Κωνσταντίνος Μίχαλος: Η πανδημία και οι δημοσιονομικές προκλήσεις
Την περασμένη εβδομάδα δημοσιοποιήθηκε η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, για το β’ τρίμηνο του 2020. Όπως αποτυπώνεται στην έκθεση στο επτάμηνο Ιανουαρίου - Ιουλίου σημειώθηκε πρωτογενές έλλειμμα 7,7 δισ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος 1 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2019. Πρόκειται, δηλαδή, για μια επιδείνωση της τάξης των 8,7 δισ. ευρώ, η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος της οφείλεται στην εφαρμογή των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.
Η επιδείνωση αυτή, που ήταν σε έναν βαθμό αναμενόμενη, μπορεί να μην έχει σοβαρή επίπτωση βραχυπρόθεσμα, αφού οι δημοσιονομικοί στόχοι σε όλη την Ευρωζώνη και στην Ελλάδα έχουν τεθεί σε αναστολή, εξαιτίας της πανδημίας.
Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί εφησυχασμό. Η επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης, σε συνδυασμό με την ύφεση που θεωρείται αναπόφευκτη, ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα μεσοπρόθεσμα, επηρεάζοντας αρνητικά τον λόγο του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι, αν θέλουμε να διασφαλίσουμε τη φερεγγυότητα της χώρας και να διατηρήσουμε ευνοϊκούς όρους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, θα πρέπει να υπάρξει από τώρα σχέδιο για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Η ανάγκη επιστροφής σε συνετές δημοσιονομικές θέσεις μετά το 2021 επισημαίνεται άλλωστε και στην πρόσφατη επιστολή των αρμοδίων Ευρωπαίων Επιτρόπων προς τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης, ενόψει της κατάθεσης των προσχεδίων προϋπολογισμών για το επόμενο έτος. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, αναγνωρίζεται η ανάγκη για μέτρα στήριξης και το 2021, υπάρχει όμως σαφής προειδοποίηση όσον αφορά τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους και την επιστροφή στους δημοσιονομικούς στόχους μετά την κρίση.
Προφανώς η στήριξη της πραγματικής οικονομίας και των πολιτών που πλήττονται από μια πρωτοφανή κρίση εξακολουθεί να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα. Η πανδημία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και είναι βέβαιο ότι θα απαιτηθεί παράταση κάποιων μέτρων ή και νέες παρεμβάσεις από την πλευρά της κυβέρνησης. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στο επτάμηνο του 2020 η χώρα εισέπραξε από τον τουρισμό 8 δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, για να αντιληφθεί το μέγεθος των άμεσων και παράπλευρων επιπτώσεων στην οικονομία και στην απασχόληση, αλλά και την ανάγκη για μέτρα ενίσχυσης.
Είναι σημαντικό, ωστόσο, τα μέτρα αυτά να είναι στοχευμένα και να περιλαμβάνουν και παρεμβάσεις οι οποίες επιδρούν θετικά στο ΑΕΠ, όπως είναι οι δημόσιες επενδύσεις. Θα πρέπει, επίσης, να συνοδεύονται από κινήσεις εξοικονόμησης δαπανών και στήριξης των δημοσίων εσόδων, για παράδειγμα μέσω της περαιτέρω ενίσχυσης της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και της διεύρυνσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Η μεγαλύτερη, ωστόσο, πρόκληση είναι η μεγέθυνση του «παρονομαστή», μέσα από τη δημιουργία συνθηκών ταχύτερης επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας. Κρίσιμο ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση θα έχει η γρήγορη και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια από την κυβέρνηση, ώστε να αλλάξουν οι ταχύτητες που χαρακτηρίζουν τη δημόσια διοίκηση και τόσο η κατανομή, όσο και η απορρόφηση των πόρων να γίνει γρήγορα και μέσα στα στενά χρονοδιαγράμματα που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Εξίσου απαραίτητο είναι να δοθεί έμφαση σε προγράμματα που μπορούν να κινητοποιήσουν μεγάλου ύψους ιδιωτικά κεφάλαια, πολλαπλασιάζοντας με αυτό τον τρόπο τους πόρους που κατευθύνονται στην οικονομία.
Η διαχείριση της πανδημίας αναδεικνύεται σε δύσκολη πρόκληση για όλη την Ευρώπη και ακόμη περισσότερο για μια χώρα με τα περιορισμένα δημοσιονομικά περιθώρια της Ελλάδας. Πρέπει όμως να την κερδίσουμε, χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο τη σταθερότητα και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στην επόμενη μέρα. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, απαιτείται σύνεση, συναίνεση και αποτελεσματικότητα.