έργο που είναι αδύνατο να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η Επιτροπή ζήτησε από τα έθνη της ΕΕ να έχουν έναν ελάχιστο στόχο αποθήκευσης 80% έως τον Νοέμβριο.
Τον Ιούνιο, τα επίπεδα πλήρωσης αερίου ήταν λίγο πάνω από το 56%, σύμφωνα με την Κομισιόν.
Οι τιμές του φυσικού αερίου εκτινάσσονται στα ύψη
Οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί δραματικά στον απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και ακόμη και νωρίτερα όταν η Ρωσία άρχισε να περιορίζει τις ροές.
Υπάρχουν ανανεωμένες πιέσεις τιμών κάθε φορά που η Ρωσία μειώνει τις προμήθειες της στην Ευρώπη δεδομένου του πόσο σημαντικό είναι το εμπόρευμα για αρκετούς τομείς και δεδομένης της έλλειψης εναλλακτικών λύσεων στα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
Ο Salomon Fiedler, οικονομολόγος στο Berenberg, σημείωσε ότι οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη είναι «υπερβολικά πιο ακριβές» τώρα σε σύγκριση με τον μέσο όρο τιμών 2015-2019.
«Σε ένα κανονικό έτος, η ΕΕ μπορεί να χρησιμοποιεί περίπου 4,3 δισεκατομμύρια μεγαβάτ ανά ώρα (MWh) φυσικού αερίου.
Έτσι, εάν οι τιμές είναι υψηλότερες κατά 100 ευρώ ανά MWh για ένα έτος και η ΕΕ έπρεπε να πληρώσει αυτές τις τιμές αντί να επωφεληθεί από ορισμένες μακροπρόθεσμες συμβάσεις σταθερής τιμής, το κόστος θα αυξηθεί κατά περίπου 430 δισεκατομμύρια ευρώ (437 δισεκατομμύρια δολάρια) – που ισοδυναμεί με 3% του ΑΕΠ της ΕΕ για το 2021», είπε.
Οι υψηλότερες τιμές στη συνέχεια φθάνουν φυσικά στους λογαριασμούς ενέργειας εταιρειών και ιδιωτών σε ολόκληρη την Ένωση.
«Οι ευρωπαϊκές τιμές αναφοράς του φυσικού αερίου στην Ολλανδία (TTF) αυξήθηκαν κατά 15% σε σχεδόν 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα, καθώς οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας υποβάλλουν προσφορές για εναλλακτικές προμήθειες, εγείροντας ανησυχίες ότι οι καταναλωτές και η βιομηχανία θα δυσκολευτούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ενέργειας και ότι θα υπάρξει μια χειμερινή ύφεση», ανέφεραν αναλυτές του ομίλου Eurasia.
Οι προσδοκίες για την ανάπτυξη γκρεμίστηκαν
Με τις προμήθειες μειωμένες και τις τιμές υψηλότερες, η κρίση φυσικού αερίου κλονίζει τις οικονομικές προοπτικές της Ευρώπης.
Η τελευταία μέτρηση για την ανάπτυξη της ευρωζώνης, την Παρασκευή, έδειξε το ΑΕΠ στο +0,7% το δεύτερο τρίμηνο — πάνω από τις προσδοκίες της αγοράς. Αλλά όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι τιμολογούν μια ύφεση για το 2023.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσε νωρίτερα αυτό το μήνα ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί 2,7% φέτος και 1,5% το επόμενο έτος.
Ωστόσο, είπε επίσης ότι η πλήρης διακοπή των προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία θα μπορούσε να προκαλέσει ύφεση αργότερα το 2022.
«Οι υψηλότερες τιμές του φυσικού αερίου αυξάνουν το κόστος των επιχειρήσεων και συμπιέζουν τους προϋπολογισμούς των καταναλωτών, αφήνοντάς τους λιγότερα χρήματα για να ξοδέψουν σε άλλα αγαθά και υπηρεσίες.
Ως αποτέλεσμα, αναμένουμε ότι η ευρωζώνη θα πέσει σε ύφεση αυτό το φθινόπωρο με υψηλό πληθωρισμό», δήλωσε ο Fiedler.