Η κατανόηση της αχαριστίας
Γράφει ο Δημήτρης Μπούκουρας, κλινικός ψυχολόγος, ψυχοθεραπευτής
Αυτή την εβδομάδα δεν είχαμε θέματα επικαιρότητας κοινωνικά παρά μόνο πολιτικά, και έτσι σκέφτηκα να ασχοληθούμε με το θέμα της αχαριστίας, που είναι μια συμπεριφορά ανθρώπινη, μη αρεστή, η οποία προκαλεί αρνητικά συναισθήματα στον ευεργέτη (σπόνσορας, δότης, φιλάνθρωπος κ.λ.π.) Επιπλέον, η συμπεριφορά του αχάριστου εκλαμβάνεται σαν επιθετικότητα απέναντι σε εκείνον που τον έχει βοηθήσει, έτσι ώστε να οδηγείται η κατάσταση μεταξύ τους σε μια σύγκρουση με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ο ορισμός της αχαριστίας είναι η συμπεριφορά ενός ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από αγνωμοσύνη, απαιτητικότητα και αναφαίρετο δικαίωμα του να βοηθηθεί από όποιον έχει αυτή την τάση. Η προσπάθειά του να βοηθηθεί είναι συγκεκαλυμμένη από αιτήματα ανάγκης για να πετύχει τον σκοπό του. Έτσι, λοιπόν, εκείνος ο οποίος βοηθάει στην επίλυση των προβλημάτων του αχάριστου βρίσκεται μπροστά σε μία συμπεριφορά που τον κάνει να πιστεύει ότι είναι βλάκας, ανόητος, κορόιδο και ό,τι άλλο απαξιωτικό υπάρχει. Η εικόνα αυτή για τον εαυτό του διαμορφώνεται από την στάση του άλλου. Αξίζει, όμως, να επισημάνουμε εδώ ότι ο δότης περιμένει από την πράξη του να δικαιωθεί σαν ένα άτομο που προσφέρει, βοηθά, πιστεύει στις ανθρώπινες αξίες, με λίγα λόγια σαν ένα άτομο συναισθηματικό, αλτρουιστικό, και παράδειγμα προ μίμηση στην κοινωνία. Όταν όμως εισπράττει από τον ευεργετηθέντα την απαξίωση, αντιλαμβάνεται ότι η εικόνα του δεν είναι αυτή που πίστευε για τον εαυτό του, και σε αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι διαφαίνεται να έχει ανάγκη της επιβράβευσης, κάτι το οποίο ψυχολογικά είναι ιδιοτελές (συμφεροντολογικό), δηλαδή κάνει το καλό για να πάρει ο ίδιος ικανοποίηση.
Έτσι, λοιπόν, είναι αναγκαίο να διατυπωθεί το εξής γνωμικό: «Θυμάμαι το καλό που μου κάνουν οι άλλοι για πάντα, ξεχνώ για πάντα το καλό που κάνω εγώ στους άλλους». Κάποιος θα μπορούσε να πει πως είναι το ίδιο με το: «Κάνε το καλό και ρίχ’ το στον γιαλό»· αφήνω στον αναγνώστη να κάνει την σύγκριση. Στην προσπάθειά μου να γίνω πιο σαφής και να εμπλουτίσω την κατανόηση της αχαριστίας, εξηγώ ότι ο δότης έχει ανάγκες συναισθηματικές (επιβεβαίωσης) και ο βοηθούμενος έχει φόβο να συνειδητοποιήσει την αδυναμία, την αποτυχία και την ελλειμματικότητά του. Έτσι, λοιπόν, αντιδρά επιθετικά μειώνοντας τη σημασία της πράξης του δότη και ως εκ τούτου καταλήγει στο να πιστεύει ότι αυτός είναι ο έξυπνος που ξεγέλασε τον άλλον και του τα πήρε, μπαίνοντας από τη θέση της μειονεξίας στη θέση της (πλεονεξίας) αυταπάτης, ότι είναι πονηρός και έξυπνος, δηλαδή απατεώνας, και πως με τον ίδιο τρόπο θα μπορέσει να ξεγελάσει και άλλους.
Οι ψυχολόγοι σε αυτό το σημείο διασαφηνίζουν τα πράγματα παραπέμποντας την όλη διαδικασία στην περιγραφή της σχέσης αχάριστου και ευεργέτη, που αυτή η περιγραφή ακουμπάει όλους τους ανθρώπους, μιας και δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει συναντήσει τον αχάριστο στη ζωή του και να μην αναζητεί μια τοποθέτηση πάνω σε αυτό που θα τον βοηθήσει να ξεφύγει από τη θέση του παρατηρητή (παθητική θέση). Αυτό που προτείνω σε αυτή την περίπτωση είναι ότι όταν κανείς κάνει το καλό και θέλει να βοηθήσει κάποιον άνθρωπο ας το κάνει ει δυνατόν ανώνυμα, για δική του ευχαρίστηση, χωρίς να περιμένει από άλλους την ανταμοιβή, αλλά μόνο από τον ίδιο του τον εαυτό.
Θα αναφέρω ένα παράδειγμα τριών φίλων οι οποίοι οικονομικά βρίσκονταν σε καλή κατάσταση όταν αποφάσισαν κάποια στιγμή να διαθέσουν ένα ποσό χρηματικό σε διάφορες οικογένειες που ήξεραν ότι δυστυχούσαν. Μαζευτήκαν σε κάποιον χώρο και ο καθένας είχε ένα ποσό να διαθέσει για αυτή την προσπάθεια, τρία ποσά λοιπόν μαζευτήκαν, χωρίστηκαν σε μικρότερα, μπήκαν σε φακέλους και πήγαν στα σπίτια που ήξεραν, πέταξαν τους φακέλους κάτω από την πόρτα, χτύπησαν το κουδούνι και έφυγαν τρέχοντας. Ο ψυχοθεραπευτής λέει «τα παιδία παίζει», άρα εκτονώνονται και ωριμάζουν. Η καλή πράξη γίνεται παιχνίδι και όλοι είναι χαρούμενοι. Συμπέρασμα: Χαρά και εργασία, χαρά και ωρίμανση στις ανθρώπινες αξίες και προσωπικά σαν ψυχοθεραπευτής θα πω ότι προτιμώ τον κόσμο έτσι παρά αλλιώς.