Εκλογές 2023: Κρέμονται από μια κλωστή πρωτιά και αυτοδυναμία – Με αέρα νικητή η ΝΔ αλλά καραδοκούν το λάθος ή η γκάφα της τελευταίας στιγμής
Οι προειδοποιήσεις Στουρνάρα και η παγίδα της παροχολογίας - Οι διεθνείς οίκοι και οι προβλέψεις τους για κυβέρνηση συνεργασίας - Γιατί δεν κινδυνεύουν δημοσιονομική σταθερότητα και επενδυτική βαθμίδα!
Με τη βεβαιότητα που προκύπτει από όλες τις δημοσκοπήσεις ότι η Νέα Δημοκρατία θα αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις εκλογές της επόμενης Κυριακής αλλά με πολλά ερωτηματικά αν η πρωτιά μπορεί να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία ακόμη και στην περίπτωση των επαναληπτικών εκλογών, η χώρα εισέρχεται στην τελευταία προεκλογική εβδομάδα.
Το μόνο που θα μπορούσε να ανατρέψει έστω και μερικώς την εκτίμηση αυτή, είναι το ενδεχόμενο να υπάρξει ένα βαρύνουσας σημασίας λάθος της τελευταίας στιγμής από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας.
Επ αυτού βεβαιότητες δεν υπάρχουν μετά τα τελευταία κρούσματα των προηγούμενων ημερών που αφορούν το ζήτημα των παρακολουθήσεων όσο και την αποκάλυψη των δηλώσεων Σκέρτσου για τις γερμανικές αποζημιώσεις.
Αν και οι δύο υποθέσεις διαφέρουν μεταξύ τους, υπάρχουν ορισμένα κοινά στοιχεία που επιδρούν στο εκλογικό κλίμα και αγγίζουν ευαίσθητες πλευρές του θυμικού των ψηφοφόρων.
Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, όπως αναγνώρισε έστω και με μισόλογα ο Κυριάκος Μητσοτάκης επηρεάζει εκείνη την πλευρά των κεντρώων ψηφοφόρων που συντάχθηκαν με τη ΝΔ το 2019 και τώρα προβληματίζονται για τη σταθερή προσήλωση της κυβερνώσας παράταξης στους θεσμούς και στις μεταπολιτευτικές δημοκρατικές σταθερές του τόπου.
Γκάφα ολκής
Παράλληλα η άνευ λόγου και αιτίας παρέμβαση του κυβερνητικού εκπροσώπου για το αίτημα περί των γερμανικών αποζημιώσεων και η αρχική δήλωση του πως «αυτά τα θέματα ανήκουν στο παρελθόν, εμείς κοιτάμε στο μέλλον», ενόχλησε πολλούς πολίτες που ανήκουν σε όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος , έστω και αν κάποιοι δήθεν νεωτεριστές πολιτικοί άλλα νομίζουν.
Η άμεση σχεδόν αναδίπλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου, έδειξε ότι στην κυβέρνηση υπάρχουν αντανακλαστικά , αλλά η ζημία ήδη καταγράφηκε.
Είναι γεγονός ότι τις τελευταίες προεκλογικές εβδομάδες οι ψηφοφόροι «βομβαρδίζονται» κυριολεκτικά από πλήθος κάθε λογής ειδήσεων, πληροφοριών και φημών που δημιουργούν σύγχυση και δυσκολεύουν στην τελική κρίση όσων προσπαθούν να παραμείνουν ψύχραιμοι, πέρα από φανατισμούς , ιδεοληψίες και δόγματα.
Το γιατί συμβαίνει αυτό , μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο από εκείνους που γνωρίζουν να διαβάζουν καλά πίσω από τις γραμμές.
Τα κυρίαρχα κόμματα πολλές φορές αναγκάζονται να εφευρίσκουν διαφορές ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν, έτσι ώστε να προσποριστούν στις κάλπες τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη.
Εύκολα όμως μπορεί να διαπιστωθεί ότι οι προβαλλόμενες διαφορές , στις διαστάσεις που δίνονται δεν υπάρχουν , αυτό παραδέχονται αντικειμενικοί κατά βάση παρατηρητές των εξελίξεων , όπως είναι οι διεθνείς οίκοι.
Όσοι επιχειρούν τις επίπεδες προσεγγίσεις παραβλέπουν ένα σημαντικό παράγοντα , που αποτελεί ζητούμενο για τα τρία – τουλάχιστον – μεγάλα πολιτικά κόμματα.
Η πολιτική σταθερότητα για τα επόμενα έτη δεν έχει τόσο σχέση με τον αριθμό των βουλευτών που θα συγκροτήσει την επόμενη κυβερνητική πλειοψηφία αλλά για το πρόγραμμα που θα κληθεί αυτή να υπηρετήσει.
Η παγίδα του φθινοπώρου
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να αντιμετωπιστούν και οι δύο τελευταίες παρεμβάσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η προεκλογική παροχολογία εκτός των πλαισίων που τίθενται από τα ευρωπαϊκά παραδεδεγμένα για την ελληνική οικονομία δημιουργεί εκ των προτέρων κλίμα, που μπορεί να λειτουργήσει ως μπούμερανκ για την επόμενη κυβέρνηση εφόσον αθετήσει προεκλογικές διακηρύξεις πράγμα που θα έχει άμεσες επιπτώσεις στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές του φθινοπώρου.
Υπάρχει δηλαδή ο κίνδυνος όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών, όποια κυβέρνηση και αν προκύψει από αυτές, να υπάρξει ένα υπόγειο ρεύμα αμφισβήτησης από τους πρώτους μήνες τη θητείας της , υπονομεύοντας έτσι άμεσα το μέλλον της.
Ίσως αυτό το ενδεχόμενο να δικαιολογεί και τις πιρουέτες στις οποίες σχεδόν επί καθημερινής βάσεως επιδίδονται τα κόμματα , αποφεύγοντας σκοπίμως να διασαφηνίσουν τις θέσεις τους.
Θα μπει το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση
Ορισμένες ενδιαφέρουσες πτυχές των αυριανών εξελίξεων στην οικονομία και την αγορά επιχειρούν να αναδείξουν στις εκθέσεις τους οι διεθνείς οίκοι που παρακολουθούν στενά τις εγχώριες εξελίξεις.
Morgan Stanley, Goldman Sachs και ο Fitch εκτιμούν πως οι εκλογές αποτελούν έναν παράγοντα αβεβαιότητας, που μπορεί να καθυστερήσει λίγο την επενδυτική βαθμίδα, αλλά δεν θα τη ματαιώσει.
Αντίθετα προβλέπουν ότι η Ελλάδα θα έχει ισχυρότερη ανάπτυξη από την υπόλοιπη Ευρωζώνη, θα συνεχίσει να βελτιώνει τη δημοσιονομική θέση της, έστω και αν η Fitch θεωρεί πως κάποιες εκτιμήσεις του Προγράμματος Σταθερότητας που κατέθεσε η κυβέρνηση της ΝΔ , είναι μάλλον αισιόδοξες.
Σε ό,τι αφορά το πολιτικό τοπίο, τόσο η Morgan Stanley όσο και η Goldman Sachs εκτιμούν ότι, λόγω του εκλογικού νόμου, το πιο πιθανό είναι να υπάρξουν δύο γύροι εκλογών.
Η Goldman μάλιστα αναφέρει πως η Ν.Δ. θα μπορούσε να έχει κίνητρο να πιέσει για δεύτερο γύρο, προκειμένου να επιτύχει αρκετές έδρες ώστε να λάβει αυτοδυναμία ή, τουλάχιστον, να αποκτήσει μεγαλύτερη δύναμη σε ενδεχόμενο κυβερνητικό συνασπισμό. Κατά την ίδια, ωστόσο, μία κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται πιθανή, με τους ηγέτες των δύο κομμάτων να έχουν τονίσει τις διαφορές τους.
Στο σημείο αυτό κάνει και μια επισήμανση: Μόνο εάν το ΠΑΣΟΚ λάβει ισχυρή εκλογική υποστήριξη, είναι πιθανή μια κυβέρνηση συνεργασίας των δύο κομμάτων, υποστηρίζει.
Από την πλευρά της, η Morgan Stanley σημειώνει πως, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, τα πιο πιθανά σενάρια «δείχνουν» κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είτε μόνη της είτε σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, έπειτα από τις δεύτερες κάλπες, ενώ μία συνεργασία μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ φαίνεται δυνατή, αλλά λιγότερο πιθανή.
«Σε κάθε περίπτωση, με το Ταμείο Ανάκαμψης να κρατάει υπό έλεγχο πολλές μεταρρυθμίσεις-κλειδιά μέχρι το 2026, είναι απίθανο να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική μετά τις κάλπες», όπως υπογραμμίζει.
Πότε έρχεται η επενδυτική βαθμίδα
Κατά τη Morgan Stanley, οι εκλογές ουσιαστικά μεταφέρουν για (αρκετά) αργότερα την επενδυτική βαθμίδα.
Ενώ η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ξεκάθαρη πορεία προς αυτήν, οι οίκοι αξιολόγησης θα περιμένουν να διευθετηθεί η πολιτική αβεβαιότητα πριν αναθεωρήσουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, όπως επισημαίνει, κάτι που θα πάρει χρόνο.
Έτσι, διατηρεί την άποψή της πως η Ελλάδα θα μπορέσει να το πετύχει στο πρώτο εξάμηνο του 2024, ωστόσο βλέπει πιθανότητα το «ορόσημο» αυτό να ανακτηθεί νωρίτερα, το δεύτερο εξάμηνο του 2023, εάν υπάρξουν θετικές εκπλήξεις από το μέτωπο της ανάπτυξης.
H Goldman Sachs επισημαίνει πως το αποτέλεσμα των γενικών εκλογών θα είναι σημαντικό για την επιτάχυνση της εφαρμογής του Ταμείου Ανάκαμψης και τη διασφάλιση της ανάπτυξης μακροπρόθεσμα μέσω της συσσώρευσης κεφαλαίων.
Το πρόγραμμα σταθερότητας είναι αισιόδοξο σε ό,τι αφορά κάποιες προβλέψεις, ενώ δεν λαμβάνει υπόψη τις προεκλογικές παροχές, παρατηρεί από την πλευρά της η Fitch.
Πάντως, ενισχύει την άποψή της ότι ο δείκτης χρέους θα συνεχίσει να μειώνεται μεσοπρόθεσμα και υπογραμμίζει την ευρεία δέσμευση στη δημοσιονομική σύνεση.
Ειδικότερα αναφέρει πως οι δημοσιονομικές προβλέψεις μπορεί να αποδειχθούν αισιόδοξες, και αυτό έχει ως αιτία εν μέρει το ότι η εκτίμηση για ανάπτυξη 2,3% φέτος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αναμενόμενη αύξηση των επενδύσεων, η οποία συμβάλλει κατά 1,8% στο ΑΕΠ.
Η Fitch επισημαίνει επίσης πως ο εκτεταμένος πολιτικός κύκλος θα μπορούσε να καθυστερήσει τις εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, επιβαρύνοντας την ανάπτυξη.