Βασίλης Σωτηρόπουλος: Η τέταρτη νομική σχολή της χώρας
Ζούμε σε μια εποχή άνθισης
της νομικής επιστήμης. Ποτέ πιο πριν στο παρελθόν δεν υπήρχε τόσο ευρεία και
ευχερής πρόσβαση των πολιτών στην δικαστική αλλά και στην εξωδικαστική επίλυση
των διαφορών τους με την συνδρομή των νομικών κανόνων και των νομικών
επιστημόνων. Τα δικαστήρια έχουν πινάκια γεμάτα με υποθέσεις που σπάνια
διεκπεραιώνονται σε μία δικάσιμο. Κανένα μέτρο επιτάχυνσης της απονομής
δικαιοσύνης δεν πτοεί τους πολίτες που είναι αποφασισμένοι να δικαιωθούν. Ποτέ
πιο πριν στο παρελθόν οι εκδοτικοί οίκοι δεν δημοσίευαν τόσα πολλά νομικά
βιβλία με συγγραφείς δικηγόρους, δικαστές, νομικούς συμβούλους,
συμβολαιογράφους. Μπορεί να κλείνουν πολιτικές εφημερίδες και περιοδικά
lifestyle, συνεχώς όμως ανοίγουν νέα περιοδικά νομικής ενημέρωσης και
επιστημονικής τεκμηρίωσης, τα οποία πωλούνται πανάκριβα και με συνδρομές σε
φυσική ή σε ηλεκτρονική μορφή. Συνεχώς δημιουργούνται νέες ψηφιακές εφαρμογές
με εργαλεία για νομικούς επιστήμονες. Ένα από τα υπερκερδέστερα επαγγέλματα της
εποχής μας είναι αυτό του δικαστικού επιμελητή: του ανθρώπου που επιδίδει
εξώδικα και δικόγραφα, χρεώνοντας την υπηρεσία της παράδοσης στους παραλήπτες
και συντάσσοντας επίσημες εκθέσεις για την πράξη της παράδοσης. Το πιο
κακοπληρωμένο νομικό επάγγελμα της εποχής μας είναι αυτό του... πανεπιστημιακού
διδασκάλου: οι καθηγητές των νομικών σχολών αμείβονται με ψίχουλα, αφού έχουν
περάσει από ατέλειωτες βασανιστικές δοκιμασίες μέχρι τον πολυπόθητο διορισμό.
Παρ’ όλ’ αυτά υπάρχει τεράστια ζήτηση. Τα νομικά επαγγέλματα παραμένουν
περιζήτητα, παρά τις τιτάνιες προσπάθειες που απαιτούν από τους λειτουργούς
τους για μια αξιοπρεπή επιτέλεση των καθηκόντων.
Σε αυτό το περιβάλλον, το
κράτος διατηρεί το συνταγματικά αποκλειστικό προνόμιο της ίδρυσης
πανεπιστημιακών σχολών και θα εξακολουθήσει να το διατηρεί για όσες δεκαετίες
ακόμη δεν θα αναθεωρείται το άρθρο 16 που ορίζει αυτήν τη θεόκλειστη ακαδημαϊκή
αγορά. Βέβαια, τα επαγγελματικά προσόντα όσων έχουν αντίστοιχους
πανεπιστημιακούς τίτλους από αντίστοιχα ιδρύματα από το εξωτερικό έχει βρεθεί
τρόπος να αναγνωρίζονται. Είναι γνωστό ότι παραρτήματα ιδιωτικών εξωχώριων
πανεπιστημίων λειτουργούν στην ελληνική επικράτεια και χορηγούν τίτλους που
αναγνωρίζονται και οδηγούν σε εγγραφή αποφοίτων σε δικηγορικούς συλλόγους.
Είναι επίσης γνωστή η διαρροή φοιτητών προς το εξωτερικό και ειδικά προς την
Κύπρο για την παρακολούθηση αντίστοιχων σπουδών. Όμως, στην δικηγορική αγορά
εργασίας τίποτε απολύτως δεν συγκρίνεται με την εμπειρία που αποκτά ο
ασκούμενος και ο νέος δικηγόρος από την τριβή με το αντικείμενό του. Και το
αντικείμενό του είναι το ελληνικό δίκαιο, το οποίο το απονέμουν τα ελληνικά
δικαστήρια, με όλες τις ιδιοσυστασίες και ιδιαιτερότητες που αυτό συνεπάγεται,
μολονότι το 80% είναι εισαγωγή κανόνων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν πάει να
λέει ό,τι θέλει η Ε.Ε., το δίκαιο θα το εφαρμόσουν οι Έλληνες δικαστές κι
επομένως για να πετύχεις ως νομικός πρέπει να ξέρεις τον τρόπο με τον οποίο
έχουν εκπαιδευτεί να το εφαρμόζουν. Πρέπει δηλαδή να έχεις τριφτεί στα γρανάζια
των νομικών σχολών της χώρας. Αυτή είναι η αλήθεια, όσο ωμή κι αν ακούγεται.
Στην δικηγορική αγορά
υπάρχει οικογενειοκρατία, υπάρχουν κλειστά πελατολόγια, υπάρχουν σκληρές
σχέσεις με πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους που ορίζουν σχεδόν ασφυκτικά το
πλαίσιο στο οποίο θα λειτουργήσει ένας νέος νομικός. Στην δικαστηριακή
δικηγορία, όμως, τα πράγματα είναι πολύ συγκεκριμένα: όλοι κρινόμαστε
καθημερινά από τον τυχαίο δικαστή που θα αντιμετωπίσουμε στην έδρα. Από αυτή
την άποψη, οι δικηγόροι δίνουμε καθημερινές εξετάσεις στα δικαστήρια, τον πιο
αυστηρό εγγυητή της αξιοκρατίας. Εκεί δεν μετρούν ούτε οι περγαμηνές από
τρανταχτά πανεπιστήμια του εξωτερικού, ούτε τα μεταπτυχιακά, ούτε το
διδακτορικό, ούτε ακόμη και η ιδιότητα του πανεπιστημιακού διδασκάλου. Εκεί
μετράει η αποκλειστικά προσωπική επαγγελματική ικανότητα. Είναι ένα επάγγελμα
που ξεκαθαρίζει πολύ γρήγορα ποιος θα παραμείνει στον χώρο και ποιος όχι, με
τους πολύ αυστηρούς όρους της αγοράς, αν και λειτουργεί σε πλαίσια
αποκλειστικώς θεσμικά και δημόσιου βίου. Στην Ελλάδα λειτουργούν τρεις νομικές
σχολές: η Νομική Αθήνας, η Νομική Θεσσαλονίκης και η Νομική Κομοτηνής. Καμμία
απολύτως σημασία δεν έχει για την επαγγελματική επιτυχία ενός δικηγόρου το αν
είναι απόφοιτος της μιας ή της άλλης ή της τρίτης σχολής. Αυτό δεν σημαίνει,
βέβαια, ότι οι τρεις νομικές παρέχουν το ίδιο ποιοτικό επίπεδο ακαδημαϊκής
εκπαίδευσης. Σημαίνει μόνο ότι ένας δικηγόρος στην Ελλάδα θα πετύχει ή θα
αποτύχει εντελώς ανεξάρτητα από την πανεπιστημιακή καταγωγή του, όταν είναι
απόφοιτος μιας των τριών.
Υπάρχει όμως και ο νομικός
χώρος πέραν της καθημερινής επαγγελματικής δικαστηριακής δικηγορίας. Υπάρχει η
σφαίρα της επιστημονικής παραγωγής, της νομικής έρευνας, της αναζήτησης νέων
δρόμων στην νομική σκέψη. Εκεί οι νομικές σχολές μας έχουν μείνει πάρα πολύ
πίσω. Παρά την παραγωγή πληθώρας νομικών έργων, θεωρητικών και πρακτικών, λίγα
βήματα έχουν γίνει τα τελευταία τριάντα χρόνια σε επίπεδο προαγωγής της
μεθοδολογίας, της καινοτομίας και της επιστημονικής πρωτοπορίας. Αυτά δεν
προάγονται, βέβαια, αποκλειστικά από τα κρατικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, εκείνα
όμως είναι που δίνουν την «στέγη» και πολύ συχνά και την επωνυμία σε «σχολές»
νομικής σκέψης. Υπάρχει μία σημαντική στασιμότητα στην ανανέωση του
επιστημονικού προσωπικού των νομικών σχολών της χώρας. Κατά την γνώμη μου,
σημειώνεται κι ένας σοβαρός βαθμός πνευματικής οκνηρίας που είναι όμως
ευεξήγητος, σχετιζόμενος με το βάρος των γραφειοκρατικών εξεταστικών
διαδικασιών που κακοποιούν την έννοια της εκπαίδευσης οριζόντια σε όλες τις
βαθμίδες της στην χώρα μας. Είναι, όμως, πραγματικά η ώρα για μια νέα νομική
σχολή. Θα είναι ένα δημιουργικό σοκ που θα συμπαρασύρει τις τρεις υπάρχουσες
και θα προκαλέσει εγρήγορση στα επιστημονικά ανακλαστικά όσων πραγματικά
ενδιαφέρονται για την επιστήμη του δικαίου. Έχουν ακουστεί όλα τα επιχειρήματα
υπέρ και κατά, μου ακούγονται όλα πάρα πολύ φτηνά και χαμηλού επιπέδου. Συντεχνιασμός
ένθεν και ένθεν, λαϊκισμός από όλες τις πλευρές, ενδεδυμένος είτε με την
ρητορική του αντιελιστισμού, είτε με την ρητορική του περιορισμού των δαπανών.
Ουδείς έχει τολμήσει να θίξει την καρδιά του αιτήματος για ποιοτικότερη νομική
επιστήμη. Καλύτερη νομική επιστήμη σημαίνει καλύτερη επίλυση των διαφορών μας.
Σημαίνει, όσο απλό κι αν ακούγεται, καλύτερη συμβίωση μεταξύ μας. Δηλαδή,
καλύτερη κοινωνία.
O Βασίλης Σωτηρόπουλος είναι δικηγόρος.