Δήλωση του Βασίλη Κορκίδη, για την αύξηση του κατώτατου μισθού
Με αφορμή την ολοκλήρωση του Υπουργικού Συμβουλίου και τις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού, κ. Α. Τσίπρα για τις νέες αυξήσεις των κατώτατων μισθών και κατώτατων ημερομισθίων, ο Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς και Πρόεδρος του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής, κ. Βασίλης Κορκίδης, Πρόεδρος Ε.Β.Ε.Π. και Π.Ε.Σ. Αττικής, προέβη στην ακόλουθη δήλωση:
«…Αναμφίβολα, πρόκειται για μία θετική απόφαση, που θα συμβάλλει στην τόνωση της ενεργούς ζήτησης, ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι, οι αυξήσεις αυτές θα ενσωματωθούν αυτόματα σε 24 επιδόματα, μεταξύ των οποίων είναι το επίδομα ανεργίας, οι παροχές μητρότητας, το ειδικό εποχικό επίδομα, το επίδομα επίσχεσης εργασίας. Επομένως, από την αύξηση του κατώτατου μισθού θα ωφεληθούν σημαντικά, όχι μόνο όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, αλλά και άνεργοι, σπουδαστές, εργαζόμενες μητέρες, οι οποίες λαμβάνουν αυτά τα επιδόματα. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε εκτός από την αντίστοιχη αύξηση του μη μισθολογικού κόστους, επιβαρύνονται και οι ασφαλιστικές εισφορές των ελευθέρων επαγγελματιών, που ως γνωστό, υπολογίζονται βάσει του κατώτατου μισθού. Επιπλέον, χαιρόμαστε για την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, για όσους είναι κάτω των 25 ετών, καθώς ήταν μία μεγάλη αδικία και ανισότητα για νέους εργαζόμενους, δύο ταχυτήτων. Θα ήθελα να επισημάνω πως, ο επιχειρηματικός κόσμος δεν αντιμετώπισε ποτέ φοβικά, μέχρι σήμερα, το ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού, ο οποίος, ωστόσο, υπολείπεται για να φτάσει στο προ κρίσης επίπεδο των 751 ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υγιείς επιχειρήσεις και οι συνεπείς εργοδότες, έχουμε τονίσει την αναγκαιότητα για σταδιακή και λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, σε βάθος τριετίας 2019-2022, με παράδειγμα το “πορτογαλικό” μοντέλο ως το πιο ενδεδειγμένο, ώστε να μην δημιουργήσει συνθήκες σοκ στην αγορά εργασίας. Ας μην ξεχνάμε ότι, ο νέος κατώτατος μισθός των 650 ευρώ, αφορά μόνο το 8% των μισθωτών, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε ώστε να δούμε την επίδραση, της γενναιόδωρης αύξησης του 11%, στην απασχόληση και κατά πόσο αυτή συνδέεται με την παραγωγικότητα, ανταποδοτικότητα και ανταγωνιστικότητα. Αναφορικά, τέλος, με τη σχέση μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους επιμένουμε σε μια μεταβολή υπέρ του καθαρού μισθού, ως ένα σημάδι επιστροφής στην κανονικότητα για την πραγματική οικονομία, αλλά και σταθεροποίησης της κοινωνικής συνοχής…».