Κωνσταντίνος Μίχαλος: Νέος ρόλος για την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα
Η κρίση της πανδημίας βρήκε την Ελλάδα σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη συγκυρία, κατά την οποία η χώρα επιχειρούσε να αφήσει πίσω της την προηγούμενη οικονομική κρίση και να δημιουργήσει τις βάσεις για τη μελλοντική της πορεία. Ο σχεδιασμός αυτός ανατρέπεται, καθώς προτεραιότητα σήμερα αποτελεί η έξοδος από μια ύφεση που θα δοκιμάσει τις αντοχές της κοινωνίας.
Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας δεν μπορεί να στηριχθεί στις υφιστάμενες δομές και μηχανισμούς. Αντίθετα, σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι απαραίτητο να προχωρήσει και να επιταχυνθεί η προσπάθεια ανασυγκρότησης του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, κάτι που απαιτεί –πέρα από θεσμικές μεταρρυθμίσεις– σημαντικές επενδύσεις σε παραγωγικούς κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία και εξωστρεφή προσανατολισμό.
Όμως, η ευρύτερη κινητοποίηση του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα προσκρούει στην προβληματική κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, το οποίο έχει συρρικνωθεί σημαντικά λόγω των πληγμάτων που υπέστη στη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης. Οι αργοί ρυθμοί βελτίωσης που έχουν επιτευχθεί μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα στον τομέα της μείωσης του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και, γενικότερα, της εξυγίανσης του χαρτοφυλακίου των τραπεζών, υπογραμμίζουν τις δυσκολίες αναβάθμισης της συμβολής τους στη στήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων. Το πρόβλημα, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα έντονο για τις ΜΜΕ, που έχουν περιορισμένη πρόσβαση στις πηγές χρηματοδότησης.
Χρειαζόμαστε, επομένως, νέους τρόπους να χρηματοδοτήσουμε έξυπνες, συνεκτικές και διατηρήσιμες επενδύσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η ύπαρξη σωστά σχεδιασμένων δημόσιων αναπτυξιακών τραπεζών μπορεί να δώσει τη λύση. Δημόσιοι εθνικοί θεσμοί, όπως η KfW της Γερμανίας, ή πολυμερείς οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, που δεν υπόκεινται σε πιέσεις για εξασφάλιση βραχυχρόνιων οφελών και προσεγγίζουν τους κινδύνους και τις αποδόσεις με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με θεσμούς του ιδιωτικού τομέα, μπορούν να εξασφαλίσουν μακροχρόνιο δανεισμό υποστηρίζοντας ευρύτερους κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους. Ιδιαίτερη μπορεί να είναι, μάλιστα, η συμβολή τους στη χρηματοδότηση επενδύσεων σε καινοτομικούς τομείς, όπου ο ιδιωτικός τομέας συχνά αποφεύγει να δεσμεύσει κεφάλαια.
Στην Ελλάδα, με το ν. 4608/25-06-2019, έχει συσταθεί η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, η οποία όμως, με την υφιστάμενη μορφή της, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις τρέχουσες ανάγκες της οικονομίας. Είναι για τον σκοπό αυτό αναγκαία η μετεξέλιξη και ο μετασχηματισμός της,ώστε να καταστεί εφικτός ο συντονισμός δημόσιων επενδυτικών πρωτοβουλιών σε στοχευμένες κατευθύνσεις.
Ειδικότερα, σε μελέτη που έχει καταθέσει το ΕΒΕΑ στα αρμόδια υπουργεία, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα προτείνεται να αναλάβει τη διαχείριση του χρηματοδοτικού πακέτου που θα λάβει η χώρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να στηρίξει στόχους όπως: η επιχειρηματική μεγέθυνση, ώστε να αντιμετωπιστεί ο κατακερματισμός της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας, η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας, η κάλυψη του ελλείμματος καινοτομίας, καθώς και η ενίσχυση επενδύσεων σε εξωστρεφείς κλάδους, όπως η μεταποίηση, η πράσινη ενέργεια, οι μεταφορές και η εφοδιαστική αλυσίδα, ο αγροδιατροφικός τομέας και ο τουρισμός, με την ανάδειξη εναλλακτικών μορφών.
Η Δημόσια Αναπτυξιακή Τράπεζα θα αναλάμβανε την αξιοποίηση αυτών των κεφαλαίων, επιδιώκοντας κυρίως να μεγιστοποιήσει τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, στο πλαίσιο σχημάτων σύμπραξης που θα μπορούσε να προωθήσει. Θα μπορούσε, επίσης, να λειτουργήσει ως «ανταγωνιστικός» πόλος σε σχέση με τις συστημικές εμπορικές τράπεζες της χώρας, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός ευνοϊκότερου περιβάλλοντος χρηματοδότησης για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Μετά από δύο διαδοχικές κρίσεις, την κρίση χρέους και την πανδημία, η ελληνική οικονομία είναι έτοιμη για μία επανεκκίνηση. Χρειάζεται στήριξη. Η αναπτυξιακή χρηματοδότηση έχει καθοριστική σημασία σε αυτή την προσπάθεια. Ήρθε η ώρα των αποφάσεων.