Οι ευρωπαϊκές μετοχές υποχωρούν μετά την αναπάντεχη απόφαση της Τράπεζας της Αγγλίας
Ο δείκτης αναφοράς Stoxx 600 σημείωσε πτώση 0,8% στον απόηχο της ανακοίνωσης για αύξηση επιτοκίων κατά 50μ.β.
Οι ευρωπαϊκές αγορές διαπραγματεύονται χαμηλότερα την Πέμπτη, καθώς η Τράπεζα της Αγγλίας επέλεξε μια πιο επιθετική αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης από ότι αναμενόταν.
Ο δείκτης αναφοράς Stoxx 600 σημείωσε πτώση 0,8% στον απόηχο της ανακοίνωσης το μεσημέρι ώρα Λονδίνου, περιορίζοντας ελαφρώς τις προηγούμενες απώλειες άνω του 1%. Τα αυτοκίνητα σημείωσαν πτώση 1,8%, καθώς οι τράπεζες υποχώρησαν 1,7%. Ο δείκτης έχει σημειώσει πτώση και στις τρεις συνεδρίες μέχρι στιγμής αυτή την εβδομάδα.
Ο βρετανικός δείκτης FTSE 100 διαπραγματεύεται στις 7497.07 μονάδες αρνητικός κατά 0,82%. Ο γερμανικός δείκτης DAX διαπραγματεύεται πτωτικά κατά 0,46%, στις 15950 μονάδες. Ο γαλλικός δείκτης CAC 40 διαπραγματεύεται πτωτικά κατά 0,88%, στις 7197.38 μονάδες. Ο ιταλικός δείκτης FTSE MIB διαπραγματεύεται στις 27409.47 μονάδες μειωμένος κατά 0,72%, ενώ ο ισπανικός δείκτης IBEX 35 βρίσκεται στις 9346.9 μονάδες αρνητικός κατά 0,95%.
Οι αναλυτές ήταν διχασμένοι σχετικά με το εάν η BOE θα αυξήσει το επιτόκιο πολιτικής κατά 25 ή 50 μονάδες βάσης, αν και η πλειοψηφία ευνοούσε την πρώτη εκτίμηση.
Σημειώνεται ότι η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής ψήφισε 7-2 υπέρ της αύξησης του τραπεζικού επιτοκίου στο 5% για την αντιμετώπιση του πεισματικά υψηλού πληθωρισμού του Ηνωμένου Βασίλειου. Ο δείκτης FTSE 100 σημείωσε μικρή μεταβολή σε συνέχεια της ανακοίνωσης οδεύοντας χαμηλότερα κατά 0,9%.
Οι αποδόσεις των βρετανικών ομολόγων αυξήθηκαν κατά 2 μονάδες βάσης έναντι του 10ετούς τίτλου του οποίου η απόδοση μειώθηκε κατά 2 μονάδες βάσης.
Σημειώνεται ότι η απόφαση ήρθε λίγο μετά την ανακοίνωση απο την Ελβετική Εθνική Τράπεζα που επίσης ανακοίνωσε άνοδο των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, την πέμπτη συνεχόμενη άνοδό της, το πρωί της Πέμπτης.
Ο Τόμας Τζόρνταν, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας της Ελβετίας, δήλωσε στο CNBC ότι η νομισματική πολιτική εξακολουθεί να μην είναι αρκετά αυστηρή για να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών τα επόμενα χρόνια.