Αντιμέτωπη με πληθωρισμό κόστους αντί ζήτησης η αγορά
Η εύρεση ισορροπίας μεταξύ σταθερότητας τιμών και χρηματοπιστωτικής επέκτασης δεν είναι εύκολη, με αποτέλεσμα οι δύο στόχοι να είναι αντικρουόμενοι
του Βασίλη Κορκίδη
προέδρου ΕΒΕΠ
Προβληματισμό για τις συνέπειες από την αύξηση του κόστους χρήματος προκαλούν στην αγορά και τους διεθνείς αναλυτές οι αποφάσεις της ΕΚΤ, να προχωρήσει σε αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης, παρά την αρχική καθοδήγηση της για 25 μονάδες βάσης των επιτοκίων.
Η κίνηση της ΕΚΤ υπαγορεύθηκε, αφενός από την ανάγκη συμπίεσης των πληθωριστικών τάσεων στην ευρωζώνη και αφετέρου από την ανάγκη στήριξης της ισοτιμίας του ενιαίου νομίσματος, αφού ένα αδύναμο ευρώ αυξάνει τον εισαγόμενο πληθωρισμό, επιδεινώνοντας τον ήδη υψηλό πληθωρισμό κόστους, εξαιτίας των υψηλότερων τιμών ενέργειας.
Σε κάθε περίπτωση η πρώτη επιθετική αύξηση των επιτοκίων, μετά από μία και πλέον δεκαετία, σηματοδοτεί μια κίνηση αλλαγής της μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη.
Ο πληθωρισμός στην Ευρώπη είναι κυρίως πληθωρισμός κόστους παρά πληθωρισμός ζήτησης, γεγονός που αποδυναμώνει την αποτελεσματικότητα της αλλαγής της νομισματικής πολιτικής.
Επίσης η εύρεση ισορροπίας μεταξύ σταθερότητας τιμών και χρηματοπιστωτικής επέκτασης δεν είναι εύκολη, με αποτέλεσμα οι δύο στόχοι να είναι αντικρουόμενοι.
Η ενεργοποίηση του όπλου της αύξησης των επιτοκίων, ενέχει τον κίνδυνο περισσότερο να σταθεροποιήσει στα σημερινά υψηλά επίπεδα, παρά να μειώσει τον πληθωρισμό.
Το βέβαιο είναι πως ο δανεισμός γίνεται πλέον ακριβός, αφού αυτόματα θα αυξήσει μισή με μία μονάδα τα δάνεια συνδεδεμένα με το Euribor, επιβαρύνοντας τους παλιούς δανειολήπτες και περιορίζοντας την πιστωτική επέκταση των επιχειρήσεων.
Οι χώρες της ΕΕ που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία έχουν ήδη πληγεί από την άνοδο των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, την επιβράδυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και την πτώση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών.
Σε αυτό το σκηνικό, έρχεται να προστεθεί η μειωμένη ροή του φυσικού αερίου τον επόμενο χειμώνα δημιουργώντας ένα περιβάλλον αβεβαιότητας με «πάνω οι τιμές και κάτω η ζήτηση».
Συγκεκριμένα η αγορά του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία καταγράφει άνοδο με αύξηση μόλις 0,9% που προέρχεται αποκλειστικά από αυξημένες τιμές και τις ανατιμήσεις του τελευταίου τριμήνου, καθώς η ζήτηση παρουσιάζει αρνητική τάση για το σύνολο των μεγάλων κατηγοριών προϊόντων.
Οι κατηγορίες των τροφίμων και ποτών, παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες πληθωριστικές πιέσεις, στο 4,2%, με αποτέλεσμα οι όγκοι πωλήσεων να υποχωρούν κατά 2,7%.
Στην Ελλάδα, το οικονομικό επιτελείο, εκτιμά τις οικονομικές εξελίξεις από τον επίμονο πληθωρισμό, το ακριβότερο χρήμα από την αύξηση των επιτοκίων και την συνοχή της ΕΕ για το ενεργειακό σχέδιο ανάγκης, που εν πολλοίς θα καθορίσουν τον ρυθμό ανάπτυξης.
Η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με ένα τριπλό μέτωπο που πρέπει να αντιμετωπίσει δραστικά για να αποφύγει τις συνέπειες από την ενεργειακή φτώχεια, τον στασιμοπληθωρισμό και την ύφεση.
Ενδεχομένως, όπως ο μηχανισμός ομαλής μετάβασης για τα spread των ομολόγων των κρατών μελών, να πρέπει επίσης να δημιουργηθεί ένα ανάλογο εργαλείο προστασίας των ιδιωτών από τις απότομες αυξήσεις των τραπεζικών επιτοκίων.
Σε κάθε περίπτωση η ελληνική κυβέρνηση δηλώνει πως έχει σκοπό να συνεχίσει τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με ένα νέο πακέτο αντιμετώπισης ενός ακόμα δύσκολου χειμώνα.