Κωνσταντίνος Μίχαλος: Η ανανεώσιμη ενέργεια και το τέλος του λιγνίτη

13/07/2020, 11:27
1

Στην εποχή της κλιματικής αλλαγής, την οποία βιώνουμε βιαίως σε παγκόσμιο επίπεδο (κλιματικοί πρόσφυγες, λιώσιμο των πάγων, άνοδος της στάθμης της θάλασσας κ.τ.λ.), η στροφή σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) αποτελεί μονόδρομο, τόσο για τον περιορισμό του φαινομένου της υπερθέρμανσης του πλανήτη όσο και για την επιβίωση των ιδιωτικών αλλά και δημοσίων επιχειρήσεων (π.χ. ΔΕΗ) που δραστηριοποιούνται στον χώρο της ενέργειας.





Αναφορικά με την χώρα μας, ο ελληνικός λιγνίτης δεν περιέχει μεγάλο θερμιδικό περιεχόμενο. Επιπλέον, το κόστος της λιγνιτικής μεγαβατώρας είναι υψηλό και ξεπερνάει τα 90 ευρώ. Πληρώνουμε ένα από τα υψηλότερα κόστη ηλεκτρισμού στην Ευρώπη. Ούτε ο καταναλωτής το αντέχει, αλλά ούτε και η ελληνική βιομηχανία.





Είναι γεγονός ότι ο λιγνίτης είναι και ακριβός και ρυπογόνος. Η πραγματικότητα αυτή επιβαρύνει όχι μόνο το περιβάλλον, αλλά και την δημόσια υγεία και την τσέπη μας. Χρειάζεται ριζική αλλαγή πολιτικής. Για παράδειγμα, η ΔΕΗ θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια της, αν ακολουθούσε τον δρόμο άλλων, αντίστοιχων δημοσίων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού, που έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στις ΑΠΕ, τα έξυπνα δίκτυα και στις υπηρεσίες προς τους καταναλωτές.





Μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έδειξε ότι είναι δυνατή η αντικατάσταση των ανθρακικών σταθμών με φωτοβολταϊκά πάρκα στα υπάρχοντα ορυχεία. Αυτή η δυνατότητα θα μπορούσε να οδηγήσει σε 135.000 νέες θέσεις εργασίας ετησίως, συν 50.000 θέσεις ακόμα για εργασίες λειτουργίας και συντήρησης.





Πρέπει να καταλάβουμε ότι η στροφή προς τις ΑΠΕ αφορά όλες τις επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας. H εγκατάσταση ενός αιολικού ή φωτοβολταϊκού σταθμού έναντι ενός νέου σταθμού άνθρακα έχει πολλαπλά οφέλη, μεταξύ των οποίων είναι και το φθηνότερο ρεύμα. Πρέπει, όμως, ο σχεδιασμός μονάδων ΑΠΕ να γίνεται ύστερα από ενδελεχή διάλογο με την εκάστοτε τοπική κοινωνία. Συχνά εκφράζεται η ανησυχία της οπτικής όχλησης. Όμως, σύμφωνα με μελέτες, τα πάρκα ΑΠΕ γίνονται πιο αποδεκτά από τους Ευρωπαίους πολίτες, όταν εκείνοι είναι ενημερωμένοι. Εξάλλου, θα ήταν καλό να αντιληφθούν οι τοπικές κοινωνίες ότι οι επενδύσεις σε ΑΠΕ δεν αφορούν μόνο αυτές, αλλά το σύνολο μιας χώρας που επιδιώκει να μεταβεί σε ένα σύστημα 100% μηδενικών εκπομπών άνθρακα, να μειώσει το κόστος παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος αλλά και την εξάρτηση από εισαγωγές ρεύματος που είναι δαπανηρή. Θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα άλλων χωρών, όπως π.χ. αυτό της Δανίας, όπου οι τοπικές κοινωνίες συμμετέχουν ακόμα και με μετοχές στις επενδύσεις. Στη χώρα μας όμως, δυστυχώς, πολλοί εναντιώνονται στις ΑΠΕ, υιοθετώντας ανεύθυνα και λαϊκίστικα επιχειρήματα.