Κωνσταντίνος Μίχαλος: Για την ηλεκτρονική τιμολόγηση
Η ηλεκτρονική τιμολόγηση είναι ένα μέτρο του οποίου την εφαρμογή συζητάμε εδώ και χρόνια, στο πλαίσιο της ανάγκης για αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Νομοθετικά έχει εισαχθεί στη χώρα εδώ και αρκετά χρόνια, ωστόσο η εφαρμογή της δεν προχώρησε ικανοποιητικά, καθώς δεν υπήρξε η αναμενόμενη ανταπόκριση από την πλευρά των συναλλασσόμενων.
Πλέον, με την απλοποίηση του νομοθετικού πλαισίου και βεβαίως την εξέλιξη της τεχνολογίας, οι συνθήκες για την εφαρμογή του μέτρου φαίνεται να έχουν ωριμάσει. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό της ΑΑΔΕ, προβλέπεται ενεργοποίηση των ηλεκτρονικών βιβλίων για όλες τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ ξεκινά και η ηλεκτρονική τιμολόγηση με στόχο να γίνει σταδιακά υποχρεωτική. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ο εκδότης θα αποστέλλει σε πραγματικό χρόνο τα τιμολόγια και τις αποδείξεις του στην ΑΑΔΕ, μέσω νέας ηλεκτρονικής πλατφόρμας στην οποία θα τηρούνται ταυτόχρονα και τα φορολογικά ηλεκτρονικά βιβλία (e-books). Έτσι, θα μπορούν να διασταυρώνονται αυτόματα τα στοιχεία των εκδοτών και των ληπτών των τιμολογίων, ενώ αντίστοιχα στις περιοδικές δηλώσεις οι επιχειρήσεις θα βρίσκουν προσυμπληρωμένο το ποσό του ΦΠΑ προς απόδοση και τους λοιπούς φόρους.
Πρόκειται για ένα μέτρο που, εφόσον εφαρμοστεί σωστά, μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στη μάχη της παραοικονομίας και της διαφθοράς, αλλά και του αθέμιτου ανταγωνισμού, σε βάρος των νομοταγών επιχειρήσεων. Με την ηλεκτρονική τιμολόγηση και την τήρηση των ηλεκτρονικών βιβλίων καθίσταται πρακτικά ανέφικτη η έκδοση εικονικών τιμολογίων και μειώνεται δραστικά τη φοροδιαφυγή. Παράλληλα, μπορεί να γίνει ακριβέστερος υπολογισμός των φορολογικών εσόδων, κάτι που θα συμβάλει στην αποτελεσματικότερη εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Πέρα, όμως, από το επίπεδο της φορολογικής διοίκησης, το μέτρο μπορεί να δημιουργήσει οφέλη και για τις επιχειρήσεις, εφόσον λειτουργήσει ως ευκαιρία για τη βελτίωση, την αυτοματοποίηση και την επιτάχυνση μιας σειράς διαδικασιών, που σχετίζονται με την τιμολόγηση και γενικότερα με την τήρηση των φορολογικών υποχρεώσεων.
Είναι βέβαιο ότι η μετάβαση στο νέο σύστημα θα απαιτήσει μεγάλη προσπάθεια από την πλευρά των επιχειρήσεων, προκειμένου να υπάρξει η κατάλληλη προετοιμασία και συμμόρφωση στο στάδιο της εφαρμογής. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι διανύουμε μια περίοδο κρίσης, στην οποία οι περισσότερες επιχειρήσεις δίνουν αγώνα για να κρατηθούν στη ζωή και να προσαρμοστούν, σε ένα δυσμενές και αβέβαιο περιβάλλον.
Αυτό σημαίνει ότι, για να εφαρμοστεί το μέτρο σωστά, χωρίς να δημιουργήσει πρόσθετες ανυπέρβλητες δυσκολίες στις επιχειρήσεις, θα πρέπει να διασφαλιστούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Θα πρέπει να δοθεί επαρκής χρόνος προσαρμογής, ενώ θα ήταν σκόπιμο να προβλεφθούν και ορισμένες ελαφρύνσεις προκειμένου να αντισταθμιστεί το κόστος της συμμόρφωσης. Επίσης, θα πρέπει να είναι από την αρχή ξεκάθαρος ο τρόπος με τον οποίο οι φορολογικές αρχές θα χρησιμοποιούν τα δεδομένα που συγκεντρώνονται στην πλατφόρμα της ΑΑΔΕ, ώστε το σύστημα να λειτουργήσει πραγματικά ως εργαλείο για τη διαφάνεια και όχι ως ακόμη μία αφορμή για την επιβολή προστίμων. Χρειάζεται, παράλληλα, η εφαρμογή του μέτρου να συνδυαστεί με την κατάργηση άλλων παράπλευρων υποχρεώσεων για τις επιχειρήσεις, οι οποίες θα έχουν πλέον περιορισμένη χρησιμότητα με το νέο σύστημα, ενώ είναι σημαντικό να υπάρξουν δράσεις ενημέρωσης και καθοδήγησης, τόσο στο στάδιο της προετοιμασίας όσο και σε αυτό της προσαρμογής. Σε αυτό το επίπεδο, τόσο το ΕΒΕΑ όσο και τα κατά τόπους Επιμελητήρια σε όλη την Ελλάδα, μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά, αναλαμβάνοντας σχετικές πρωτοβουλίες.
Η ηλεκτρονική τιμολόγηση είναι ένα απαραίτητο μέτρο, το οποίο όλοι έχουμε συμφέρον να λειτουργήσει σωστά στην πράξη. Αξίζει να φροντίσουμε για τη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων και συνθηκών, ώστε να εφαρμοστεί με τα λιγότερα δυνατά προβλήματα και να δημιουργήσει μόνιμα, απτά οφέλη.